ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΠΑΝΟΣ: ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗ ΜΑΡΚΙΖΑ (2024)
- ΕΙΔΟΣ: Μουσικό Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άρης Δόριζας
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Το σύνολο της μουσικής καριέρας του συνθέτη Γιάννη Σπανού, μέσα από δικές του αφηγήσεις κι εξομολογήσεις, σχόλια συνεργατών του και τεράστιο αρχειακό υλικό που υπενθυμίζει σε όλους μας (ασχέτως γούστου ή σχέσης με το εγχώριο ρεπερτόριο) τη σπουδαιότητα του ταλέντου του.
Ο (και καλά) εξυπνακίστικος χαρακτηρισμός του «ΝΕΟΚΥΜΑντέρ» δεν αξίζει ούτε και ταιριάζει στη σοβαρότητα και τον όγκο της δουλειάς που φαίνεται πως έχει γίνει εδώ. Ουσιαστικά, μιλάμε για το καλύτερο ντοκιμαντέρ που έχει γίνει στην Ελλάδα για μουσικό καλλιτέχνη (συνθέτη, ερμηνευτή ή και συγκρότημα) και, προφανώς, σημαντικότατου για το genre ευρύτερα.
Το πρώτο μισό του «Πίσω απ’ τη Μαρκίζα» σε εκπλήσσει με τρόπο που δεν περιγράφεται. Διαθέτει σεναριακή δομή (σπάνιο φαινόμενο σε ελληνικό ντοκιμαντέρ), σεβαστό περιεχόμενο έρευνας σε μέγεθος που επίσης σπανίζει, τις πλέον καλαίσθητες ενθέσεις animated «βινιετών» με ευφάνταστα collage (συγχαρητήρια στην Ειρήνη Βιανέλλη) κι έναν Γιάννη Σπανό να μοιράζεται ιστορίες ζωής και να εξομολογείται δίχως λόγο ν’ απολογηθεί για οτιδήποτε, από τη γέννηση του δικού μας «νέου κύματος» μέχρι τα σουξέ που σάρωσαν τις πίστες των λαϊκών νυχτομάγαζων. Όλα αυτά με μια γραμμικότητα που σε παίρνει από το χέρι και σε ξεναγεί με συναρπαστικό τρόπο σε κάθε σταθμό της πορείας της μουσικής καριέρας του συνθέτη, επιτυγχάνοντας μια πραγματικά συγκινητική υπενθύμιση των αμέτρητων μελωδιών που έχει γράψει κι αγαπήθηκαν από τόσες γενιές (μέχρι σήμερα και παντοτινά). Και τα λέω εγώ αυτά, που ελάχιστη επαφή (ή ειδικότητα) έχω με το ελληνικό ρεπερτόριο!
Το δεύτερο μέρος του ντοκιμαντέρ του Άρη Δόριζα ξεκινά να εμφανίζει κάτι που (προσωπικά) με ενοχλεί: την ασυνέπεια. Τα ατού που προανέφερα σχεδόν χάνονται, το animation εξαφανίζεται (!) μυστηριωδώς και αδικαιολόγητα (λες και δεν υπήρχε budget ή χρόνος σ’ ένα κάποιο deadline ολοκλήρωσης του project, το οποίο, βέβαια, είναι ολοφάνερο πως περιέχει πολυετή εργασία), η χρονολογική γραμμικότητα της αφήγησης πάει… στον βρόντο για να δώσει τη θέση της (κυρίως) σε παραδείγματα τραγουδιστών που ερμήνευσαν τραγούδια του, μ’ ένα εμβόλιμα ξεχωριστό κεφάλαιο για τα soundtracks (τα οποία δεν αξιοποιούνται τόσο καλά σε διάρκεια χρόνου). Είναι σκηνοθετικά ελαττώματα που οφείλονται στην πρωτάρικη υπογραφή; Έπεσε τόσο «ξύλο» στο (καλό) μοντάζ και χάθηκε η «μπάλα»;
Συνολικά, στο σκηνοθετικό κομμάτι, απουσιάζει και μια αντίληψη ματιάς και αισθητικής στα πλάνα των «talking heads», με τους συνεντευξιαζόμενους να μιλάνε… όπου να’ ναι, βγάζοντας μια εικόνα που (αρκετά άδικα) αφαιρεί πόντους από μια δουλεία τόσο μεγάλου κόπου. Ναι, ΟΚ, σίγουρα δεν μπορείς να συγκεντρώσεις τόσους «καλεσμένους» σ’ ένα κάδρο ενιαίου φόντου, όμως, και το «κάτσε εκεί και γράφουμε…» οφείλει να έχει κάποια όρια.
Εάν διορθώνονταν αυτές οι κάποιες ατέλειες και το σενάριο κρατούσε μια συνέπεια καθ’ όλη τη διάρκεια του «Πίσω απ’ τη Μαρκίζα», θα μιλούσαμε για πρωτοφανές επίτευγμα κινηματογραφικού (το τονίζω, διότι μας έχει φάει η «τηλεοπτικίλα» και ο ερασιτεχνισμός σε τούτο το είδος, εδώ και πολλές δεκαετίες) ντοκιμαντέρ για τα ελληνικά δεδομένα. Ασχέτως μουσικής θεματολογίας! Πέρα από την αυστηρότητα, πάντως, μιλάμε για έργο σεβασμού προς τον Σπανό, το οποίο κατορθώνει να σέβεται και τον θεατή. Τώρα, ας ασχοληθεί κάποιος και με τον Μίμη Πλέσσα, με αντίστοιχη σοβαρότητα.