ΠΕΡΙΠΟΛΙΑ (2012)
(END OF WATCH)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Έιγερ
- ΚΑΣΤ: Τζέικ Τζίλενχολ, Μάικλ Πένια, Άννα Κέντρικ, Νάταλι Μαρτίνεζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AUDIO VISUAL
Νεαρός αστυνομικός καταγράφει κάθε στιγμή της επαγγελματικής (και όχι μόνο) καθημερινότητάς του στους επικίνδυνους δρόμους του Λος Άντζελες, καθώς και κάθε πτυχή της σχέσης του με τον συνεργάτη και καρδιακό του φίλο.
Στην αρχή, όταν βλέπεις ότι βλέπει η κάμερα ενός περιπολικού, υπό τον ήχο off camera λογυδρίου για το τι εστί νόμος και τι αστυνομικός, νομίζεις ότι είσαι αντιμέτωπος με video game καταδίωξης. Μετά, όταν οι δύο αστυνομικοί βγαίνουν από το όχημά τους και αναλαμβάνουν δράση, έχεις την αίσθηση πως παρακολουθείς αυτοσχέδιο, homemade HD video. Και αυτό δεν είναι κακό, αφού τούτο ακριβώς υποτίθεται πως είναι η ταινία: το χειροποίητο, προσωπικό video ημερολόγιο ενός ακόμα φρέσκου, με άγνοια κινδύνου, και δη ιδεαλιστή αστυνομικού, γυρισμένο με μια χούφτα ευέλικτες κάμερες και μικροκάμερες τελευταίας τεχνολογίας. Καθώς όλες αυτές είναι είτε κρατημένες στο χέρι, είτε καρφιτσωμένες στα πουκάμισα του πρωταγωνιστικού, αστυνομικού ντουέτου, το αποτέλεσμα είναι μια συνέχεια από (άψογα μονταρισμένες βέβαια) ακατέργαστες, ωμές, σφόδρα κουνημένες εικόνες, τραβηγμένες από κάθε πιθανή και απίθανη γωνία λήψης.
Αν είσαι εξοικειωμένος (και αν παίζεις στα δάχτυλα το smartphone, το tablet, ή την ψηφιακή φωτογραφική μηχανή σου, ήδη είσαι) με τέτοιου είδους «φτιάχ’ τες μόνος σου», άμεσες εικόνες, θα συνηθίσεις γρήγορα το θέαμα. Ίσως ακόμα και να ξεχάσεις πως παρακολουθείς ταινία μυθοπλασίας. Αν, αντίθετα, ανήκεις σε μια πιο… κλασική, περισσότερο ή λιγότερο τεχνολογικά αγράμματη γενιά θεατών, μπορεί και να πέσεις στα πατώματα από τη ζαλάδα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, ο ασυμβίβαστος ρεαλισμός τούτου του τέταρτου σκηνοθετικού πονήματος του – ανατόμου της ποικιλότροπης, αλλά χαρακτηριστικής βίας της πιο φημισμένης μεγαλούπολης της αμερικανικής Δύσης – Έιγερ (σεναριογράφου του «Μέρα Εκπαίδευσης») πληγώνεται ανεπανόρθωτα όποτε, συχνά πυκνά, στο κάδρο μπαίνει σφήνα, σε πρώτο πλάνο, το όπλο κάποιου πρωταγωνιστή και καθοδηγεί, σταθερά, το βλέμμα. Οι νέοι θα νιώσουν πως παίζουν εκ περιτροπής «Doom» ή «Half Life2» ή κάποιο άλλο, ανάλογης λογικής video game και θα αρχίσουν να αναζητούν control να μάθουν τι άλλα όπλα διαθέτουν, πόσες σφαίρες τους περισσεύουν και πόσες ζωές έχουν ακόμα. Οι παλιοί ή που θα μπορούν να ανοίγουν τα μάτια τους για μερικά δεύτερα, ή που (αν έχουν γλιτώσει τη ζαλάδα) θα σκουντούν την παραζαλισμένη παρέα τους, για να την ειδοποιούν πότε είναι ασφαλές να ανοίξουν τα μάτια.
Είναι πραγματικά απορίας άξια η εν λόγω, παραλίγο εγκληματική σκηνοθετική επιλογή, ιδιαίτερα στην εξαιρετικά δραματική, τελική αναμέτρηση και ενώ έχει ήδη αποδειχθεί τραγικά αποτυχημένο πείραμα ακόμα και σε ταινίες βασισμένες σε video games (θυμάσαι το εξωφρενικά ανεκδιήγητο τελευταίο εικοσάλεπτο του έτσι κι αλλιώς ανεκδιήγητου «Doom», καλή ώρα;). Τι να πω; Κανείς δεν είναι τέλειος. Και αυτή η «Περιπολία» διαθέτει αιχμηρή ειλικρίνεια τόσο στους απτούς, διττούς, ανθρώπινους χαρακτήρες (και ουχί ήρωές) της, όσο και στις ερμηνείες σύσσωμων των ηθοποιών της. Σε τέτοιο βαθμό που μπορεί και να κάνεις τα στραβά μάτια στις αδυναμίες της. Εξάλλου, ούτε αγιοποιεί την αμερικανική αστυνομία, το FBI ή τους λειτουργούς τους, ούτε εκβιάζει κάποιου είδους happy end. Ωστόσο, αναπάντεχα, επιλέγει να βάλει τελεία όχι με τα δάκρυα του πόνου της απώλειας. Αλλά με τα δάκρυα των τρανταχτών γέλιων της χαράς. Που γεννιέται από το τίποτα. Αιφνίδια. Σε μια μικρή, απλή στιγμή ρουτίνας. Και είναι αυτή που μας λυτρώνει και μας δένει για πάντα με το συνάνθρωπο. Το φίλο. Που όσο ζει στη μνήμη και στη καρδιά μας, δεν πεθαίνει. Ποτέ.