ΤΟΥ ΘΕΟΥ Η ΧΩΡΑ (2017)
(GOD'S OWN COUNTRY)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φράνσις Λι
- ΚΑΣΤ: Τζος Ο’Κόνορ, Άλεκ Σεκαρεάνου, Τζέμα Τζόουνς, Ίαν Χαρτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΤΡΙΑΝΟΝ
Νεαρός κτηνοτρόφος με ομοφυλοφιλική δραστηριότητα βλέπει στο πρόσωπο ενός Ρουμάνου μετανάστη και εποχικού εργάτη φάρμας στο Γιόρκσαϊρ τις προοπτικές ενός μόνιμου εραστή.
Ακολουθούμενο από τη φεστιβαλική φήμη ενός νέου (wannabe) «Brokeback Mountain», τούτο το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φράνσις Λι (με καταγωγή από τα μέρη όπου γυρίστηκε η ταινία) σίγουρα «κρύβει» αυτοβιογραφικά χαρακτηριστικά που θα έπρεπε να λειτουργούν υπέρ του, όμως το «Του Θεού η Χώρα» μαστίζεται από μια σειρά κοινοτοπιών που ακόμη και καλλιτεχνικά δεν κάνουν καλό ταίριασμα.
Διατηρώντας μια κάπως παλιομοδίτικη φόρμα ρεαλιστικής αφήγησης που παραπέμπει στα πρώτα βήματα του σινεμά του Κεν Λόουτς, το σενάριο (επίσης του Λι, φυσικά) παρατηρεί τη ρουτίνα της μοναχικής ζωής του Τζόνι, ενός αγοριού δίχως συναισθηματικό κόσμο ή ξεκάθαρες επιλογές για το μέλλον. Καταπιεσμένος από έναν άρρωστο πατέρα που του φορτώνει όλο και περισσότερα καθήκοντα στην οικογενειακή τους φάρμα, δεν βρίσκει κατανόηση στο σπίτι (με μοναδικό άλλο μέλος μια περιορισμένη στα οικοκυρικά γιαγιά) και ξεδίνει πίνοντας (μέχρι τελικής πτώσης) σε επαρχιακές pubs, ενώ σπανιότερα τον βλέπουμε να γαμάει άλλους νεαρούς που μάλλον δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ του. Το σεξ στη ζωή τού Τζόνι είναι αποκλειστικά μια σαρκική υπόθεση, έκφραση μιας σχεδόν «πρωτόγονης» ανάγκης που δεν ταυτίζεται απαραίτητα με σεξουαλικό προσανατολισμό. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ο ήρωας του φιλμ δείχνει με αυτές τις «καταχρήσεις» του μια απέχθεια προς τον ίδιο του τον εαυτό. Υπάρχει η ανάγκη, αλλά δεν υπάρχει η ταυτότητα, ο προορισμός.
Η άφιξη ενός Ρουμάνου μετανάστη, που αναλαμβάνει τη θέση του εποχικού εργάτη στη φάρμα, θα προκαλέσει στην αρχή κάποιες συγκρούσεις, καθώς ο πιο συνετός και έμπειρος με τα πρόβατα Γκεόργκι θα πάρει μαζί και τον ρόλο τού παιδιού που θα ήθελε να έχει κοντά της η οικογένεια του Τζόνι. Τα υπόλοιπα έρχονται στην ιστορία με τους πιο προβλέψιμους τρόπους. Ο φθόνος μετατρέπεται σε φιλία, συντροφικότητα, ο (βουκολικός) ερωτισμός γίνεται όλο και πιο διάχυτος και τα δύο αγόρια δεν αργούν να δοκιμάζουν όλο και περισσότερες στάσεις στο σεξ, απομονωμένοι σε αγρούς, βουνά και λόφους της βόρειας Αγγλίας, μακριά από το «κακό μάτι» της τοπικής κοινότητας.
Με λιγοστό διάλογο και έμφαση στην εικονογράφηση ενός περιβάλλοντος που δεν βοηθά να αναπτυχθεί το συναίσθημα, ο Λι δεν έχει παρά να πετά εμβόλιμα στο φιλμ τα διάφορα καθήκοντα που μοιράζονται τα δύο αγόρια, με τον θεατή να παρακολουθεί πώς γίνεται το τυρί, πώς ξεγεννάς ένα πρόβατο ή πώς το γδέρνεις για να πάρεις το μαλλί του. Από ένα σημείο και μετά, όμως, το νατουραλιστικό μπλέκει άκομψα με κάποιες δραματικές εξάρσεις στημένου μελοδραματισμού, που αφορούν τόσο το διαπροσωπικό των μελών της οικογένειας (με τον πατέρα να νοσηλεύεται κακήν κακώς, να διαφεύγει τον κίνδυνο, αλλά να επιστρέφει στη φάρμα ακόμη πιο ανήμπορος), όσο και στη σχέση των δύο αγοριών που πρέπει να ξεκαθαρίσουν αν (και τον τρόπο με τον οποίο) θα ζήσουν ως κανονικό ζευγάρι.
Σε όλο αυτό το τελευταίο μέρος, ο Λι καταφεύγει σε «ανατροπές» που μπορεί να φανταστεί ο οποιοσδήποτε, επιχειρώντας να παντρέψει το ρεαλιστικό ύφος της σκληρότητας του τόπου του μέσα σε ένα πλαίσιο γενναιότητας για το «queer cinema», που όμως, ταυτόχρονα, προκύπτει τόσο αφόρητα… ροζ, θυμίζοντας πια τα στερεότυπα σαπουνόπερας! Το φινάλε της ταινίας μπορεί να φανεί συγκινητικό σε νεαρά αγόρια που έχουν την ανάγκη μιας ώθησης θάρρους προς την επιλογή του «coming out», όμως, πέραν αυτών κάπου μπορεί να προκαλέσει και το γέλιο.