ΠΑΒΕΛ ΠΑΒΛΙΚΟΦΣΚΙ. ΓΙΑ ΤΗΝ «IDA».
Ο πολωνικής καταγωγής, βρετανικής υπηκοότητας σκηνοθέτης, έκανε μια από τις πλέον λατρεμένες ταινίες, όχι μόνο της φετινής χρονιάς, αλλά των τελευταίων ετών, το περσινό «Ida» που, ευτυχώς, βρήκε διανομή τώρα και στις ελληνικές αίθουσες. Τον είχαμε συναντήσει στο περσινό Φεστιβάλ του Λονδίνου, ήδη φουλ ερωτευμένοι με το φιλμ, το οποίο, μετά το τέλος της διοργάνωσης, έφυγε με το βραβείο καλύτερης ταινίας. Δικαίως.
Ο Πάβελ Παβλικόφσκι δεν είναι ακριβώς η χαρά του δημοσιογράφου. Λακωνικός, και με αυστηρό ύφος, αν και ειλικρινά ευγενής και, με τον τρόπο του, ευδιάθετος, αρνείται (ευγενικά, πάντα) να πει δυο λόγια σχετικά με την ιστορία της ταινίας του, λέγοντας το προβλέψιμο «θέλω ο θεατής να κάνει τη δικιά του περίληψη για το περί τίνος πρόκειται», προσπερνώντας το – απόλυτα ειλικρινές – σχόλιο της υπογράφουσας πως θεωρεί την ταινία του την καλύτερη του Φεστιβάλ (και, ένα χρόνο μετά, ακόμα την πιο αγαπημένη της ταινία των τελευταίων ετών). Οι απαντήσεις του βγαίνουν αρκετά άνετα κι ένα χαμόγελο σκάει πού και πού, σπάζοντας έστω κι ένα κομμάτι τού πάγου.
Αλλά τι σημασία έχουν οι δημοσιοσχετίστικες ικανότητες ενός σκηνοθέτη, ιδιαίτερα όταν έχει δημιουργήσει μια αυθεντικά εξαιρετική ταινία, που βλέπει όλο και περισσότερο τις μετοχές της να ανεβαίνουν και τα βραβεία να αυξάνονται (αποτελεί τη φετινή συμμετοχή της Πολωνίας για την πεντάδα τού Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας); Το «Ida» είναι ασπρόμαυρο, διαρκεί μόλις 80 λεπτά, είναι πολωνο-δανέζικη συμπαραγωγή και μάλλον βρέθηκε στο Φεστιβάλ του Λονδίνου (από τα πρώτα που την ανακάλυψαν πέρυσι) λόγω του ότι ο πολωνικής καταγωγής Παβλικόφσκι ζει και εργάζεται εδώ και δεκαετίες στη Βρετανία, με δυο ταινίες στο βιογραφικό του, οι οποίες θεωρούνται ήδη μικρά αριστουργήματα του σύγχρονου ανεξάρτητου βρετανικού σινεμά: το «Last Resort» (2001), που του χάρισε το βραβείο BAFTA καλύτερου πρωτοεμφανιζόμενου καλλιτέχνη σε ηλικία… 44 ετών, και «Το Καλοκαίρι του Έρωτά μου» (2005), με BAFTA καλύτερης ταινίας. Κι όμως, η αξία αυτής της μικρής, μετριόφρονος ταινίας, ευτυχώς, δεν υπερκεράστηκε από μεγαλύτερες, πιο φιλόδοξες παραγωγές, κι έτσι το «Ida» αποχαιρέτησε πέρσι το Λονδίνο με την μεγαλύτερη διάκριση, την ίδια ακριβώς μέρα που κέρδισε το βραβείο για το καλύτερο φιλμ και στο Φεστιβάλ του Μινσκ. Μέχρι σήμερα, έχει συγκεντρώσει περισσότερα από 30 βραβεία ανά τον κόσμο!
Τι σημαίνει το «Ida» για εσάς τον ίδιο;
Είναι μια εξερεύνηση της ιδέας και της αντίληψης του τι αποτελεί πίστη και τι θρησκεία. Πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η πίστη, και αν είναι απλά θέμα τού να ακολουθείς τους κανόνες και τις παραδόσεις ή κάτι που σε γεμίζει πραγματικά. Είναι ένας λογισμός πάνω στη θρησκεία και την προσωπική ταυτότητα.
Ποια είναι η δική σας άποψη περί θρησκείας, ειδικά αφού το θέμα μοιάζει να επαναλαμβάνεται σε αρκετές από τις ταινίες σας, με χαρακτήρες σαν αυτόν του Φιλ (Πάντι Κόνσινταϊν) στο «Το Καλοκαίρι του Έρωτά μου»;
Ααα… (παύση) Αυτή είναι μια τεράστια ερώτηση. Στο «Καλοκαίρι του Έρωτά μου», επρόκειτο για ακραίους ευαγγελιστές, ακραίο προτεσταντισμό, που είναι κάτι βαθύτερα συναισθηματικό και ριζωμένο, οπότε ήταν και μια πιο περίεργη και ιδιάζουσα μορφή θρησκείας. Στο «Ida» είμαστε σε μια καθολική χώρα, σε ένα μοναστήρι, σε μια πειθαρχία, οπότε είναι τελείως διαφορετικό. Και ο χαρακτήρας της Ίντα, είναι μια πιστή γυναίκα, πλέον σπάνιο φαινόμενο στις μέρες μας – και όχι μόνο στις μέρες μας. Θέλω να πω, είναι αληθινά μια γυναίκα του Θεού, ένα παράξενο πλάσμα – αν και εκτρέπεται λίγο! (Από τις σπάνιες στιγμές που χαμογελά.)
Πώς επιλέξατε την ηθοποιό που θα υποδυόταν αυτό το… «παράξενο πλάσμα», την Αγκάτα Τρεμπουτσόφσκα;
Δεν είχε καμία εμπειρία ως ηθοποιός. Και ο χαρακτήρας της Άννα / Ίντα δε χρησιμοποιεί γκριμάτσες. Βλέπεις πράγματα να συμβαίνουν πίσω από το βλέμμα της αλλά δεν κάνει αυτά που κάνουμε οι υπόλοιποι για να επικοινωνήσουμε στην καθημερινότητά μας και στην κοινωνία, γενικότερα. Η Αγκάτα είχε αυτή την ιδιαιτερότητα. Πολύ έξυπνη, πολύ νέα, με σχεδόν παιδικό πρόσωπο, αλλά «βλέπεις» ξεκάθαρα πράγματα να συμβαίνουν στο μυαλό της. Αυτός ήταν ο πρώτος της ρόλος, αλλά δεν την ενδιαφέρει περαιτέρω να γίνει ηθοποιός, είναι καλά κάνοντας αυτά που θέλει να κάνει.
Η πραγματικά συγκλονιστική ερμηνεία τής ταινίας έρχεται ουσιαστικά από την Αγκάτα Κουλέσα, που υποδύεται την εκρηκτική θεία τής Ίντα, Βάντα. Ποια ήταν η έμπνευση πίσω από αυτόν τον πληθωρικό και συνάμα τραγικό χαρακτήρα;
Ο χαρακτήρας τής Βάντα βασίστηκε σε κάποια που γνώρισα παραπάνω από 20 χρόνια πριν, στην Οξφόρδη. Ήταν μια υπέροχη γυναίκα, σύζυγος ενός ακαδημαϊκού. Θυμάμαι τα δείπνα στο σπίτι της και η ίδια ήταν πνευματώδης, δε σήκωνε πολλά πολλά και δεν ανεχόταν την ανοησία, και μας έλεγε φοβερές ιστορίες. 10 χρόνια αφού την πρωτογνώρισα, άκουσα μια είδηση στο BBC σχετικά με την πολωνική Κυβέρνηση, η οποία ζητούσε την έκδοση της εν λόγω κυρίας στην Πολωνία για… εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας! Υπήρξε σταλινική εισαγγελέας στη δεκαετία του ‘50 και σχεδίασε το θάνατο πολλών αθώων, αλλά δεν μπορούσα να συνδυάσω στο μυαλό μου πως επρόκειτο για τον ίδιο άνθρωπο, καταλαβαίνεις; Η γυναίκα που γνώρισα ήταν ζεστή, ευφυής, σοφή, είρωνας και ανθρώπινη, και όχι εκείνη η γυναίκα που υπήρξε μια φανατισμένη, που είχε αληθινή πίστη (στο καθεστώς). Έτσι, λοιπόν, αυτός ο χαρακτήρας μού έμεινε για χρόνια και, αρχικά, προσπάθησα να τον μετατρέψω σε μια διαφορετική ιστορία, αλλά έπεσα πάνω στην ιστορία του «Ida» κι έτσι το συνδύασα με την ιστορία της γυναίκας που είχε χάσει την πίστη της (στον μαρξισμό, τουλάχιστον) και οι δυο χαρακτήρες ενίσχυσαν ο ένας τον άλλο.
Η ταινία είναι ασπρόμαυρη και διαδραματίζεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Υπήρχε σ’ εσάς κάποια νοσταλγική διάθεση, ίσως ένα νεύμα στην παιδική σας ηλικία, στην Πολωνία εκείνης ακριβώς της εποχής;
Όχι, δεν είναι θέμα νοσταλγίας, απλά αισθάνθηκα πως αυτό ήταν το σωστότερο ύφος, κατάλαβες; Κατά κάποιον τρόπο, είδα την ταινία στο μυαλό μου κι ήταν σε άσπρο και μαύρο.
Σύμφωνα με τους «ειδικούς» του χώρου, η ταινία έχει αναφορές, σε ύφος κι αισθητική, στο σινεμά του Μπρεσόν αλλά και στο τσέχικο κινηματογραφικό ρεύμα των 60’s. Εσείς τι λέτε περί τέτοιων συγκρίσεων;
Δε νομίζω, είναι φωτισμένο διαφορετικά και η κάμερα είναι στατική… Νομίζω πως τούτο εδώ είναι ένα «πλάσμα» παράξενα διαφορετικό! (Χαμογελά και πάλι.)
Και γιατί αυτή η ταινία στην συγκεκριμένη περίοδο της καριέρας σας;
Γιατί; (παύση) Είναι δύσκολο… Είμαι σε μια συγκεκριμένη φάση της ζωής μου που σταματώ για να σκεφτώ και να κοιτάξω γύρω μου και απλά αισθάνθηκα πως ήταν η κατάλληλη στιγμή. Είχα μόλις ολοκληρώσει μια ταινία στο Παρίσι («Η Γυναίκα του Πέμπτου»), την οποία αγαπάω αλλά είναι μια αρκετά διαστρεβλωμένη, παράξενη ταινία, πολιτιστικά μπερδεμένη και μετά από αυτή, η οποία κάλυπτε πλήρως το πώς ήμουν όταν την έκανα, αισθάνθηκα πως έπρεπε να κάνω κάτι που ήξερα απέξω κι ανακατωτά, και με πολύ οικείους χαρακτήρες. Βασικά, επέστρεψα σε ένα οικείο τοπίο και σε βασικές θεματικές, θρησκείας, ταυτότητας και, κατά κάποιον τρόπο, Ιστορίας.
Υπάρχει διαφορά ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο εργάζεστε στη Βρετανία και σ’ αυτόν με τον οποίο εργάζεστε στην πατρίδα σας, την Πολωνία;
Όταν κάνω ταινίες στη Βρετανία, πολύ συχνά καταφεύγω στο να ψάχνω στα περιθώρια της κοινωνίας, ώστε να βρω κάτι που θα με ενθουσιάσει, γιατί κατά τ’ άλλα δεν ξέρω πώς ακριβώς να χειριστώ αυτή την πολύπλοκη αλλά, κατά κάποιον τρόπο, μη δραματική κοινωνία, οπότε συνήθως επιλέγω μετανάστες ή εκκεντρικούς ή… έφηβους για να μπορέσω να εισχωρήσω κάπως, ενώ στην Πολωνία μπορώ να μιλήσω ευθέως για κάτι που είναι σημαντικό.
Οπότε είναι πιο εύκολη η ροή εκεί για εσάς…
Ναι, είναι.
Στα σχέδιά σας για μελλοντικές ταινίες, η δουλειά θα μοιραστεί ξανά ανάμεσα στις δύο χώρες;
Έχω ένα project στη Βρετανία που θα ήθελα να πραγματοποιήσω αλλά κι ένα στην Πολωνία, οπότε είμαι αμφιδέξιος!
Η ταινία «Ida» παίζεται στους ελληνικούς κινηματογράφους σε διανομή της εταιρείας Strada Films.