CLOSE (2022)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λούκας Ντοντ
- ΚΑΣΤ: Εντέν Νταμπρίν, Γκουστάβ Ντε Γουάλ, Εμιλί Ντεκέν, Λεά Ντρουκέρ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Η «αδελφική» φιλία του Λεό και του Ρεμί γίνεται έντονο αντικείμενο σχολιασμού από τους συμμαθητές τους με το που εισέρχονται στην πρώτη τους γυμνασιακή τάξη του σχολείου. Ο προσβεβλημένος Λεό θ’ αρχίσει ν’ αποφεύγει τις στενές τους επαφές, με τον Ρεμί ν’ αντιδρά εντελώς ανεξέλεγκτα.
Μετά το αρρωστημένα ενοχλητικό «Κορίτσι» (2018), οι θεματικοί προσανατολισμοί στο σινεμά του Βέλγου Λούκας Ντοντ γίνονται πλέον προφανείς. Και δεν είναι καθόλου αγνοί. Διαθέτει ταλέντο τούτος ο νεαρός σκηνοθέτης, όμως, η εμμονή του (δύο στα δύο, πια!) σε ζητήματα σεξουαλικότητας και ταυτότητας φύλου, συντονισμένη με μια διαχείριση αφήγησης που φλερτάρει έντονα με το shock value ή τον μελοδραματισμό, «ευνουχίζει» το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα. Με το «Close», λοιπόν, μαρτυρά το πόσο σκόπιμα γίνονται όλα αυτά στη δραματουργία του. Και ποσώς τον ενδιαφέρει εάν θα τον κατακρίνουν για τη στάση του, καθώς έχει πιάσει για τα καλά το νόημα της εποχής μας, της φεστιβαλικής αποδοχής, του media-κού hype και της όποιας «ορθότητας».
Άνευ ορίων χειριστικός, ο Ντοντ έχει μελετήσει το παραμικρό σε ότι αφορά στην εικόνα, ξεκινώντας από το casting των δύο αγοριών (για να μη μιλήσω για την Εμιλί Ντεκέν της πάλαι ποτέ νταρντενικής «Rosetta», εδώ σε ρόλο μάνας…). Πριν καν συνειδητοποιήσεις τι ακριβώς παρακολουθείς (ειδικά εάν δεν είναι καθόλου έτοιμος ή ενημερωμένος για τα δρώμενα), το σχεδόν «θηλυπρεπές» παρουσιαστικό του Λεό (Εντέν Νταμπρίν) κάνει έντονη κόντρα με το πιο αγορίστικο look του Ρεμί (Γκουστάβ Ντε Γουάλ), δίνοντας την εντύπωση που (θα) έχουν και οι συμμαθητές τους στο σχολείο, με το που τους αντικρίζουν μαζί: ότι πρόκειται για ένα gay ζευγάρι ανηλίκων. Ο Ντοντ ωθεί (και) τον θεατή στο ίδιο σκεπτικό. Μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο του φιλμ, η απεικόνιση των δύο αγοριών που κοιμούνται κολλητά, στο ίδιο κρεβάτι, δεν αποσκοπεί μονάχα στο να μας μεταδώσει ένα αίσθημα τρυφερότητας, αλλά στο να μας παραπλανήσει ύπουλα για το πόσο… «Κοντά» βρίσκονται ο Λεό και ο Ρεμί.
Μέσα στο κλίμα της καταγγελτικής «μόδας» του bullying, η σεξουαλικότητα των δύο αγοριών αμφισβητείται από τα παιδιά του Γυμνασίου, τα οποία αποκτούν μια διαφορετική παρατηρητικότητα στο συμπεριφορικό (λόγω ηλικίας), με τον Λεό να δείχνει ενοχλημένος (αντίθετα από την πιθανή πρόβλεψη ότι θα έχει θιγεί περισσότερο ο πιο «ανδροπρεπής» Ρεμί, δηλαδή) και ν’ απομακρύνεται διακριτικά και σταδιακά από τον κολλητό του φίλο, φτάνοντας στο σημείο να γίνει μέλος της σχολικής ομάδας του ice hockey, ως απόπειρα απόδειξης της αρρενωπότητάς του. Ο Ρεμί θα δείξει ταπεινωμένος και θα αντιδράσει βίαια, μπροστά στο ανεξήγητο της απόστασης που (στα ξαφνικά) κρατά απέναντί του ο Λεό.
Αυτό το πρώτο σαραντάλεπτο του «Close» μας παρουσιάζει τον Ντοντ που γνωρίσαμε στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο (με την κακή έννοια). Ανησυχούσα πραγματικά για το τι θ’ ακολουθήσει και ένα έντονα δραματικό ξέσπασμα έρχεται ν’ αναποδογυρίσει όλο το έργο, για να δώσει τη θέση του σ’ ένα «δεύτερο μέρος», στο οποίο ο σκηνοθέτης (και σεναριογράφος) αλλάζει εντελώς ρότα και οδηγεί το φιλμ σε κάτι το αμήχανα νωχελικό, λες και μετανοεί για το μέχρι στιγμής πλησίασμα των χαρακτήρων του Λεό και του Ρεμί. Εδώ οι ευκολίες του μελοδραματισμού χτυπάνε ακατάπαυστα τον θεατή, εκβιάζοντας τη συγκινησιακή φόρτιση με το παραμικρό. Εάν ο Ντοντ κρατούσε νωρίτερα μια «ντουντούκα», για τη συνέχεια έχει αποφασίσει να βάλει «σιγαστήρα» στην προσέγγιση των χαρακτήρων του και ξεκάθαρα απαιτεί το κλάμα ως αντίδραση σε φιλμικές στιγμές που παραείναι προφανείς (και εκβιαστικές).
Προσωπικά, έμεινα διχασμένος απέναντι στην ιδέα του ποια θα μπορούσε να είναι η… χειρότερη προοπτική για την εξέλιξη της πλοκής στο «Close»: α) να προχωρήσει σε ακρότητες πρόκλησης ώστε να ταυτιστεί περισσότερο με το queer μέτωπο ή β) να μετατοπίσει την ιστορία του σε μία εκ του ασφαλούς γραμμή που θα «λυτρώσει» το… straight κοινό (πόσω μάλλον εκείνους που είναι και γονείς); Με το μεγάλο βραβείο του περσινού Φεστιβάλ Καννών και μία υποψηφιότητα για καλύτερη ξένη ταινία (με βελγική σημαία) στα φετινά Όσκαρ, μπορώ να καταλάβω γιατί επέλεξε το δεύτερο…