ΟΤΑΝ ΘΕΛΟΥΝ ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ (2011)
(ET MAINTENANT ON VA OÙ?)
- ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ναντίν Λαμπάκι
- ΚΑΣΤ: Ναντίν Λαμπάκι, Λέιλα Χακίμ, Ιβόν Μααλούφ, Αντοανέτ Νουφαϊλί
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Σε ένα αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο απροσδιόριστο χωριό, όπου τα νέα από τις γειτονικές πολεμικές συγκρούσεις έρχονται με το σταγονόμετρο, ο γυναικείος πληθυσμός προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει την εύθραυστη ισορροπία μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, που απειλεί να καταστρέψει την καθημερινότητά τους. Πού και πού, λέει κι ένα τραγούδι.
Ας ξεκινήσω λέγοντας ότι βλέπω εξαρχής αρνητικά κάθε ταινία που καταλαβαίνω ότι προσπαθεί να κουνήσει το δάχτυλο μπροστά μου, να μου δώσει συμβουλές για να γίνω καλύτερος άνθρωπος ή να μου πει πόσο κακό πράγμα είναι ο πόλεμος. Προτιμώ αυτό να γίνεται πιο διακριτικά, να είναι απόρροια της ιστορίας και όχι κάποιο βεβιασμένο μήνυμα που πρέπει να είναι τόσο ευδιάκριτο, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ότι θα το αγνοήσω.
Το «Μόνο οι Γυναίκες Ξέρουν» είναι μια ταινία που από την υπόθεση κινδυνεύει να πέσει σε μια τέτοια παγίδα. Υπάρχει ο πόλεμος, υπάρχουν και οι θρησκευτικές διαφορές, υπάρχουν γενικά όλα τα στοιχεία που θα εμπνεύσουν μια ιστορία τύπου «όλοι άνθρωποι είμαστε, σταματήστε τις διαμάχες». Αυτό, όμως, που την κάνει να διαφέρει είναι το γεγονός ότι αποφασίζει να μη δει τα πράγματα από τη σοβαρή πλευρά τους αλλά να πει μια πιο ανάλαφρη ιστορία, καταφέρνοντας να περάσει περισσότερο πετυχημένα το μήνυμά της.
Ήδη από την πρώτη σκηνή, ο θεατής καταλαβαίνει ότι το φιλμ δε θα ακολουθήσει την προφανή οδό. Καθώς μια ομάδα γυναικών κατευθύνεται προς το νεκροταφείο και πριν χωριστεί σε δύο κομμάτια, ένα που κατευθύνεται προς τους χριστιανικούς τάφους και ένα προς τους μουσουλμανικούς, η πορεία της είναι χορογραφημένη, σαν ένα παράδοξο, μουσικό σχήμα. Αργότερα, η ταινία δε θα διστάσει να αγκαλιάσει τελείως τη «μιούζικαλ» διάθεσή της, με μουσικά ιντερλούδια να ελαφραίνουν το δράμα και κωμικές ενέσεις να μην αφήνουν το φιλμ να γίνει πομπώδες, παρά το έντονο… κουλέρ λοκάλ και το άφθονο φολκλόρ.
Η σκηνοθέτις και ηθοποιός Ναντίν Λαμπάκι το καταφέρνει αυτό στη μεγαλύτερη διάρκεια του φιλμ, παρουσιάζοντας μια ιστορία που δε γίνεται ποτέ σοβαροφανής και προκαλεί, αρκετές φορές μάλιστα, το αβίαστο γέλιο. Οι συνεχείς προσπάθειες των φιλειρηνικών γυναικών και τα παράτολμα (και γελοία πολλές φορές) σχέδιά τους για να αποτρέψουν τις συγκρούσεις μεταξύ των πιο ευέξαπτων αρσενικών κατοίκων λειτουργούν τις περισσότερες φορές ικανά ως κωμικός αντιπερισπασμός που δίνει μια επιθυμητή ισορροπία στην ταινία.
Δεν είναι, όμως, και όλα ρόδινα, καθώς πολλές σκηνές πηγαίνουν και στο άλλο άκρο, θυμίζοντας στιγμιαία φάρσα και κάνοντας άτσαλη τη μετάβαση από το δράμα στην κωμωδία. Όταν το κλίμα βαραίνει απότομα, αυτό λειτουργεί περισσότερο αποπροσανατολιστικά παρά σοκαριστικά και δεν έχει τον αντίκτυπο που θα ήθελε η δημιουργός. Κανείς δεν μπορεί, όμως, να την κατηγορήσει ότι δε δοκίμασε κάτι διαφορετικό και ότι δεν προσπάθησε να πει μια ιστορία που έχει απασχολήσει πολύ τους συντοπίτες συναδέλφους της (η ίδια είναι από το Λίβανο) με πρωτότυπο τρόπο, δίνοντας ξεκάθαρο λόγο ύπαρξης στο πόνημά της.
Το γιατί βέβαια η ταινία έρχεται τόσο καθυστερημένα στις ελληνικές αίθουσες είναι ένα άλλο θέμα, όμως, η διαχρονική της φύση βοηθά να το παραβλέψει κανείς αυτό. Δεν ξέρω αν όντως το μέλλον της παγκόσμιας ειρήνης βρίσκεται όντως στα χέρια των γυναικών, όμως, είναι ευχάριστο να εμφανίζονται σκηνοθέτες που έχουν τη διάθεση να προσδώσουν έναν διαφορετικό τόνο σε ένα κοινότυπο θέμα. Κι ας παραπατούν λίγο στην διαδρομή.