FreeCinema

Follow us

ΧΙΤΛΕΡ: ΜΙΑ ΤΑΙΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΡΜΑΝΙΑ (1977)

(HITLER: EIN FILM AUS DEUTSCHLAND)

  • ΕΙΔΟΣ: Πειραματικό Δοκίμιο
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ
  • ΚΑΣΤ: Χάρι Μπερ, Χάιντς Σούμπερτ, Πέτερ Κερν, Χέλμουτ Λάνγκε, Ράινερ φον Άρτενφελς, Μάρτιν Σπερ, Πέτερ Μόλαντ, Αντρέ Χέλερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 442’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR

Τεύτονας στοχάζεται πάνω στα πιστεύω, τη ρουτίνα, το αίσχος και την παρακαταθήκη στον κόσμο, τού Ναζισμού (της… ταινίας που γύρισε ο Χίτλερ) σε multikunst (και ειδών) σκηνικό 4 πράξεων για το πανί. Τι «λέει» το μνημείο;

«Μιλάμε, ιστορούμε, δείχνουμε, ματώνουμε πάνω στα όρια της κληρονομιάς μας». Gut, το ‘καναν κι άλλοι. Αλλά, achtung, κανείς έτσι: με Νιμπελούνγκεν, διπλοτυπίες και ηχομίξεις, ανδρείκελα, mini θίασο σε πολλαπλούς ρόλους, Ολοκαύτωμα, αποκρυφισμό, ποίηση στα τεκμήρια και την ειρωνεία του. Και με σημαδευτικά τα δεσμά αγάπης – μίσους του με τη βαγκνερική και μπρεχτική τέχνη στο γυρισμένο για την τηλεόραση ανεπανάληπτο ολοκλήρωμα της τριλογίας του από sui generis ανδριάντες της άτιμης φάρας της Μεγάλης Άρνησης (μετά το βασιλιά Λουδοβίκο Β΄ και το λαϊκό συγγραφέα Καρλ Μάι), με το οποίο ο Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ τόλμησε 37 χρόνια πίσω, αντι-ιδεολογικά αιρετικά, να ανάψει έναν μαγικό φανό θεάματος ποικιλιών. Στραμμένο άφοβα πρωτότυπα (μπορείς να συλλάβεις ότι γερμανική ταινία του ’77 πότε κάνει λόγο για βιολογικά λαχανικά στον κήπο του Μπόρμαν και πότε φέρνει κατά πάνω σου βαδίζοντα στο φακό ένα μελλοθάνατο με ριγέ στολή που σιγοντάρει λόγο τού μέγα ιεροεξεταστή Χίμλερ;) στο απόπτυγμα «Φύρερ» ως καυτηριαστικό μέσο τού από δειλία ακοίταχτου, κακοφορμισμένου τραύματος των όσων πίστεψαν σ’ αυτόν και των βλασταριών τους.

Στο πρώτο μέρος, «Το Δισκοπότηρο», η παραφροσύνη των ιδε(ωδ)ών μιας χώρας (συμπεριλαμβανομένων μανεκέν βιτρίνας, και ψεύτικων κοτών, λύκων και… πιθήκων, αφού «αυτή η ταινία είναι για όλους μας») – τσίρκου προτζεκτάρει με ηδονική ενοχή («O felix culpa!») ως ατραξιόν τον – προπολεμικά, κυρίως – μουστάκια ηγέτη του ως λούτρινο σκύλο, Άμλετ, Σαρλό, Ναπολέοντα, Μωυσή, φασουλή, «Μ» του Φριτς Λανγκ κ. ά., ενώ λόγοι του, ανακοινωθέντα της Βέρμαχτ και συστατικές παρλάτες στήνουν το «Καμπαρέ» τους, παραμυθένια διαπερατό από την αχλύ της δέσμης φωτός μιας μηχανής προβολής που οπισθεκθέτει στα πλατό σελιλοζικά tableaux vivants – και ξεφεύγει με respect ως τον Αϊζενστάιν και το Στροχάιμ. Στο δεύτερο, «Ένα Γερμανικό Όνειρο ως το Τέλος του Κόσμου», είναι ο Αϊνστάιν που προλέγει βλέποντας στη χιονόμπαλα – κρυστάλλινη σφαίρα (με το prop του πανοπτικού;) την ουτοπία της επέλασης του αίματος: ακολουθούν το «Μαχαγκόνι», μαξβεμπερικά σχόλια, ο μηχανικός προβολής κι ο θαλαμηπόλος (που το τραβάει ανεκδοτολογικά και για την γκαρνταρόμπα) του κινηματογραφόφιλου Αδόλφου, την έξοδο απ’ τον βαγκνερικό τάφο ως Σάιλοκ του οποίου διαδέχονται πρωτοεμφανιζόμενοι ο αστρολόγος κι ο μασέρ τού υπαρχηγού, και στο άσχετο herr αστρονόμος περί του Γαλαξία.

Στο τρίτο, «Το Τέλος μιας Χειμωνιάτικης Ιστορίας και η Τελική Νίκη της Προόδου», ο #2 του «Τρίτου» ομολογεί «έχουμε βρει το Σατανά μας: οι Εβραίοι», ξαλαφρώνοντας εν είδει παρελάσεων για την Τελική Λύση / το τάχαμου απαγορευτικό πλουτισμού των Ναζί / υπέρ των ζώων / περί του εθνικού κάρμα, ενώ απολαμβάνει μαλάξεις στομάχου, η αρσενική Άση Μπήλιου του σώζει με το αζημίωτο τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μετά την ήττα και η μαριονέτα τού Χίτλερ τα ακούει για το λουκέτο στην UFA (!), προτού κατακεραυνώσει από τον ΟΗΕ ως τη ΛΔΓ ως κλέφτες των μεθόδων του. Στο τέταρτο, «Εμείς, τα Παιδιά της Κόλασης», «Ο Αγών μου» νικημένος φτιάχνει (εν μέσω διαγγελμάτων του Τσώρτσιλ και του θανάτου του Ρούζβελτ) μια σκάλα για τ’ αστέρια, γέφυρα ανάμεσα στους Γκαίτε – Φρίντριχ κι «ένα πεδίο μάχης του εγώ» του νέου ανθρώπινου είδους τού post Β΄ Παγκοσμίου υλισμού, του ταριχευτή που «έχει νικήσει σε Ανατολή και Δύση», «για να υποδυθούμε το ρόλο μας από εσωτερική παρόρμηση για εξαγνισμό», «μια προβολή στη μαύρη τρύπα του μέλλοντος».

Und, ως τι επιζεί αυτή η total ρεβί; Φιλοσοφώντας το, πολυστρωματικά υβριδικά, στο δικό του Μπαϊρόιτ, με το δικό του Berliner Ensemble, στο δικό του «Εργαστήρι του Δρος Καλιγκάρι», επί εφτά ώρες από των οποίων και τις πιο ανοικονόμητες συλλήψεις δε σου κάνει καρδιά να εξαερώσεις ούτε ένα «Χάιλ», ο – στοιχειωμένος από το Ράιχ που έζησε ως παιδί – θαυματοποιός πιάνει στον αέρα τού χτες, του σήμερα των 70’s και του αύριο, και (αλ)χέει σε ένα διανοητικά κι αισθητηριακά εκστατικό blitzkrieg το μοραλισμό, το στούντιο «Black Maria» του Έντισον, την παράδοση των ρομαντικών, τη σάτιρα, το Ράιχ, το (κουκλο / ραδιο)θέατρο, την ψυχανάλυση, το συμβολισμό, το «θείο» Μπέρτολτ, την ελεγεία, τα κιτρινάστερα θύματα, το δίδυμο «φωτοαρχείο – επίκαιρα», τους Συμμάχους, τη μαρτυρία, τον «Πάρσιφαλ», την (ψευδο / αντι)Ιστορία, το… «2001, η Οδύσσεια του Διαστήματος» (!);

Ναι, καθώς η κόρη του σκηνοθέτη, στεμμένη λωρίδες σελιλόζης, μπαίνει στο δάκρυ μιας ρεπροντιξιόν της «Μελαγχολίας» του Ντίρερ με θέα προς το νυχτερινό ουράνιο στερέωμα, υπό τις νότες της «Ωδής στη Χαρά» του Μπετόβεν. Μια «Ωδή στη Χαρά» του θεατή, να ανακαλύπτει ότι το σινεμά μπορεί να επινοεί και να οπτικοακουστικοποιεί, να διαλέγεται και να διαλογίζεται, να αποσβολώνει και να προφητεύει (όχι το αυγό του φιδιού, κάτι που υπαινίσσεται δημαγωγικά κουτοπόνηρα αυτή η επανέκδοση όπως και η προβολή του φιλμ στις τελευταίες «Νύχτες Πρεμιέρας», αλλά αυτό για το οποίο κομπάζει κάποια στιγμή ένας από τους «Χίτλερ» εδώ πέρα: «Νικήσαμε, σε όλα τα μέτωπα. Απλώς αλλάξαμε τα προσωπεία μας: ‘κοινωνία’ αντί ‘πατρίδα’ και ‘λαός’. ‘Στέλεχος’ αντί ‘πολίτης’. ‘Βιομηχανία της ψυχαγωγίας’ αντί ‘πολιτισμός’.»), τελειώνει… ξανά και ξανά, καθώς η λέξη «Δισκοπότηρο» αιωρείται σαν κοσμικό σώμα στα générique μετά το επιτύμβιο του Χάινε που είχε ανοίξει αυτή τη διατριβή – εμπειρία και μια υστερολογία του δημιουργού, κλείνοντας / ανοίγοντας πάλι τον κύκλο. Deutschland, Deutschland, uber alles – ακόμη και με το πένθος της γαργάρα. Κι εσύ μου θες πολεμικές αποζημιώσεις. Ελληνάρα…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Διανοούμενε της έβδομης τέχνης, η Βαλχάλα σου. Περαστικέ με φασιστικές ή αντιφασιστικές ανησυχίες, σε περιμένει κάτι άλλο, που δεν έχεις ξαναβιώσει. Εσύ που δεν πας σινεμά αλλά θέατρο, επίσης θα πάθεις (φαντάσου κάτι σαν πρόδρομο του πρόσφατου Μαρμαρινού και των Ubuntu. Ταυτόχρονα. Με chic πειραγμένης σβάστικας. Στο πανί!). Seeder, μην ψάχνεις άδικα, γι’ αυτό πρέπει να κόψεις εισιτήριο. Ηomecinemaκια, μόνο εδώ θα το παρακολουθήσεις στις πραγματικά grosse διαστάσεις του. Multiplexά, ομολόγα: παραδίνεις πνεύμα;


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.