FreeCinema

Follow us
15.1219:15

Έχουν θέση οι mini σειρές στα βραβεία της ΕΑΚ;


Τι είναι mini σειρά συνεχείας; Αν αναζητήσει κανείς ένας «ορισμό», θα οδηγηθεί στο προφανές: μία τηλεοπτική σειρά που αφηγείται μία ιστορία σ’ έναν εκ των προτέρων προκαθορισμένο αριθμό επεισοδίων. Έναν περιορισμένο αριθμό επεισοδίων. Κι εδώ τίθεται το μέγα ερώτημα: γιατί κόπτεται τόσο η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου να εντάξει τούτη την κατηγορία στα βραβεία της, με ακατέβατο όρο μια «mini» σειρά να φτάνει τα… 13 επεισόδια;

Υπάρχουν, λοιπόν, δύο αξιωματικού χαρακτήρα προδιαγραφές. Η πρώτη ορίζεται από τις λέξεις «εκ των προτέρων» και η δεύτερη από τη λέξη «περιορισμένο». Η πρώτη είναι σαφής και συγκεκριμένη – δεν επιδέχεται παρανοήσεις: δηλώνει ότι ο αριθμός των επεισοδίων θα είναι αυτός που από την αρχή επιλέχθηκε. Δηλαδή ότι, κατά κανέναν τρόπο, ο αριθμός αυτός δεν θα μεταβληθεί, είτε αυξανόμενος κατά μερικά επεισόδια, εν είδει παράτασης, είτε επιτρέποντας τη δημιουργία μιας συνέχειας με τη μορφή ενός δεύτερου κύκλου. Η δεύτερη είναι ολίγον προς πολύ θολή και ασαφής. Γιατί «περιορισμένος» είναι και ο αριθμός 3 και ο αριθμός 4 και ο αριθμός 5 και ο… οποιοσδήποτε μεγαλύτερος αριθμός. Συνεπώς, μέχρι πού μπορεί να φτάσει η προς τα πάνω αύξηση του αριθμού των επεισοδίων;

Αν μία «κανονική» σειρά έχει (στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) 22 με 25 επεισόδια, πόσα επεισόδια μπορεί να έχει μια mini σειρά; Οι αμερικανικές εταιρείες παραγωγής (και οι αντίστοιχοι τηλεοπτικοί σταθμοί) έδιναν την απάντηση: 4 με 5. Και την έδιναν εμπράκτως: με τους τίτλους που τοποθετούσαν στην κατηγορία αυτή, διαχρονικά: «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» (1977) – 4, «Ολοκαύτωμα» (1978) – 5 (φωτό), «Τα πουλιά Πεθαίνουν Τραγουδώντας» (1983) – 4, «Το Κοράκι» (1994) – 4, «Dune» (2000) – 3, «Κάρλος, Το Τσακάλι» (2010) – 6. Μόνο που τα επεισόδια αυτών των mini σειρών δεν ήταν πάντα ωριαία. Καμιά φορά ήταν μιαμισάωρα και, σπανιότερα, δίωρα. Ενώ υπήρχαν και ορισμένες mini σειρές που είχαν κι άλλα επεισόδια: «Οι Ρίζες» (1977) – 8, «Shaka Zulu» (1986) – 10, «Στην Πρώτη Γραμμή» (2001) – 10, «Taken» (2002) – 10. Με ωριαία επεισόδια, μάλιστα.

Στη χώρα μας, η ιδιωτική τηλεόραση είχε δώσει έναν δικό της ορισμό στον όρο «mini σειρά»: είναι αυτές που μπορούν να θεωρηθούν και (πάνω απ’ όλα) να μεταδοθούν ως (τηλεοπτική) ταινία. Μια κι έξω, που λέμε. Με αφαίρεση των τίτλων τέλους του πρώτου επεισοδίου, των τίτλων αρχής και τέλους των ενδιάμεσων και των τίτλων αρχής του τελευταίου, καθώς και με αποκοπή της «περίληψης», δηλαδή εκείνων των ενοτήτων στην αρχή των επόμενων επεισοδίων που ανακεφαλαίωναν περιληπτικά όσα είχαν συμβεί στα προηγούμενα επεισόδια. Με ώρα έναρξης την 21:00 και πέρας την 01:00 της επομένης, ή λίγο αργότερα, περιλαμβανομένων και των διαφημιστικών διαλειμμάτων. Δηλαδή, θεωρούσε ως mini σειρές εκείνες που είχαν 4 με 5 το πολύ ωριαία επεισόδια ή 3 μιαμισάωρα ή 2 δίωρα. Όλα τα άλλα ήταν… σειρές!

Βέβαια, υπάρχει και η βρετανική τηλεόραση, στην οποία οι περισσότερες σειρές της αποτελούνται από 4 έως 6 ωριαία επεισόδια. Από την άποψη αυτή, όλες οι σειρές της θα μπορούσαν να θεωρηθούν «mini» και εκεί αυτό που διαχωρίζει τις «πραγματικές» mini σειρές από τις «γνήσιες» σειρές είναι η παραπάνω πρώτη αξιωματική παραδοχή: το «εκ των προτέρων», δηλαδή το ότι δεν θα έχουν επόμενους κύκλους. Εξ ου και η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα δεν ενστερνίστηκε ποτέ την αγγλική τηλεοπτική αντίληψη περί παραγωγής σειρών μυθοπλασίας. Έχοντας ελάχιστες ώρες προγράμματος, απέκλειαν τη δυνατότητα περαιτέρω εμπορικής εκμετάλλευσης σε περίπτωση επιτυχίας. Ας μην μας διαφεύγει δε ότι, στην ελληνική ιδιωτική τηλεόραση, η προμήθεια και ο προγραμματισμός μιας σειράς γίνεται με έναν και μοναδικό στόχο: την υψηλή θεαματικότητα, που θα φέρει υψηλά διαφημιστικά έσοδα.

Στην Ελλάδα πάντα, η mini σειρά ήταν μία τυπολογία προγράμματος αδιανόητη για την ιδιωτική τηλεόραση. Ο λόγος έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω: αδυναμία περαιτέρω εμπορικής αξιοποίησης της ενδεχόμενης επιτυχίας της σειράς, συν την αύξηση κόστους της παραγωγής της. Η δημόσια τηλεόραση την είχε αποδεχθεί, αλλά σπάνια με απευθείας ανάθεση. Συνήθως αποτελούσε εναλλακτική (τηλεοπτική) εκδοχή της κινηματογραφικής ταινίας ενός καταξιωμένου σκηνοθέτη: Φώτος Λαμπρινός («Δοξόμπους», 1987), Παντελής Βούλγαρης («Η Φανέλα με το 9», 1988) (φωτό), Τάσος Ψαρράς («Η Άλλη Όψη», 1991), Λευτέρης Ξανθόπουλος («Ο Δραπέτης», 1991), Ντίνος Δημόπουλος («Τα Δελφινάκια του Αμβρακικού», 1993), κ.ά. Όλες αυτές οι εκδοχές είχαν τη μορφή των 4 ωριαίων επεισοδίων. Της ΕΡΤ είχαν προηγηθεί ο παραγωγός Σούλης Γεωργιάδης και ο σκηνοθέτης Νίκος Φώσκολος, προωθώντας την τυπολογία «mini σειρά» κατευθείαν στην αγορά του video («Ένα Αστέρι Γεννιέται… με Καισαρική», 1986), όπου είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα προσοδοφόρος, για να βρεθούν στη συνέχεια κι άλλοι πρόθυμοι ν’ ακολουθήσουν τα βήματά τους, όπως οι σκηνοθέτες Κώστας Καραγιάννης («Η Μπλόφα», 1986), Βαγγέλης Φουρνιστάκης («Καπετάν Κόκορας», 1986), Ερρίκος Αvδρέoυ («Ο Πεταλούδας Πάει στον Παράδεισο», 1988), Απόστολος Τεγόπουλος («Αστέρι στη Λάσπη», 1988), κ.ά.

Αυτά ίσχυαν προ μερικών ετών. Όταν δεν είχαν ακόμη δημιουργηθεί οι συνδρομητικές πλατφόρμες, που σήμερα παράγουν το δικό τους τηλεοπτικό πρόγραμμα. Το οποίο απέχει πολύ από τις νόρμες του παρελθόντος, μιας και σ’ αυτές σειρές θεωρούνται τα προγράμματα που περιλαμβάνουν 8 έως 13 ωριαία επεισόδια (πιο συχνά 10). Όταν, λοιπόν, η πλειονότητα των σήμερα παραγόμενων τηλεοπτικών προγραμμάτων είναι σειρές των 10 επεισοδίων, πόσα πρέπει να είναι τα επεισόδια των «mini» σειρών; Όχι πάνω από 4, θα έλεγε ο κάθε μυαλωμένος άνθρωπος.

Ε, λοιπόν, σ’ αυτό το σκηνικό, η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου έρχεται και προτείνει στα μέλη της να υπερψηφίσουν την ετήσια απονομή βραβείου mini σειράς, όπου ως mini σειρά θα θεωρείται κάθε τηλεοπτικό πρόγραμμα που περιλαμβάνει μέχρι 13 επεισόδια! Κι όταν στην καταστατική γενική συνέλευση το προεδρείο της αντιμετωπίζει τους ενδοιασμούς των παρευρισκόμενων μελών και τίθεται ενώπιον του διλήμματος, να τεθεί η πρόταση προς ψήφιση με μέγιστο αριθμό τα 8 επεισόδια ή να την αποσύρει, αποφασίζει… να την αποσύρει! Ώστε να γίνουν οι αναγκαίες διαβουλεύσεις και να επανέρθει εκ νέου προς ψήφιση, αλλά χωρίς το ενδεχόμενο απόρριψης από το Σώμα! Διότι το υφιστάμενο Δ.Σ. της ΕΑΚ, μέλη του οποίου είναι αρκετοί σκηνοθέτες και παραγωγοί της τηλεόρασης, φαίνεται αποφασισμένο να την περάσει πάση θυσία! Και το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: ΓΙΑΤΙ; Υπάρχει κάποια «υπόσχεση» ή ένας «διακανονισμός», μη γνωστός σε όλους; Ή είναι ζήτημα άγνοιας, ισχυρογνωμοσύνης και αλαζονικής συμπεριφοράς; Μία κακώς εννοούμενη υπερηφάνεια ή μία εκκολαπτόμενη διαπλοκή;

Δεν είμαι σε θέση να απαντήσω στα παραπάνω ερωτήματα, αλλά εξακολουθώ να θεωρώ ακατανόητη την επιμονή τους. Με τρία επιπλέον στοιχεία:

α) Η ελληνική τηλεόραση εξακολουθεί να μην παράγει mini σειρές. Άρα, μία ενδεχόμενη θέσπιση βραβείου είναι πολύ πιθανόν να μην έχει αποδέκτη – ή ο αποδέκτης του να είναι, αναπόφευκτα, γνωστός εκ των προτέρων και το βραβείο να προσομοιάζει του «ονομαστικού».

β) Η ΕΑΚ είναι Κινηματογραφική Ακαδημία και δεν έχει κανέναν μα κανέναν λόγο να αναμειχθεί και να επιβραβεύσει τα όσα γίνονται αποκλειστικά για τη μικρή οθόνη.

γ) Το πλέον σημαντικότερο. Η ελληνική ιδιωτική τηλεόραση έβλεπε πάντα ως «εχθρό» της τον κινηματογράφο (ενώ είναι ένας στενός συνεργάτης και «σύμμαχος») και οι διοικήσεις της πλειονότητας των υφιστάμενων σταθμών δεν έχουν αποδεχθεί και δεν εφαρμόζουν τη σχετική νομοθεσία του 1,5%. Ενώ, αντιθέτως, έσπευσαν να εκμεταλλευτούν την αντίστοιχη νομοθεσία ενίσχυσης της κινηματογραφικής παραγωγής μέσω επιστροφών του ΕΚΟΜΕ, προσαρμόζοντάς την (με κυβερνητικές παρεμβάσεις) στα μέτρα τους!

Με βάση τα παραπάνω, ποιος ορθώς σκεπτόμενος άνθρωπος του κινηματογράφου μπορεί να επιμένει να προστεθεί στα βραβεία της ΕΑΚ εκείνο της «καλύτερης mini σειράς»; Αντίστοιχα, ποιος κακοπροαίρετος μπορεί να εξακολουθεί να θεωρεί «mini» μία σειρά 13 επεισοδίων; Ιδιαίτερα σε μία ιδιωτική τηλεόραση ανέκαθεν εχθρική έναντι του ελληνικού κινηματογράφου;

Από την άλλη, υπάρχει ένα ακόμη «αγκάθι» στην όλη ιστορία: ποιος, τελικά, θα είναι ο αποδέκτης αυτού του βραβείου; Εκ φύσεως, ένα τέτοιο βραβείο απονέμεται στον παραγωγό. Ποιος είναι ο παραγωγός, όμως; Μα, αυτός που είχε την ιδέα και έστησε τη σειρά! Αλλά, στη χώρα μας, οι ιδιωτικοί σταθμοί (αρχικά, διότι σήμερα την ίδια άποψη έχει και η δημόσια τηλεόραση) θεωρούν τους εαυτούς τους «παραγωγούς», επειδή αυτοί καταβάλουν το σύνολο των απαιτούμενων για την πραγματοποίηση της παραγωγής χρημάτων. Δεν αναγνωρίζουν, δε, στον πραγματικό παραγωγό την ιδιότητά του αυτή και για έναν πρόσθετο λόγο: για να μην δικαιούται «συγγενικό δικαίωμα», το οποίο θα πρέπει να του καταβάλουν για τις επαναλήψεις που πραγματοποιούν. Με αυτό ως τετελεσμένο γεγονός, που οι (εκτελεστές) παραγωγοί το έχουν ήδη αποδεχτεί με την υπογραφή της σχετικής με τον εκάστοτε ιδιωτικό σταθμό (αλλά και την ΕΡΤ) σύμβασης ανάθεσης της παραγωγής, σε ποιον θα πρέπει να απονέμεται ένα βραβείο «καλύτερης mini σειράς»; Στον εκτελεστή παραγωγό ή στον τηλεοπτικό σταθμό; Και μία συμβιβαστική λύση, που θα έλεγε «και στους δύο», δεν θα ήταν μία έμμεση πλην όμως σαφής «υποχώρηση» των παραγωγών, οι οποίοι εξακολουθούν (λέει…) να αμφισβητούν τις επιταγές των καναλαρχών, παρόλο που δια της υπογραφής τους τις έχουν a priori αναγνωρίσει;

Υ.Γ.: Ας μην μας διαφεύγει ότι η επιμονή για καθιέρωση βραβείου καλύτερης mini σειράς γίνεται μετά την υπερψήφιση από τα παρευρισκόμενα στην καταστατική συνέλευση που έχω ήδη μνημονεύσει (21 Οκτωβρίου 2023) μέλη τροπολογίας που θεωρεί ως μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ εκείνο που η διάρκειά του υπερβαίνει τα… 40 λεπτά! Όταν στον ισχύοντα για τον κινηματογράφο Νόμο, η διάρκεια μιας μεγάλου μήκους ταινίας (για να λάβει την απαιτούμενη «ελληνικότητα») πρέπει να υπερβαίνει τα 61 λεπτά. Δηλαδή, η ΕΑΚ ως οργανωτής των βραβείων θα παρανομεί εν γνώσει της (επειδή η ταινία θα έχει μεν ελληνικότητα, αλλά ως μικρού μήκους), μόνο και μόνο για να συμπεριλάβει σε όλες τις κατηγορίες βραβείων τους συμμετέχοντες σε τηλεοπτικά ντοκιμαντέρ!

Η οποία ΕΑΚ, μέσω του σημερινού Δ.Σ. της, προωθεί και πάλι μία ακόμη τροπολογία, η οποία είχε καταψηφισθεί στην περί ου ο λόγος καταστατική συνέλευση: εκείνη που έδινε το δικαίωμα να γίνουν μέλη της (πέραν όσων έχουν τιμηθεί με κάποιο βραβείο της) και εκείνοι που θα είναι υποψήφιοι για βράβευση! Ανοίγοντας έτσι ένα ακόμη «παράθυρο» στην καταστρατήγηση των προαπαιτούμενων για εγγραφή στα σχετικά του καταστατικού της άρθρα…