Η ΥΠΗΡΕΤΡΙΑ (2016)
(AH-GA-SSI)
- ΕΙΔΟΣ: Ερωτικό Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τσαν-Γουκ Παρκ
- ΚΑΣΤ: Μιν-Χι Κιμ, Κιμ Τάε-Ρι, Γιουνγκ-Χου Χα, Τζιν-Γουνγκ Τζο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 144'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS
Νεαρή κοπέλα προσλαμβάνεται ως υπηρέτρια πλούσιας κληρονόμου στην υπό ιαπωνική κατοχή Κορέα του 1930. Η δεύτερη δεν γνωρίζει το οργανωμένο σχέδιο εκείνης και νεαρού «Κόμη» που θέλουν να της φάνε την περιουσία. Και η πρώτη δεν γνωρίζει τι σχεδιάζουν για εκείνην οι δύο εραστές. Αλλά, πάλι, όσα γνωρίζουν όλοι μεταξύ τους μπορεί να είναι… ακόμη μια πλάνη.
Μετά από ένα αμερικανικό «πείραμα», ο Τσαν-Γουκ Παρκ επιστρέφει στα πάτρια, με τις ευλογίες των Καννών και έμπνευση ένα βιβλίο (το «Η Κλέφτρα» του 2002) της Ουαλής συγγραφέως Σάρα Γουότερς. Το σύνηθες σύμπαν των έργων τής τελευταίας χαρακτηρίζεται από την εμμονή στο βικτωριανής περιόδου φόντο και στη γυναικεία ομοφυλοφιλία. Το πρώτο στοιχείο εδώ μετακομίζει, προφανώς, διατηρώντας όμως μια σκηνογραφική άποψη η οποία «παντρεύει» την αισθητική των δύο παραδόσεων. Πολλές φορές, εκεί εντοπίζεται και η μεγαλύτερη νίκη της «Υπηρέτριας». Στο θέμα του σεξ, τα πράγματα είναι πολύ πιο… μπερδεμένα.
Από κάθε άποψη, ο Τσαν-Γουκ Παρκ είναι ένας από τους σημαντικότερους σκηνοθέτες που υπάρχουν στο σύγχρονο σινεμά. Παγκοσμίως. Το έλεγα από την πρώτη στιγμή που εκλιπαρούσα τους Έλληνες διανομείς να φέρουν στην Ελλάδα την «Τελευταία Εκδίκηση» (2002) και η απάντηση ήταν… γέλια και αδιαφορία, διότι το «κορεατικό θρίλερ» δεν πουλάει στο υποτιθέμενο «art-house» κοινό της χώρας (το έμαθε εμπράκτως αυτό η εταιρεία που είχε τολμήσει να φέρει το επίσης εξαιρετικό «Ο Κυνηγός» του Να Χονγκ-Τζιν…). Η φεστιβαλική εξέλιξη του Τσαν-Γουκ Παρκ και η διαχρονική φήμη (και αξία) του «Oldboy» (2003) είναι σχεδόν αποκλειστικά η αιτία που οι ταινίες του σκηνοθέτη διανέμονται και θα συνεχίσουν να διανέμονται εδώ. Εάν δεν «έπαιζε» στα φεστιβάλ, θα ήταν στα αζήτητα. Πόσο παράδοξο!
«Η Υπηρέτρια» είναι ένα απίστευτα φορτωμένο έργο. Ελαφρώς baroque, με μια βαθιά ειρωνεία απέναντι στο δράμα του, τους ρόλους και την ανθρώπινη συμπεριφορά, επιτρέπει (ασυνήθιστο για τον σκηνοθέτη) να υπάρξει ένα λυτρωτικό happy end που δεν θα στοιχειώνει τους ήρωές του (όσους ζουν μέχρι τέλους, έστω…) για το υπόλοιπο του άθλιου βίου τους σε τούτον τον κόσμο, δίχως ενοχές και αυτοκαταστροφικές εσωτερικά πτυχές της προσωπικότητάς τους. Για να φτάσει μέχρι εκεί, η αφήγηση περνά μέσα από χίλια μύρια κύματα σε μορφή flashback ή υποκειμενικής εξιστόρησης των πεπραγμένων, δημιουργώντας έναν δαίδαλο υπερφιλόδοξα σχεδιασμένο που διαρκώς συγκρούεται με τα όσα νόμιζες ότι γνώριζες περί των πραγματικών προθέσεων των χαρακτήρων του. Ενός ερωτικού τριγώνου που δεν αγαπά αλλά μονάχα εξαπατά. Αφήνοντας ελάχιστα περιθώρια για συναίσθημα. Ούτε καν τον παραμικρό οίκτο! Είναι μια πάλη των φύλων, της σεξουαλικότητας και της υπεροχής, της ισότητας ή της υποταγής. Με την αφελή πίστη πως δεν είναι ανόητο να αγαπάς κάποιον που σου μοιάζει…
Κάπως έτσι αισθάνεται και για τους ήρωές του ο Τσαν-Γουκ Παρκ. Δεν τους απεικονίζει με στοργή, δεν τους συγχωρεί γι’ αυτό που είναι, τους εκθέτει ως κοινούς απατεώνες, χωρίς διακρίσεις. Αλλά στο βάθος τού μυαλού του, έχει επιλέξει εκείνους που θα αγαπήσει. Επιτρέποντάς τους και την ολοκλήρωση, μέσω της σεξουαλικής επαφής, που μοιάζει με ένα παραμύθι το οποίο συναντούν οι άρρενες επισκέπτες της έπαυλης μονάχα σε διαστροφικά αναγνώσματα, γραμμένα για να ερεθίζουν και να προκαλούν στύσεις… ενοχής, καθώς τα αφηγείται χωρίς αιδώ η πλούσια κληρονόμος, υπό την καθοδήγηση του οικοδεσπότη / θείου της. Ανδρών που… δεν ξέρουν τι θέλουν οι γυναίκες. Πόσο πιο ευνουχιστικό να γίνει το σχόλιο που θέλει να αφήσει «Η Υπηρέτρια»;
Καθώς η πλοκή τού φιλμ αποκάλυπτε σταδιακά τις ανατροπές της, δεν μπόρεσα παρά να θυμηθώ την εξαιρετική τεχνική του σεναρίου τού Ντέιβιντ Μάμετ στη «Λέσχη της Απάτης» (1987), που εδώ κάπου συναντιέται, προφανώς, και με τις «Παράνομα Δεμένες» (1996) των αδελφών Γουατσόφσκι. Στην πρώτη περίπτωση, ο Τσαν-Γουκ Παρκ ξεχνά τις απαρχές της δικής του καριέρας και ενός μεγαλοφυούς σε σύλληψη και σε ρυθμούς αφήγησης… μινιμαλισμού. Απομακρύνεται από μια λιτότητα γραφής που, όπως οι (αγαπημένες του) συνθέσεις των waltzes, εδώ στροβιλίζει την ιστορία τόσες φορές γύρω από τον εαυτό της (ρίξε και μια ματιά στη διάρκεια), που στην τελική «ζαλίζει» τα πάντα. Φυσικά, σε άλλα χέρια, αυτό το υλικό θα κατέληγε σε γκροτέσκα τραγωδία… αποτυχίας. Με έναν τόσο σπουδαίο σκηνοθέτη, όμως, η ταινία δεν παραπατάει προς την ήττα ούτε χάνει διαρκώς τον δρόμο της, μπλεγμένη σε ένα timeframe που αγκομαχάει περίτεχνα και με αβάσταχτη κομψότητα (διάβολε, τι υπέροχοι χώροι και σκηνικά!) μέχρι να καταλήξει στη σειρά με την οποία θα σου ομολογήσει τα αληθινά πταίσματα των ηρώων της. Και την αληθινή αγάπη. Που κερδίζει, φυσικά!