ΑΓΙΑ ΕΜΥ (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αρασέλη Λαιμού
- ΚΑΣΤ: Άμπιγκεϊλ Λόμα, Χασμίν Κιλίπ, Μιχάλης Συριόπουλος, Αντζελί Μπαγιάνι, Ειρήνη Ιγγλέση, Κου Ακίνο, Έλσα Λεκάκου
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 111'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένα coming of age «τριπάρισμα» συγκρούσεων μυστικισμού και καθολικισμού, στην κλειστή κοινότητα των Φιλιππινέζων της Αθήνας, με μια έφηβη «healer» που παλεύει να βρει την ταυτότητά της, χωρίς να κριθεί σαν «τέρας» από τους γύρω της.
Τα ανοιχτά πόδια ενός γυμνού κοριτσιού. Ο τρόπος που το κύμα «σβήνει» σε μια παραλία. Το αστικό τοπίο της πόλης τη νύχτα. Ένα παράθυρο που κλείνει, για να μη φαίνονται οι απέναντι που ερωτοτροπούν. Ένα πόδι που διώχνει βιαστικά το αίμα μαζί με το νερό που κυλά σε μια μπανιέρα. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, η Αρασέλη Λαιμού σου προσφέρει ένα πλήρες sample της ματιάς της, πρωτότυπο αφηγηματικά, με βασικό εργαλείο το μοντάζ και με διάθεση να «βουτήξει» σ’ ένα καινούργιο σύμπαν (και φιλμική γλώσσα) για το ελληνικό σινεμά. Την βοηθά αυτός ο «ξένος» κόσμος των ηρωίδων της, που κατοικούν ανάμεσά μας, μα δεν τραβούν σχεδόν ποτέ την προσοχή μας…
Συγκράτησα μια δήλωση της Λαιμού από το δελτίο Τύπου της «Αγίας Έμυ»: «Υπάρχει μια ισχυρή, βαθιά πνευματική φιλιππινέζικη κοινότητα στην Αθήνα, που όμως παραμένει πολύ εσωστρεφής και μυστικοπαθής. Στη γειτονιά μου, στους Αμπελόκηπους, περπατούσα και άκουγα συναρπαστικές, εντελώς ξένες σε μένα, θρησκευτικές μελωδίες από τα υπόγεια. Καθώς άρχισα την έρευνά μου για την ταινία, επί χρόνια, τις Κυριακές, πήγαινα στις εκκλησίες της κοινότητας, τραγουδούσαμε και τρώγαμε μαζί, κι ένοιωθα πολύ ευπρόσδεκτη». Είναι ένα είδος «οδηγού» για το πώς η Λαιμού μπήκε σ’ αυτό το «κρυφό», παράλληλο σύμπαν της «διπλανής πόρτας», το πώς (προφανώς) ένιωσε ένα είδος μυστηριακής έλξης και κατάφερε να παντρέψει τη μυθοπλασία της με κάτι το ντοκιμαντερίστικα ρεαλιστικό, για να καταλήξει να μας προσκαλεί να βιώσουμε την αύρα ενός έργου… αταξινόμητου (θα τολμούσα να πω)!
Η Έμυ και η Τερέσα είναι δυο Φιλιππινέζες αδελφές που μεγαλώνουν μόνες, χωρίς την προστασία της μητέρας τους, εργάζονται σ’ ένα κατάστημα ψαρικών και προσπαθούν να ζήσουν την κανονικότητα μιας χώρας που τις αντιλαμβάνεται σαν ένα ακίνδυνο είδος «εξωτικού φρούτου». Ο Αργύρης, μεταφορέας του μαγαζιού, ξεπαρθενεύει την Τερέσα, που θα μείνει έγκυος και αναποφάσιστη για το τι θέλει να κάνει στο μέλλον, σαν σχέση και σαν μάνα. Τα κορίτσια ακολουθούν τις συνήθεις της μικρής τους κοινότητας, πηγαίνουν στην εκκλησία και σε χοροεσπερίδες των «δικών τους» ανθρώπων, παίρνουν συμβουλές από τη μητέρα τους μέσω διαδικτυακών κλήσεων και η Έμυ έχει τη περιέργεια να πιάσει δουλειά στο σπίτι μιας γηραιάς κυρίας στην Καστέλλα, η οποία ίσως μπορεί να την καθοδηγήσει στο να τιθασεύσει ή να ελέγξει δημιουργικά το… μαγικό της χάρισμα.
Μπλέκοντας θέματα ενηλικίωσης, σεξουαλικής συμπεριφοράς, μητρότητας, σχέσης αίματος, θεραπευτικών τελετουργιών και θρησκευτικής πίστης, η Λαιμού (σταδιακά) αγκαλιάζει με μια απερίγραπτη δύναμη το μεταφυσικό στοιχείο, το συμφιλιώνει με την πραγματικότητα, μας καλεί να το δούμε… κατάματα και να μην τρομάζουμε για την ύπαρξή του. Όπως η ηρωίδα της αναζητά την κοινωνική αποδοχή, η Λαιμού επιθυμεί την κατανόηση του θεατή, καθώς τον τοποθετεί απέναντι σ’ ένα εγχείρημα που φλερτάρει με το «άγνωστο» μιας αφηγηματικότητας όχι πρωτοφανούς, αλλά ανανεωτικά «διαφορετικής». Ευτυχώς, δίχως να κάνει «τουρισμό» στις ψυχές της Έμυ και της Τερέσα. Και αυτό είναι το πιο σεβαστό σχόλιο που μπορεί να κάνει κανείς για τούτο το (καλοδεχούμενο) σκηνοθετικό ντεμπούτο.