ΚΑΝΕ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΚΑΛΟ (2020)
(FIGLI)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζουζέπε Μπονίτο
- ΚΑΣΤ: Βαλέριο Μασταντρέα, Πάολα Κορτελέζι, Αντρέα Σαρτορέτι, Στέφανο Φρέζι, Τζιανφελίτσε Ιμπαράτο, Λουίζα Ντε Σάντις
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21 / DANAOS FILMS
Παντρεμένο ζευγάρι με παιδί πρόκειται ν’ αποκτήσει και δεύτερο. Σε ό,τι αφορά τα μωρά, όμως, ένα συν ένα δεν ισούται με δύο, αλλά με… έντεκα.
Ο Νικόλα και η Σάρα δείχνουν να είναι οι τυπικά ευτυχισμένοι γονείς. Έχουν μια εξάχρονη κόρη, η οποία δίνει το αληθινό νόημα στη ζωή τους, ενώ σε επαγγελματικό επίπεδο ο μεν πρώτος διαθέτει κατάστημα με είδη delicatessen, η δε δεύτερη διενεργεί ελέγχους εστιατορίων για λογαριασμό της υγειονομικής υπηρεσίας. Η χαλαρή, ρουτινιάρικη ζωή τους αναστατώνεται με την άφιξη του δεύτερου παιδιού τους. Αμφότεροι θα αντιληφθούν άμεσα πως ένα μωρό ακόμα δεν μεγεθύνει απαραίτητα την ευτυχία, αλλά… μάλλον την περιορίζει. Οι πρώτες ρωγμές του έγγαμου βίου τους αρχίζουν να εμφανίζονται, αφού η κόπωση – ως αποτέλεσμα της φροντίδας δύο παιδιών έναντι ενός – αρχίζει να τους ταλαιπωρεί, η ισορροπία ανάμεσα σε ελεύθερο χρόνο και υποχρεώσεις γέρνει επικίνδυνα προς τις δεύτερες, οι μέχρι πρότινος άγνωστες σ’ αυτούς συγκρούσεις γίνονται μέρος της καθημερινότητάς τους, ενώ ο συνδυασμός παππούδων, γιαγιάδων και απίθανων babysitter ολοκληρώνει το ψηφιδωτό της «Κόλασης» στην οποία τους έχει οδηγήσει (άθελά του) ο μικρός Πιέτρο.
Ο Μάριο Τόρε ήταν θεατρικός συγγραφέας, με παράλληλη παρουσία ως σεναριογράφος στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο, ο οποίος έγραψε το «Figli» σε ύφος μονολόγου, σκοπεύοντας να σκηνοθετήσει ο ίδιος τη μεταφορά του στην οθόνη, σε αυτό που θα αποτελούσε το τρίτο φιλμ της καριέρας του. Δεν πρόλαβε, καθώς έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι του 2019, με τον επί σειρά ετών συνεργάτη του, Τζουζέπε Μπονίτο, να αναλαμβάνει να δώσει σάρκα και ψυχή στο όραμα του φίλου του.
Η ταινία διηγείται με απλό και ανάλαφρο τρόπο τα άγχη και τις δυσκολίες που ένα οποιοδήποτε ζευγάρι αντιμετωπίζει στη ζωή του. Η έλευση του δεύτερου παιδιού ασφαλώς και δυσκολεύει τα πράγματα για τον Νικόλα και τη Σάρα, όμως αρκετά από αυτά που τραβάνε καθημερινά, ούτως ή άλλως, κάπως έτσι θα ήταν για εκείνους. Οι οικονομικές δυσκολίες, οι βαρετές κοινωνικές επισκέψεις και οι διάφοροι φίλοι (που ο καθένας λέει το μακρύ και το κοντό του) είναι θέματα που δεν χρειάζεται να είσαι γονιός για να τα αντιμετωπίσεις. Όταν, όμως, κάθε τρεις και λίγο το μωρό κλαίει (έστω υπό τους ήχους του… Μπετόβεν, σε ένα έξυπνα επαναλαμβανόμενο εύρημα του φιλμ), με αποτέλεσμα η αϋπνία να χτυπάει κόκκινο και οι πάσης φύσεως καβγάδες κάνουν το παράθυρο του σπιτιού να μοιάζει σαν τη μόνη οδό διαφυγής (σε ένα όχι τόσο έξυπνο «σουρεάλ» και επαναλαμβανόμενο εύρημα), τότε η ευτυχία που τα παιδιά λέγεται πως φέρνουν πράγματι κάπου παύει να υφίσταται.
Ο σκηνοθέτης Τζουζέπε Μπονίτο υιοθετεί έναν ενίοτε σαρκαστικό τόνο, που ενώ λειτουργεί στην περιγραφή της καθημερινότητας του παντρεμένου ζεύγους (όπως, λόγου χάρη, στην μετά από μήνες πρώτη τους βραδινή έξοδο), όταν διατηρεί αυτούσια (κατά τα φαινόμενα, τουλάχιστον) κάποια από τα μέρη της αρχικής πηγής του θεατρικού μονολόγου, καταφεύγει σε απλοϊκού τύπου τσιτάτα. Η κατηγοριοποίηση των διαφόρων ιταλικών ζευγαριών έχει κάτι από τη σχηματικότητα του παρεμφερούς θεατρικού «Caveman», καθώς επιχειρεί να ρίξει φως στις έννοιες της ανατροφής των παιδιών και της οικογένειας, χαντακώνοντας παράλληλα με άγαρμπο τρόπο την σε γενικές γραμμές στρωτή, λαϊκού τύπου αφήγηση. Η ένθεση των σουρεαλιστικών στοιχείων στο στόρι (θα) ήθελε ενδεχομένως να υπογραμμίσει πως η παραμορφωμένη πραγματικότητα ενίοτε στέκει προτιμότερη από τον… βαρετό ρεαλισμό (όπως στη φάση με την «ανύπαρκτη» νταντά), πλην όμως κάπου φαίνεται πως το πεδίο δράσης του φιλμ δεν ήταν το κατάλληλο για τέτοιου είδους πειράματα. Το «Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό» (άστοχος ο ελληνικός τίτλος, καθώς ατυχώς παραπέμπει σε φαρσοκωμωδία) είναι αξιοπρεπέστατο σε ό,τι αφορά την εξιστόρηση της ζωής ενός αληθινού ζευγαριού της διπλανής πόρτας (διαθέτοντας κάποιες σκόρπιες χιουμοριστικές πινελιές, έστω), όμως ό,τι δεν έχει να κάνει με αυτού του τύπου την αφήγηση, δεν λειτουργεί.