FreeCinema

Follow us

Ο ΝΕΚΡΟΣ (1995)

(DEAD MAN)

  • ΕΙΔΟΣ: Γουέστερν
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζιμ Τζάρμους
  • ΚΑΣΤ: Τζόνι Ντεπ, Γκάρι Φάρμερ, Λανς Χένρικσεν, Ίγκι Ποπ, Ρόμπερτ Μίτσαμ, Τζον Χερτ, Τζάρεντ Χάρις, Μάικλ Γουίνκοτ, Κρίσπιν Γκλάβερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 121'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Ένας λογιστάκος που αναζητά εργασία σε άγνωστη και βίαιη πόλη του Φαρ Ουέστ, καταλήγει «νεκρός» ύστερα από ανταλλαγή πυροβολισμών με ζηλόφθονα άνδρα, ο οποίος τυγχάνει υιός του αφεντικού της δουλειάς που έχασε… από καθυστέρηση. Ο τελευταίος βάζει κεφαλοκυνηγούς να τον καταδιώξουν και ένας Ινδιάνος με το όνομα… Κανένας θα τον βοηθήσει να φτάσει… στον άλλο κόσμο;

Στο τέλος της πρώτης προβολής του «Νεκρού», στις Κάννες του ’95, γιούχαρα με όση δύναμη είχα. Δεν το είδα ποτέ ξανά και δεν θα το τολμούσα αν δεν προέκυπτε τούτη η επανέκδοση (δηλαδή, έγινε «κλασικό»;). Θεωρώντας ότι είναι τίμια μια επαναληπτική θέαση (ακόμη και για το «refresh» της υπόθεσης), ώστε να γράψω για το πώς είδα το φιλμ σήμερα, έκανα πολλαπλές απόπειρες οι οποίες στέφονταν με την ίδια… αποτυχία: με πήρε ο ύπνος τουλάχιστον τρεις φορές! Άρα, αυτό που ακολουθεί δεν δύναται να είναι μια κανονική κριτική.

Πολλοί σκηνοθέτες, όταν η… φεστιβαλική καταξίωση τους «ανοίξει τα μυαλά», επιχειρούν να κάνουν ένα έργο μάλλον πιο υπερβατικό, φιλόδοξο, λίγο πολύ… «τρελούτσικο», το οποίο ίσως τους αναγάγει σε «δημιουργούς», πρωτίστως με τις ευλογίες της κριτικής και, Θεού θέλοντος, και με κανένα βραβείο ολιγομελούς, τυχάρπαστης κριτικής επιτροπής, είτε σε Κάννες είτε σε Βενετία (πιο κάτω είναι κομμάτι «ντέκα» η διάκριση…). Μια τέτοια περίπτωση είναι για τον Τζιμ Τζάρμους ο «Νεκρός» (θα ονομάτιζα και άλλα έργα, όπως ο «Μπάρτον Φινκ» για τους αδελφούς Κοέν, για παράδειγμα, αλλά δεν έχω διάθεση για επιπλέον τσακωμούς). Υπό ένα φυσιολογικό πρίσμα οπτικής, αυτά τα έργα εμπεριέχουν μια ενδεχόμενη διάθεση αυτο-παρωδίας, με τη διαφορά ότι κανείς δεν θα κάτσει να το παραδεχτεί δημοσίως αυτό. Έτσι, απορρίπτοντας το σενάριο που λέει ότι ο βασικός σκοπός της παραγωγής μιας ταινίας όπως ο «Νεκρός» είναι η «πλάκα» (με την κακή έννοια, φυσικά), προσπαθούμε… να κρατήσουμε την ψυχραιμία μας! Διότι θέλει μεγάλα αποθέματα ψυχραιμίας για να αντέξεις τούτο το πράγμα (ο μακαρίτης ο Ρότζερ Ίμπερτ είχε πει ότι λιγότερο είχε βασανιστεί σε διήμερο ταξίδι, σε τρένο χωρίς air-conditioning, διασχίζοντας την έρημο Καλαχάρι, απ’ ότι παρακολουθώντας την εναρκτήρια σεκάνς του «Νεκρού»!).

Με τον Τζάρμους σε μάλλον στείρα έμπνευση εκείνη την περίοδο, μετά το μέτριας αποδοχής σπονδυλωτό «Μια Νύχτα στον Κόσμο» (1991), και έχοντας περάσει σχεδόν μια τετραετία με μόνο δείγμα δουλειάς του ένα από τα shorts της σειράς «Coffee and Cigarettes», ξεπετάγεται εντελώς απότομα τούτο το μαυρόασπρο αντι-γουέστερν – βουτιά σε έναν πιο «spiritual» κόσμο, που στο χωριό μου θα αποκαλούσαν περισσότερο ωμά «μαστούρα». Σκηνές χωρίς σημασία ή την παραμικρή αλληλουχία, διάλογοι «ποιητικής» ελευθερίας, πληθώρα από φιγούρες (και ουχί ρόλοι) που πλάθουν cult μορφές του σινεμά ή της μουσικής, συνθέτουν ένα δήθεν «παγανιστικό» μεθύσι, στην πορεία του κεντρικού ήρωα προς έναν αλληγορικό (;) θάνατο που έρχεται να τον πάρει σε μορφή κατάβασης ενός ποταμού (Αχέροντα, καλή ώρα…). Όλα αυτά συνοδεία… γρατζουνισμάτων του Νιλ Γιανγκ σε ηλεκτρικές κιθάρες, στο μάλλον πιο οδυνηρό άκουσμα ηχητικής μπάντας για ταινία που, με υπερβολικό θράσος, αυτοαποκαλέστηκε «soundtrack». Στην Ιστορία του σινεμά. Ναι, δεν θυμάμαι κάτι πιο ενοχλητικό.

Θα μπορούσα να δεχτώ την ύπαρξη αυτού του φιλμ αν ο Τζάρμους προσπαθούσε να αφηγηθεί μια διαολεμένη ιστορία, αποδομώντας κάπως το genre με το οποίο καταπιάνεται εδώ. Πώς να το θέσω αλλιώς; Περισσότερο σεβασμό και συμπάθεια τρέφω προς τον Άλεξ Κοξ και την punk-ικη «ιεροσυλία» του στο «Straight to Hell» (1987), παρά για τούτο το αργό κι αλύτρωτο βασανιστήριο που, ειλικρινά άνευ λόγου, επιστρέφει σε επανέκδοση από την ελληνική διανομή. Αν η περιέργεια σε οδηγήσει προς το μέρος τού «Νεκρού», τουλάχιστον ρώτα τον πλησιέστερο θεατή εντός της αιθούσης αν… ροχαλίζει ηχηρά! Θα με ευγνωμονείς.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι.


MORE REVIEWS

ΧΙΟΝΑΤΗ

Αφού έχει αποφύγει τη θανάτωση, η Χιονάτη κρύβεται στο δάσος και βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι επτά… νάνων, οι οποίοι θα τη φροντίσουν μέχρι να αποφασίσει να διεκδικήσει και να απελευθερώσει το χαμένο της βασίλειο από τη σατανική μητριά της.

WISHBONE

Σεκιουριτάς νοσοκομείου σε άθλια οικονομική κατάσταση, με κίνδυνο να χαθεί το σπίτι της μάνας του λόγω χρεών στην τράπεζα, βλέπει τον αδελφό του να «φεύγει» άδικα από ξαφνικό ανεύρυσμα και επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο αναλαμβάνοντας την κηδεμονία της ανήλικης ανιψιάς του. Η πρόταση ενός τραυματιοφορέα για συμμετοχή σε κομπίνες δικαστικών αποζημιώσεων θα φέρει καλύτερες μέρες;

ΝΟΒΟΚΑΪΝΗ

Υποδιευθυντής τραπέζης βλέπει την υπάλληλο με την οποία είναι κρυφά ερωτευμένος να πιάνεται όμηρος ληστών και κάνει τα πάντα για να την εντοπίσει και να την ελευθερώσει. Βασικό (και μοναδικό) του ατού; Δεν μπορεί να νιώσει σωματικό πόνο!

ΣΕ ΜΙΑ ΑΓΝΩΣΤΗ ΧΩΡΑ

Έχοντας ξεμείνει στην Αθήνα δίχως χρήματα και χαρτιά, και με όνειρο τη φυγή για Γερμανία, δύο πρόσφυγες από την Παλαιστίνη καταφεύγουν σε άκρως ριψοκίνδυνη λύση, προκειμένου να βγάλουν πλαστά διαβατήρια για τη «Γη της Επαγγελίας».

LOCKED

Μικροκακοποιός μπουκάρει σε χλιδάτο κι αφύλαχτο SUV και δεν βρίσκει τρόπο να βγει απ’ αυτό, ανυποψίαστος ότι επρόκειτο για… θανάσιμη παγίδα!