ΚΟΝΑΝ Η ΒΑΡΒΑΡΗ (2023)
(CONANN)
- ΕΙΔΟΣ: Αλληγορικό Δράμα Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπερτράν Μαντικό
- ΚΑΣΤ: Ελίνα Λόουενσον, Ναταλί Ρισάρ, Άγκατα Μπούζεκ, Σάντρα Παρφέ, Κρίστα Τερέ, Κλερ Ντιμπούρκ, Φρανσουάζ Μπριόν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Ταξιδεύοντας μέσα στην άβυσσο του χρόνου, η έφηβη Κονάν γίνεται σκλάβα της Σάντζα και της βάρβαρης ορδής της, μέχρι τη στιγμή που το ίδιο της το μέλλον έρχεται να τη θανατώσει, ξανά και ξανά, φέρνοντάς την αντιμέτωπη με το αφήγημα έξι ζωών κλιμακούμενης σκληρότητας.
Προσοχή! Τούτη η «Κονάν» δεν έχει απολύτως καμία σχέση με τον φιλμικό «Conan the Barbarian» (1982) του Τζον Μίλιους. Εάν κάνετε αυτό το λάθος, τότε πρώτα θα μαζεύετε τα σπλάχνα σας (που θα έχετε ξεράσει…) από τα πατώματα της κινηματογραφικής αίθουσας κι ύστερα θα παραπατάτε εκλιπαρώντας να βρείτε την έξοδο κινδύνου, ώστε να βγείτε στον έξω κόσμο και να ζητήσετε βοήθεια!
Ο Μπερτράν Μαντικό αποτελεί την επιτομή του δημιουργού ενός avant–garde σινεμά στο σήμερα. Θα τολμούσα να προσθέσω πως αντιπροσωπεύει με μοναδικό τρόπο αυτό το σινεμά! Κάθε επόμενη ταινία του (μετά τα «Άγρια Αγόρια» και το «After Blue: Βρώμικος Παράδεισος») είναι ακόμα πιο ανεξέλεγκτα εξωφρενική, εξοργιστικά θυμωμένη, μυστικιστική και… αδιέξοδη. Δύσκολη και απαιτητική στην ανάγνωση. Σαν ένα αθώα επινοημένο παραμύθι πολλαπλών αλληγορικών layers, το οποίο βιάζεται παρά φύσιν από τον αφηγητή του!
Η «Κονάν» του Μαντικό ξεκίνησε από την επιθυμία του σκηνοθέτη να δημιουργήσει ένα «προπαρασκευαστικό» show για τη σκηνή του Théâtre des Amandiers, την περίοδο όπου τη διεύθυνσή του είχε αναλάβει ο Φιλίπ Κεν (απλά, δεν έχω χάσει καμία από τις παραστάσεις του στην Αθήνα), ένα θέαμα το οποίο θα συνέδεε το θέατρο με το σινεμά και μέσα από αυτή την εμπειρία θα γεννιόταν σταδιακά (και) η ταινία. Το project «πάγωσε» εξαιτίας της πανδημίας, ο Κεν αποχώρησε από το θέατρο και ο Μαντικό έμεινε με ένα υλικό κινηματογράφησής του από το Amandiers (τιτλοφορείται «The Deviant Comedy» και ο δημιουργός του υπόσχεται να το δούμε στο μέλλον), μαζί με δύο μικρού μήκους φιλμ. Το αποτέλεσμα που παρακολουθεί στη μεγάλη οθόνη ο θεατής δεν σχετίζεται με εκείνο το υλικό, καθώς ο Μαντικό μετέφερε μια σεναριακά πληρέστερη ιδέα σε ένα αχανούς έκτασης ερειπωμένο χαλυβουργείο στο Λουξεμβούργο, στο οποίο δημιουργήθηκαν όλα αυτά τα κλειστοφοβικά «τοπία» του έργου.
Είναι δύσκολο να περιγράψεις το ίδιο το έργο με λέξεις, δίχως τις εικόνες και το βίαιο πάθος του, βασισμένο πάνω σε θέματα που αφορούν στην ανθρωπότητα, την ιστορική πορεία παρακμής της ανά χρονικές περιόδους, την τραγωδία της αυτοπροδοσίας του ανθρώπινου είδους, η οποία σκληραίνει από το δηλητήριο του κυνισμού σε συνδυασμό με το γήρας της ηλικίας και τον τρόμο του επερχόμενου τέλους. Κατά βάθος, η «Κονάν» αποτελεί έναν καταπέλτη σχολιασμού έναντι του πραγματικά γερασμένου και αποσαθρωμένου ευρωπαϊσμού, των ιδανικών καιροσκοπίας του που εξοντώνει με τον πιο χυδαίο και διεφθαρμένο τρόπο τους λαούς του, μέσω ενός μοντέλου καπιταλισμού χειρότερου κι από τη βαρβαρότητα του όποιου μυθολογικού παρελθόντος.
Αισθητικά, ο Μαντικό δεν είναι τόσο… «meta». Το οπτικό του σύμπαν θυμίζει περισσότερο χωματερή φιλμικών εντυπώσεων που πιάνουν από Ζαν Κοκτό (με έμφαση στην ορφική τριλογία) μέχρι και Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ (με κορωνίδα το θρυλικό «Χίτλερ: Μια Ταινία από τη Γερμανία»), αν όχι και το μελλοντολογικό, post-apocalyptic exploitation των b-movies της δεκαετίας του ’80! Γυρισμένη σε 35mm, με κάδρα scope που παραπέμπουν σε ακόμα πιο παλιά ιταλικά γουέστερν, η «Κονάν» εξελίσσεται στο δεύτερο μισό της σε μία αποθέωση κτηνωδίας και κανιβαλισμού, που ειρωνεύεται θανάσιμα έως και τη διαστροφή «ανωτερότητας» του καλλιτεχνικού κόσμου, με τον οποίο ο Μαντικό (προφανώς) δηλώνει απογοητευμένος και αηδιασμένος.
Η «Κονάν» είναι ένα έργο που χωνεύεται δύσκολα. Αν καταφέρεις να «μπεις» μέσα της, όμως, θα… εγκλωβιστείς με έναν αναπάντεχα συναρπαστικό τρόπο. Όσο κι αν χρειαστεί να πονέσεις (για να την αντέξεις μέχρι τέλους). Ας θυμηθούμε ξανά πως η Τέχνη είναι και βία.