ΚΑΡΑΟΚΕ (2022)
(KARAOKE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραμεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μοσέ Ρόζενταλ
- ΚΑΣΤ: Σασόν Γκαμπάι, Ρίτα Σουκρούν, Λιορ Ασκενάζι, Ταλίν Αμπού Χανά
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 100'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: DANAOS FILMS
Η Τόβα και ο Μέιρ είναι ένα ζευγάρι που διανύει την έκτη δεκαετία της ζωής του, στα προάστια του Χολόν, στο Ισραήλ. Η καθημερινότητα τους, απόλυτα μονότονη, δεν προσφέρει την παραμικρή αφορμή για συγκινήσεις και, εν γένει, μοιάζουν να έχουν αφήσει τα πράγματα στον «αυτόματο πιλότο» εδώ και καιρό. Όλα αυτά θ’ αλλάξουν άρδην, άμα τη εμφανίσει του νέου γείτονα στο retiré της πολυκατοικίας τους, ενός πολύφερνου ατζέντη που ζούσε για χρόνια στις ΗΠΑ κι επιστρέφοντας στα πάτρια εδάφη γίνεται το απόλυτο talk of the town για την πλειοψηφία των ενοίκων του κτηρίου.
Στην πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία ως σκηνοθέτης (τουλάχιστον εξ ολοκλήρου, μιας κι έχει κάποια credits σε φιλμ σπονδυλωτών ιστοριών), ο Μοσέ Ρόζενταλ μας παρουσιάζει ένα μάλλον σφιχτοδεμένο ντεμπούτο για τα χαμένα όνειρα της νιότης, τους συμβιβασμούς, τον μικροαστισμό, αλλά και τη γοητεία του καινούργιου ως σανίδα σωτηρίας, χρησιμοποιώντας ως «όχημα» ένα ανδρόγυνο 60άρηδων στο Χολόν του Ισραήλ. Brand-αρισμένο ως μία «γλυκόπικρη κωμωδία», το «Καραόκε» πετυχαίνει το σκοπό του ανά στιγμές, προσφέροντας από το ξεκίνημά του κάποια αξιόλογα κωμικά στοιχεία και ρυθμό, από τις πρώτες σκηνές της γνωριμίας του ζευγαριού με τον συναρπαστικό νέο ένοικο της πολυκατοικίας, αλλά τις δραματικές πινελιές που χρειάζονται στην τρίτη πράξη. Το πρόβλημα έγκειται μάλλον στη μέση, εκεί όπου η ταινία μοιάζει να βαλτώνει και δείχνει να ξεπερνά κατά πολύ τα (πραγματικά) 100 λεπτά της διάρκειάς της.
Μέιρ και Τόβα, παντρεμένοι για 46 συναπτά έτη, μοιάζουν να ζουν μία καθημερινότητα που με το ζόρι συντηρεί τη σχέση τους, η οποία περιορίζεται στο να μπορούν ν’ αντέχουν ο ένας τον άλλον, αφού μονάχα αυτό έχουν μάθει να κάνουν, πια. Κοντά στη σύνταξη ο πρώτος, διατηρώντας μία boutique σε εμπορικό κέντρο η δεύτερη, τα καταπιεσμένα συναισθήματα που υποβόσκουν σε αυτή τη συμβίωση είναι κάτι παραπάνω από έκδηλα. Εκεί που όλα φαίνονται ανεπανόρθωτα «νερόβραστα» και βαρετά, καταφτάνει ως από μηχανής Θεός το «αλατοπίπερο» που ονομάζεται Ιτζίκ, ένας καλοβαλμένος μεσήλικας γλεντζές με εμπειρία ως ατζέντης στο Μαϊάμι και αγάπη για το… karaoke!
Ένα τυχαίο περιστατικό θα φέρει την πρώτη επαφή μεταξύ του πρωταγωνιστικού μας ζευγαριού και του τελευταίου, και… αυτό ήταν. Ο Μέιρ θα νιώσει επιτέλους κάποιον να τον βλέπει σαν κάτι παραπάνω από τον «τελειωμένο» εξηντάρη της διπλανής πόρτας, ενώ η Τόβα θα αισθανθεί την προσοχή που τόσο πολύ επιζητούσε. Το ίδιο θα συμβεί και στη σχέση του ζευγαριού αυτή καθαυτή, καθώς αρχίζουν ν’ αποκτούν πολύ μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, ξεκινούν να βγαίνουν για ένα ποτάκι, ένα φαγητό, να προσέχουν ο ένας τον άλλον.
Φυσικά, τα πράγματα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνονται και ο Ιτζίκ δεν είναι κάποιος ουρανοκατέβατος άγγελος που ξέρει να ζει, αλλά απλά ένας άνθρωπος που ξέρει να λέει αυτό που οι άλλοι θέλουν ν’ ακούσουν, απόρροια και της ενασχόλησής του ως ατζέντης στον καλλιτεχνικό χώρο. Κάτι που θα καταλάβουν σύντομα ο Μέιρ και η Τόβα, ανάμεσα στη ζήλεια για τα άλλα ζευγάρια που καλεί στο σπίτι ο νέος τους γείτονας, τα parties, τις κόκες, αλλά και το… ζειμπέκικο που σκάει στους δέκτες μας συχνά πυκνά (ένα από τα προφανή «τυράκια» για τη διανομή της ταινίας στην Ελλάδα).