ΚΥΝΗΓΙ ΓΕΙΤΟΝΩΝ (2023)
(CHASSE GARDÉE)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Φρεντερίκ Φορεστιέ, Αντονέν Φουρλόν
- ΚΑΣΤ: Χακίμ Τζεμιλί, Καμίγ Λου, Ντιντιέ Μπουρντόν, Τιερί Λερμίτ, Ζιλιέν Πεστέλ, Ιζαμπέλ Καντελιέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Παντρεμένο ζεύγος με δύο μικρά παιδιά, μπουχτισμένο από τη ζωή στο Παρίσι, παίρνει τον ομματιών του και την κάνει για την όμορφη επαρχία. Δεν γνωρίζει, όμως, ότι το σπίτι των ονείρων του που αγόρασε σε τιμή ευκαιρίας αποτελεί ορμητήριο των πολυπληθών κυνηγών της περιοχής, οι οποίοι δεν δέχονται επ’ ουδενί ν’ απεμπολήσουν το δικαίωμα χρήσης του.
Η πρώτη γαλλική ταινία που μέσα στο 2024 κατάφερε να ξεπεράσει στα ντόπια ταμεία το ένα εκατομμύριο εισιτήρια (και εν συνεχεία να πλησιάσει τα δύο!) είναι τούτο το «Κυνήγι Γειτόνων». Ουδεμία έκπληξη αποτελεί το γεγονός πως το φιλμ ανήκει στο είδος της λαϊκής κωμωδίας, genre στο οποίο (όπως για τα καλά έχουμε αντιληφθεί εδώ και χρόνια…) οι Γάλλοι παραγωγοί τα δίνουν πραγματικά όλα. Επίσης ουδεμία έκπληξη αποτελεί το γεγονός πως η θέασή του δύσκολα θα σε κάνει να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια.
Ολόκληρη η ταινία βασίζεται σε μία και μοναδική ιδέα «σχολικού» επιπέδου έμπνευσης, σύμφωνα με την οποία δύο αντίθετοι κόσμοι συγκρούονται μέχρι τελικής πτώσης. Από τη μία πλευρά βρίσκεται τετραμελής, καλοβαλμένη παριζιάνικη οικογένεια με δύο παιδάκια ηλικίας δημοτικού, πατέρα μουσικό και μητέρα αρχιτέκτονα, κι από την άλλη σύσσωμοι οι κάτοικοι του νέου τους χωριού, για τους οποίους το κυνήγι στα δάση της περιοχής είναι η ζωή τους (και κάτι παραπάνω). Οι τελευταίοι, διατηρώντας από αμνημονεύτων χρόνων το στρατηγικό δικαίωμα να ρίχνουν τουφεκιές ακόμα και μέσα στον κήπο της οικίας των νεοφερμένων πρωτευουσιάνων, ανοίγουν μέτωπο μαζί τους, με αμφότερα τα αντιμαχόμενα μέρη να καταφεύγουν σε κάθε λογής κόλπα ώστε να πετύχουν είτε να διατηρήσουν τα κεκτημένα είτε να τα ανατρέψουν ολοκληρωτικά.
Χρησιμοποιώντας φαρσικούς κώδικες υπερβολής, το σκηνοθετικό δίδυμο εξωθεί από την αρχή στα άκρα την αντίθεση της ζωής στην πόλη μ’ εκείνη στην επαρχία. Στο Παρίσι, η καθημερινότητα είναι σκέτη κόλαση, όλα τα παιδάκια έχουν το ίδιο όνομα, για να έρθει η σειρά σου να κάνεις κούνια στην παιδική χαρά πρέπει να περιμένεις με τις ώρες, η κίνηση στους δρόμους είναι αφόρητη και ούτω καθεξής. Στο χωριό, αντιθέτως, οι άνθρωποι είναι ευγενικοί και πρόσχαροι, άγχος δεν υπάρχει ούτε για δείγμα, η διασκέδαση είναι γνήσια και από καρδιάς, ενώ στο σχολείο όλα κυλούν ρολόι. Στην προκειμένη, βέβαια, υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα: το κυνήγι!
Το στερεότυπο του υπερόπτη αστού και του μονόχνωτου επαρχιώτη δημιουργεί ένα δίπολο σύγκρουσης που παραπέμπει σ’ εκείνη την τεράστια επιτυχία του γαλλικού box-office, το «Είναι Τρελοί Αυτοί οι Βόρειοι» (2008). Η διαφορά με τούτο είναι πως όπου Βόρειοι εδώ έχουμε… κυνηγούς και όπου αφελείς υπαλλήλους από τον Νότο… τους ανυποψίαστους Παριζιάνους. Παρόλο που το ύφος της ταινίας διαφέρει ελαφρώς από την απάλευτη, κιτσάτη θερινή γαλλικουργία, είναι δύσκολο να μη σε κάνει να πιάσεις τις… καραμπίνες όταν εξαρχής στέκει αθεράπευτα σχηματική, αφόρητα προβλέψιμη και ελάχιστα αστεία. Μπορεί η φάση με τον μεγαλοδικηγόρο πεθερό, ο οποίος με άγνοια κινδύνου έρχεται να καθαρίσει για πάρτη κόρης και γαμπρού, να καταλήγει σ’ ένα… τρικούβερτο γλέντι λαϊκής θυμοσοφίας μετά ατελείωτης βωμολοχίας (που σε ύφος θυμίζει ακόμα και τυρναβίτικο καρναβάλι!), όμως, δεν αποτελεί παρά την εξαίρεση στον κανόνα του σύγχρονου γαλλικού «χιούμορ». Σύμφωνα με αυτό, θηράματα και θηρευτές κυνηγούν ο εις τον άλλον και τανάπαλιν σε σπίτια, δρόμους κι εξοχές, καταφεύγοντας σε χαριτωμενιές με τραύματα κυνηγιού (#diplhs), εφοδεύοντα αγριογούρουνα και μπαγαπόντηδες μεσίτες, με το «εύρημα» του «μπάτε σκύλοι αλέστε» κήπου να εξαντλείται από πολύ νωρίς, δίχως υποψία (έστω) ανατροπής ή σημαντικής υποπλοκής. Πλην της φάσης με το αυτοκινητικό και το ελάφι (όποιος το δει θα… καταλάβει), το φιλμ ουδέποτε γίνεται αληθινά προσβλητικό, εν τούτοις, η συνθήκη αυτή απέχει από το να το κάνει να είναι και αστείο.