AFTER BLUE: ΒΡΩΜΙΚΟΣ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ (2022)
(AFTER BLUE (PARADIS SALE))
- ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Γουέστερν Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπερτράν Μαντικό
- ΚΑΣΤ: Ελίνα Λόουενσον, Πόλα Λούνα, Βιμάλα Πονς, Άγκατα Μπούζεκ, Αλεξάντρα Στιούαρτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CAROUSEL FILMS
Η Ρόξι / Τόξικ είναι η κόρη της κομμώτριας σ’ ένα χωριό του πλανήτη After Blue. Μαζί με τις φίλες της, σε μια βόλτα για παιχνίδι στην παραλία, θα βρουν μια γυναίκα θαμμένη στην άμμο, με το κεφάλι της μονάχα να εξέχει πάνω από το έδαφος. Το μυστηριώδες θηλυκό που ακούει στο όνομα Κέιτ Μπους θα υποσχεθεί να εκπληρώσει τρεις κρυφές επιθυμίες της, αν την ελευθερώσει. Και το παραμύθι ξεκινά…
Η Γη ήταν άρρωστη. Σάπια. Και ο πληθυσμός της έπρεπε ν’ αναζητήσει έναν άλλο τόπο για να κατοικίσει με ασφάλεια. Αυτός ήταν ο After Blue, σ’ ένα άγνωστο σύστημα του Γαλαξία. Ένα είδος Παραδείσου, με φρούτα, ζώα, ανυπεράσπιστα πλάσματα. Αφού αποικήθηκε, οι άνθρωποι αποφάσισαν να μην επαναλάβουν τα προηγούμενα λάθη τους κι έφτιαξαν άλλους κανόνες. Ένας τρόπο ζωής δίχως μηχανές, μήκη κύματος και χημείες. Σε μικροκοινότητες όπως γνώριζαν από πριν, μαζί με άλογα που είχαν φέρει από τη Γη, με συνήθειες κυνηγών ώστε να επιβιώσουν. Οι άνδρες, όμως, πέθαναν νωρίς, καθώς οι τρίχες τους, πλέον, φύτρωναν προς τα μέσα, εξαιτίας της ατμόσφαιρας. Μονάχα όντα με ωοθήκες μπόρεσαν ν’ αντέξουν τις συνθήκες του After Blue, με τις γυναίκες να γονιμοποιούνται χρησιμοποιώντας γήινο σπέρμα.
Αυτά μας αφηγείται ο Μπερτράν Μαντικό στην εισαγωγή του «After Blue», κάνοντάς μας να αισθανθούμε πως η προηγούμενη ταινία του, τα «Άγρια Αγόρια» (2018) ήταν αρκετά πιο… κατανοητά και mainstream από τούτη εδώ! Μέσα σε περιβάλλοντα φυσικών χώρων και «θεατρινίστικης» προοπτικής σκηνικών, σε «μεταλλαγμένες» τετραχρωμίες «παραισθησιογόνων» φίλτρων, ο Μαντικό βρίσκεται στην… κοσμάρα του φιλμικού του σύμπαντος, μια trash παραζάλη σύγχρονης Τέχνης που σπάνια ενδιαφέρεται να ταυτιστεί με το format της 7ης Τέχνης, και ξετυλίγει τον μίτο ενός φανταστικού παραμυθιού ενηλίκων, το οποίο ξεφεύγει σταδιακά από το genre του sci-fi και μεταμορφώνεται σ’ ένα διαστημικό γουέστερν, μια «Αιχμάλωτος της Ερήμου» (1956) που χάνει τον ειρμό με τη λογική, σαν να έχει χαπακωθεί όλα τα acid «τριπάκια» του πλανήτη στο παρθενικό της πείραμα μαστούρας.
Η Ρόξι / Τόξικ είχε σαν πρώτη ενδόμυχη επιθυμία να «ξεφορτωθεί» τα πειράγματα που της έκαναν οι φίλες της, οπότε η Κέιτ Μπους, κατόπιν της απελευθέρωσής της, πήρε το (λανθάνον) μήνυμα να τις εξολοθρεύσει κανονικά, προκαλώντας την οργή των μανάδων τους στο χωριό. Μάνα και κόρη θα «εκδιωχθούν», με στόχο να βρουν τα ίχνη της επικηρυγμένης φόνισσας σε παρακείμενο «μαγικό» βουνό, στο οποίο θ’ αντιμετωπίσουν (μεταξύ άλλων κινδύνων) κάθε λογής παρηκμασμένες νομάδες που κυκλοφορούν με όπλα που έχουν ονόματα εμπνευσμένα από… φίρμες μεγάλων οίκων μόδας (ξεχωρίζει σε πρωταγωνιστικό «ρόλο» το πιστόλι Paul Smith!).
Οι neo-baroque εμμονές του Μαντικό κυριαρχούν στο υπερβολικό στυλιζάρισμα του κάθε πλάνου, ένας σχεδόν οργανικός «ερμαφροδιτισμός» χαρακτηρίζει τους εκτός ελέγχου συμβολισμούς του γύρω από τη σημασία (ή την ασημαντότητα) των φύλων, το γυμνό, το σεξ και η βία είναι… από άλλο πλανήτη, κι όλο αυτό το εκτροχιασμένο «όχημα» δημιουργίας δεν σταματά ποτέ να ξερνάει εικόνες μοναδικής έμπνευσης στη μεγάλη οθόνη. Σε αντίθεση με τα «Άγρια Αγόρια», ατυχώς, ο Μαντικό εδώ δεν δείχνει ικανός να συμμαζέψει το υλικό της ιστορίας του, με αποτέλεσμα το φιλμ να πλατειάζει και το αλλόκοτο της εμπειρίας να προσεγγίζει τον «ίλιγγο» της… βαρυστομαχιάς. Λες και ορεγόσουν να φας ένα κομμάτι τούρτας, μα από τη λαιμαργία σου να την «κατέβασες» ολόκληρη! Ή, όπως λέει και η ίδια η ταινία, «η αλήθεια, τελικά, πάντοτε διαλύει τις βρώμικες ψευδαισθήσεις». Πόσο αληθές!