JOBS (2013)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόσουα Μάικλ Στερν
- ΚΑΣΤ: Άστον Κούτσερ, Ντέρμοτ Μαλρόνεϊ, Μάθιου Μοντίν, Τζέιμς Γουντς, Τζ. Κ. Σίμονς
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 128’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Η ιστορία ανέλιξης του επικεφαλής της Apple, Στιβ Τζομπς, σε κορυφαία μορφή της σύγχρονης τεχνολογίας και το χάρισμα του να εφευρίσκει νέες ανάγκες για τον καταναλωτή.
Σπάνια ένας θάνατος ανθρώπου, που δεν έχει να κάνει με το θέαμα ή την πολιτική, έχει προκαλέσει τόση αναστάτωση και συγκίνηση όσο εκείνος του Στιβ Τζομπς. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, όμως, η μαζική αντίδραση ήταν δικαιολογημένη. Ο Τζομπς έκανε τους υπολογιστές ποθητούς, σύμβολα status, σέξι. Και, εκτός από ικανός διαχειριστής της τεχνολογίας, εμπνεύστηκε τεχνολογικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης και δημιούργησε καταναλωτικές ανάγκες, τις οποίες οι ίδιοι οι καταναλωτές δε φαντάζονταν καν ότι είχαν.
Στην τρίτη του σκηνοθεσία, ο Τζόσουα Μάικλ Στερν είχε μια συναρπαστική προσωπικότητα να βιογραφήσει. Και τι έκανε; Μια χλιαρή ταινία, που εστιάζει στην περίοδο πριν από την εμπορική έκρηξη της Apple, πριν από το iPhone και το iPad. Ο πρώτος μου χαρακτηρισμός για το «Jobs» ήταν «τηλεταινία». Αν σκεφτεί όμως κανείς το καλλιτεχνικό επίπεδο ενός μεγάλου ποσοστού τηλεοπτικών παραγωγών, η σύγκριση είναι εξαιρετικά άδικη. Για εκείνες! Ο «Jobs» είναι μια ταινία χωρίς κέντρο, χωρίς έμπνευση και χωρίς έναν πρωταγωνιστή ικανό να πλάσει ένα χαρακτήρα που να απηχεί τα χαρακτηριστικά που έκαναν τον Τζομπς μια προσωπικότητα τόσο ισχυρή, ώστε να σοκάρονται από τον – αναμενόμενο λόγω ασθένειας – θάνατό του εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι.
Η ταινία αρχίζει το 2001 με το λανσάρισμα του iPod και με τον Τζομπς να το παρουσιάζει στους υπαλλήλους του σαν ένα gadget που πουλάει μουσική και λίγο όνειρο. Σ’ αυτές τις πρώτες σκηνές, δεν μπορείς παρά να παρατηρήσεις το επιτυχημένο κοπιάρισμα του αργού βαδίσματος του Τζομπς από τον Κούτσερ και το λειτουργικό μακιγιάζ. Οι καλές εντυπώσεις, ωστόσο, δεν αργούν να σβήσουν. Με flashback στα μισοτελειωμένα φοιτητικά χρόνια, το σενάριο του «Jobs» είναι ένα χρονικό πάνω στο δεσμό της εταιρείας με τον ιδρυτή της, των πισώπλατων μαχαιρωμάτων, της ευκολίας με την οποία ο Τζομπς απομάκρυνε από κοντά του ανθρώπους, ειδικά όσους δε θεωρούσε πλέον χρήσιμους.
Σε ένα μεγάλο ποσοστό, το πορτρέτο που του φτιάχνει η ταινία δεν είναι ιδιαίτερα κολακευτικό. Και δε χρειαζόταν να είναι. Όταν είσαι αφεντικό της πολυτιμότερης εταιρείας στον κόσμο, μάλλον δεν μπορείς να είσαι και άγιος. Οι λεπτομέρειες της επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν είναι ό,τι πιο ελκυστικό για το θεατή, αλλά η ταινία επιμένει σ’ αυτές και όχι τόσο στο πώς και γιατί ο Τζομπς, αν και όχι ιδιαίτερα εφευρετικός ο ίδιος ως τεχνικός, είχε όραμα, νέες ιδέες και την ικανότητα να οδηγεί τους άλλους να τις κάνουν πραγματικότητα και τον κόσμο να επιθυμεί να τις αποκτήσει. Εντελώς περιφερειακά και άτσαλα μπαίνουν και βγαίνουν στην ταινία τα πρόσωπα της οικογενειακής ζωής τού Τζομπς, όπως μια κόρη, την πατρότητα της οποίας αρνιόταν αρχικά, αλλά που στη συνέχεια εμφανίζεται κοντά του χωρίς άλλη εξήγηση. Με εξαίρεση το… βάδισμα, η ερμηνεία του Κούτσερ είναι το ίδιο αδέξια και ανέμπνευστη, όπως η υπόλοιπη ταινία. Υπάρχει άραγε εκπαιδευτικό app για σενάριο, σκηνοθεσία και υποκριτική; Το χρειάζονταν όλοι οι βασικοί συντελεστές.