ΠΑΡ’ ΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΧΗ (2014)
(BEGIN AGAIN)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματική Kομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Κάρνεϊ
- ΚΑΣΤ: Κίρα Νάιτλι, Μαρκ Ράφαλο, Χέιλι Στάινφελντ, Άνταμ Λεβίν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ένας πρώην επιτυχημένος μουσικός παραγωγός στα όρια της απελπισίας και μια νεαρή Αγγλίδα μουσικός με ραγισμένη καρδιά συναντώνται τυχαία ίσως τη χειρότερη μέρα της ζωής τους και ξεκινούν μια μουσική συνεργασία, που θα τους εμπνεύσει, και μια βαθιά φιλία, που θα αλλάξει τη ζωή τους.
Θυμάστε το «Once», το μικρό, super ανεξάρτητο ιρλανδικό μουσικό ρομάντζο που έγινε αναπάντεχη κινηματογραφική επιτυχία το 2007, κέρδισε Όσκαρ τραγουδιού, εκτόξευσε στα ύψη τη μουσική καριέρα του πρωταγωνιστή του, Γκλεν Χανσάρντ, και έγινε επίσης επιτυχημένο μιούζικαλ σε Μπρόντγουεϊ και Λονδίνο; Ε, ο δημιουργός του, ο Ιρλανδός Τζον Κάρνεϊ, επέστρεψε με αυτή την μουσική κομεντί που έχει πάνω-κάτω την ίδια σεναριακή ιδέα με το «Οnce», μόνο σε μεγαλύτερη «κλίμακα»: αυτή τη φορά είναι οι δρόμοι του Μανχάταν αντί του Δουβλίνου, οι πρωταγωνιστές του είναι ήδη superstars και ο προϋπολογισμός της είναι εμφανώς μεγαλύτερος των φημολογούμενων 150.000 ευρώ της προηγούμενης ταινίας.
Ωστόσο, τα πράγματα δεν ξεκινούν καλά. Στο πρώτο μέρος, όπου παρακολουθούμε το πώς οι δυο πρωταγωνιστές κατέληξαν στο ίδιο μπαράκι μέσα από flashback, ο Κάρνεϊ μοιάζει να έχει καταπιεί το βιβλίο των κινηματογραφικών κλισέ και να το «ξερνάει» στην οθόνη, με ακόμα και τον πλέον αμύητο θεατή να ξέρει ακριβώς τι και πώς θα συμβεί στο επόμενο πλάνο ή σκηνή (μια από τις αρχικές σεκάνς που δείχνουν την πλήρη παραίτηση του ήρωα του Ράφαλο και το πόσο άσχημα του πάει η μέρα μέχρι που συναντά τη Νάιτλι, είναι τόσο χιλιοειδωμένη στην ιστορία τού σινεμά που καταντά αμήχανο να την παρακολουθείς). Ευτυχώς στο δεύτερο μέρος, όταν οι δυο τους αποφασίζουν να συνεργαστούν, δημιουργώντας ένα album ηχογραφημένο στους δρόμους της Νέας Υόρκης, η ταινία «χαλαρώνει», όπως και οι δυο ήρωές της (ή και ο θεατής), και γίνεται μια ευχάριστη μουσική περιήγηση, ενώ ακόμα και οι δεύτεροι χαρακτήρες αποκτούν μια κάποια ενδιαφέρουσα προσωπικότητα. Η φιλία μεταξύ των δυο ηρώων είναι πέρα για πέρα πειστική μέσα από τα κοινά τους σημεία, όντας και οι δυο πληγωμένοι από τους συντρόφους τους και παθιασμένοι για την «ουσία» της μουσικής ενάντια στη στουντιακή εμπορευματοποίησή της.
Αν και οι ομοιότητες με το «Οnce» είναι πάντα και αναπόφευκτα παρούσες (με αυτοβιογραφικά στοιχεία του Κάρνεϊ από την πρότερη ζωή του ως μουσικού), η νέα του ταινία καταφέρνει να έχει τις δικές της φρέσκιες «νότες», ενώ οι Νάιτλι και Ράφαλο δίνουν τις αξιοπρεπείς και απολαυστικές ερμηνείες που αρμόζει στα ταλέντα τους (η Νάιτλι έχει μάλιστα και συμπαθητική τραγουδιστική φωνή), και δεύτεροι ρόλοι όπως της νεαρής Χέιλι Στάινφελντ (η μόλις στα 13 της τότε χρόνια kick-ass πρωταγωνίστρια του «Αληθινό Θράσος» των Κοέν) και του Βρετανού κωμικού Τζέιμς Κόρντεν, διανθίζουν ευχάριστα την ιστορία. Από την άλλη, η επιλογή τού τραγουδιστή Άνταμ Λεβίν (frontman του lightweight pop / rock αμερικανικού συγκροτήματος Maroon 5, ντε!) για τον ρόλο τού πρώην της Νάιτλι είναι αποτυχημένη, καθώς ο τύπος πολύ απλά δεν έχει ψήγμα υποκριτικού ταλέντου πάνω του, ενώ για τον ρόλο τής εν διαστάσει συζύγου τού Ράφαλο… ναι, το μαντέψατε, η Κάθριν Κίνερ, η σταθερή επιλογή όλων των σκηνοθετών για τον ρόλο της ψιλο-χίπισσας συζύγου / πρώην συζύγου τού όποιου βασικού πρωταγωνιστή.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αυτής της, κατά τα άλλα, συμπαθούς ταινίας είναι σεναριακό. Ο Κάρνεϊ άφησε πολλά σημεία της στον αυτοσχεδιασμό, πράγμα επικίνδυνο ακόμα και για τους εμπειρότερους των σκηνοθετών. Το αποτέλεσμα, εκτός του ανυπόφορα κλισεδιάρικου πρώτου μέρους, είναι κάτι τεράστιες σεναριακές τρύπες και αντιφάσεις, κυρίως στην ιστορία του Ράφαλο, και μια κάπως «ασυγχώρητη» αφέλεια στον τρόπο εξέλιξης των χαρακτήρων (π.χ. η έφηβη κόρη χρειάζεται μόνο μισή μέρα γνωριμίας με τη Νάιτλι για να αλλάξει look και συμπεριφορά). Αλλά, εν τέλει, η ταινία προμοτάρεται ως feelgood και ως τέτοια, μέχρι τους τίτλους τέλους της, καταφέρνει να πετύχει τον στόχο της.