ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΝΤΑΛΒΑ (2023)
(DALVA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Εμανουέλ Νικό
- ΚΑΣΤ: Ζελντά Σαμσόν, Αλεξί Μαναντί, Μαρί Ντεναρνό, Μπαμπετιντά Σαντζό, Σαντρίν Μπλανκέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 83'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Η δωδεκάχρονη Νταλβά τίθεται υπό την προστασία των βελγικών κοινωνικών υπηρεσιών. Δεν μπορεί να καταλάβει τον λόγο, διότι δεν δύναται ν’ αντιληφθεί την σεξουαλικά κακοποιητική συμπεριφορά του πατέρα της απέναντί της.
Μία από τις αγαπημένες μου επισημάνσεις του Ηλία Φραγκούλη για ταινίες που με τρόπο αμφίβολο άπτονται ψυχολογικών θεμάτων της παιδικής ηλικίας, είναι το πόσο θα ταίριαζαν γάντι στην παλιά εκείνη εκπομπή της ΕΡΤ… «Μια Ταινία, Μια Συζήτηση». Ακριβώς τέτοια περίπτωση αποτελεί τούτη η «Νταλβά», με την κουβέντα της… στρογγυλής τραπέζης να οφείλει πλέον να επεκταθεί πέραν της ανάλυσης της υπόθεσης του έργου και στη χώρα παραγωγής του φιλμ. Για ποιο λόγο το βελγικό φεστιβαλικό / art-house κύκλωμα μοιάζει να γυρίζει μόνο τέτοιου είδους φιλμ; Ένας καλοπροαίρετος κριτής θα έλεγε (ίσως) πως η εξερεύνηση της θεματολογίας αυτού του τύπου βρίσκεται στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος της βελγικής κοινωνίας. Ένας λιγότερο καλοπροαίρετος θα ισχυριζόταν πως το σινεμά των αδελφών Νταρντέν δημιούργησε στη χώρα κανονική φάμπρικα, η οποία όσο μαζεύει τα φεστιβαλικά βραβεία με το κιλό δεν θα σβήνει τις μηχανές της για κανέναν λόγο. Έπειτα, λοιπόν, από τον Λούκας Ντοντ (των ταινιών «Κορίτσι» και «Close»), ας υποδεχτούμε την πρωτοεμφανιζόμενη σε μεγάλου μήκους Εμανουέλ Νικό.
Με το ξεκίνημα, συναντάμε τη μικρή Νταλβά, όταν η Αστυνομία εισβάλει στο σπίτι που κατοικεί μαζί με τον πατέρα της. Καθώς οι αστυνομικοί τον συλλαμβάνουν, δεν τον φωνάζει «μπαμπά» αλλά… Ζακ, δημιουργώντας την πρώτη υποψία πως κάτι δεν πηγαίνει καλά. Αφού εξετάζεται για πιθανά στοιχεία σεξουαλικής κακοποίησης, η Νταλβά μεταφέρεται σε κέντρο προστασίας ανηλίκων. Φαίνεται πως ο πατέρας της την απήγαγε σε ηλικία πέντε ετών, κρατώντας την έκτοτε φυλακισμένη στο σπίτι, παραδίδοντάς της μαθήματα κατ’ οίκον, αλλάζοντας επανειλημμένα διεύθυνση κατοικίας και (φυσικά) βιάζοντάς την επανειλημμένα. Αυτό, όμως, που για τους πάντες αποτελεί αιμομιξία, βιασμό και κακοποίηση, για την Νταλβά είναι… αγάπη και συναίσθημα! Αυτά της έλεγε ο Ζακ, αυτά καταλάβαινε. Ντυμένη και χτενισμένη με τρόπο που θα ταίριαζε σε ώριμη γυναίκα και όχι σε δεκάχρονη, η Νταλβά αδυνατεί ν’ αντιληφθεί τον λόγο για τον οποίο έχει βρεθεί να «συζεί» με προβληματικά, συνομήλικά της παιδιά, αλλά και την αιτία για την οποία ο Ζακ έχει βρεθεί πίσω από τα κάγκελα. Η εξωστρεφής και άκρως συνειδητοποιημένη συγκάτοικός της, μαζί με τον έμπειρο κοινωνικό λειτουργό που χειρίζεται την υπόθεσή της, αναλαμβάνουν να την προσαρμόσουν στην αληθινή ζωή, όπως αυτή θα έπρεπε να είναι για ένα κορίτσι της ηλικίας της.
Όσα αφήνονται να εννοηθούν πως έχουν προηγηθεί στο έργο, παραπέμπουν στο περιβάλλον ενός… «Κυνόδοντα» (2009). Το δωδεκάχρονο κοριτσάκι αντιλαμβάνεται τις έννοιες του έρωτα και της αγάπης με τον τρόπο που τις έχει μεταδώσει ο πατέρας της, αφού ποτέ του δεν έμαθε κάτι περισσότερο. Όσα, όμως, καταγράφονται στην κάμερα ακολουθούν το νατουραλιστικό πλαίσιο που πρεσβεύει ως σήμα κατατεθέν η πρόσφατη φιλμογραφία αυτού του «είδους» (σε academy ratio, ασφαλώς…), δίχως φαντασία καμιά, παρά ασφυκτιώντας στην αέναη γραμμή παραγωγής της… «φάμπρικας».
Μπορεί η προσέγγιση της Νικό σχετικά με την ψυχοσύνθεση των ανήλικων θυμάτων τέτοιων καταστάσεων να είναι εμπεριστατωμένη (ειδικά ως προς την σθεναρή υπεράσπιση του θύτη από το θύμα του), εν τούτοις, τα υπόλοιπα δείχνουν είτε σχηματοποιημένα είτε (απλά) δυσάρεστα. Η ψυχολογική υποστήριξη της Νταλβά, αναλώνεται σε πυροτεχνήματα αναμμένα από τη μητέρα της και τον κοινωνικό λειτουργό της, τονίζοντας το «προκάτ» του σεναρίου, η δε σκηνοθετική επιμονή στην ανάδειξη της θηλυκής πλευράς της μικρής (με έμφαση σε close-up έντονου μακιγιάζ και δαντελένιου ντυσίματος), δημιουργούν ατυχέστατους και δυσάρεστους συνειρμούς… Λολίτας. Ευτυχώς, η Νικό δεν το τραβάει το θέμα (πόσο άβολη η σκηνή που η πιτσιρίκα γέρνει στον ώμο του αυστηρού λειτουργού της, Τζέιντεν), όμως, το κλείνει άρον-άρον εντός δικαστικής αιθούσης, τακτοποιώντας τα πάντα όμορφα και κυρίως… απλοϊκά. Τόσο, που δεν υπήρχε και κανένας σπουδαίος λόγος να προηγηθούν τα όσα έγιναν!