Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΤΖΑΓΚΟ, Ο ΤΡΟΜΟΚΡΑΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΣΣΟ-ΝΤΟΜΠΛΕ (1966)
(DJANGO)
- ΕΙΔΟΣ: Γουέστερν
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σέρτζιο Κορμπούτσι
- ΚΑΣΤ: Φράνκο Νέρο, Λορεντάνα Νούσιακ, Χοσέ Μπόνταλο, Εντουάρντο Φαχάρντο, Άνχελ Άλβαρεζ, Τζίμι Ντάγκλας, Σιμόν Αριάγκα
Ένας μαυροντυμένος άντρας, παλιός στρατιώτης των Βορείων, παρακολουθεί απαθώς μία φευγάτη παστρικιά να μαστιγώνεται από bandidos αλλά τη σώζει απ’ το να γίνει παρανάλωμα Ku-κουλοφόρων με στολές του Νότου. Αριβάρουν μαζί σε πόλη – φάντασμα και εγκαθίστανται με το ζόρι σε σαλούν – πανδοχείο, το πρώην μπορντέλο της. Ο gringo σέρνει διαρκώς αγόγγυστα ένα φέρετρο. «Είναι κανείς μέσα;», τον ρωτάει το μόνο (in charge αλλά «κότα») αρσενικό. Ο μυστήριος απαντάει: «Ναι. Και τ’ όνομά του είναι Τζάνγκο». Προτού θάψει το παρελθόν του, πρέπει βέβαια να «θερίσει» (με τη βοήθεια του πραγματικού περιεχομένου του μακάβριου συμπράγκαλου) τον άμποτε κι αεί «απέναντι» γαλονά που έφαγε τη λατρεμένη του muchacha. Άμα στην πορεία μπορεί να του βουτήξει και καβάντζα – περιουσία με τη βοήθεια chicano ανταρτών (αν τον αφήσει ο αρχηγός τους, τη ζωή του οποίου είχε σώσει στην ψειρού), ακόμα καλύτερα.
«Ένα αστείο που σκοτώνει», όπως το μάρκαρε έχοντας χτυπήσει ήδη 4 western all’ italiana ο πρώην κριτικός και βοηθός του Σέρτζιο Λεόνε, που όπλισε το σιδερικό τού «Γιοζίμπο» με πυρίτιδα μελοδράματος, απασφάλισε α λα «Για Μια Χούφτα Δολάρια» και «γάζωσε» αναπολογητικά δια παντός τα καμπόικα και το σινεμά δράσης, το «Django» σήκωσε τον κόκκορα ως ο πρώτος, έστω και μέσα στο μακαρονάδικα black «χιούμορ» του, μηδενιστής εκπρόσωπος του Νόμου των εκτός ΗΠΑ exploitation χωραφιών του genre: κανένας (εκτός των επί χρήμασι) δεσμός, καμία μπέσα, καθόλου οίκτος, ένα άγνωστο αύριο με τίποτα – εκτός απ’ την περάτωση του «οφθαλμόν αντί οφθαλμού» (κυριολεκτικά στο μάτι – κουμπότρυπα ενός απ’ τα θύματά του) «ηθικού» σχεδίου του – στα χέρια του. Που, ακόμη και σαδιστικά σακατεμένα απ’ το κοντάκι μιας καραμπίνας και τις οπλές των αλόγων των εχθρών, είναι ικανά να μοιράσουν στο τσακ μπαμ το μολύβι ενός εξάσφαιρου στον πάσα ένα κανάγια επιζώντα και, επιτέλους, σ’ αυτόν για τον οποίον προοριζόταν εξαρχής.
Πώς; Σημαινόμενα ευφυώς βλάσφημα με υποστήλωμα το σταυρό του μνήματος της μακαρίτισσας αγαπημένης. Στην κατ’ εκείνον θεία δίκη. Κι έχοντας στην πορεία κάνει την κηδεία (και μάλιστα χωρίς την κάσα, που η κινούμενη άμμος καταπίνει μαζί με τα καράτια της λείας του) στο βαθύ κράτος του Far South της μετεμφυλιακής Αμερικής: της κατάχρησης εξουσίας (ο στρατηγός – νταβατζής, εξασκούμενος στη σκοποβολή με Μεξικανούς αιχμαλώτους αφημένους να τρέξουν προς τα σύνορα), του ψεύδους της θρησκείας (ο σπιούνος παπάς, το κόψιμο και το τάισμα του αυτιού στον οποίο ενέπνευσε μία παρεμφερή σκηνή του «Reservoir Dogs» του Ταραντίνο), του ρατσισμού (οι Νότιοι ιππείς κρυμμένοι πίσω από κατακόκκινες κουκούλες επιχειρούν να κάψουν ζωντανή τη φυγάδα μιγάδα πόρνη, μια τολμηρή αναχρονιστική καταγγελία των… «Ριζών» της ΚΚΚ), της υστερόβουλης απληστίας (που, τω όντι θανάσιμο αμάρτημα, στέλνει στον άλλο κόσμο κάθε εμπλεκόμενο στο «Ο Κλέψας του Κλέψαντος» χρυσοθηρίας – με εξαίρεση το Χάροντα με το Stetson, φυσικά).
Και έχοντας έτσι ράψει ξύλινο κοστούμι στα 35mm για ευπατρίδες τύπου Τζον Φορντ. Στις b βινιέτες : τρεις τροτέζες που παλεύουν σα γουρούνια, ένα μελανούρι που κάνει striptease, ένας αχρείος που τρώει πορτοκάλι ενώ αλλόφυλοι ανθρώπινοι «λαγοί» πυροβολούνται πισώπλατα. Στη σβέλτα ζωηρή, what you see is what you get εικονογραφία και αφήγηση (το μυδραλιοβόλο ντελίριο στην κρυψώνα του θησαυρού, στο bar και στο δέντρο, που επηρέασε το «Σημαδεμένος» του Ντε Πάλμα) με σποραδικές στιλιστικές, γκροτέσκου ή μη, εκπλήξεις: οι υποκειμενικές, στο χέρι λήψεις τσαμπουκά long play πρωτοπαλίκαρου, το zoom in στα τερηδονισμένα δόντια πιστολά, η χωρίς τεχνητό φωτισμό άφιξη του ρέμπελου jefe στο φρούριο υπό το φως της πανσελήνου. Στα κριτικά παραγνωρισμένα εικαστικά με την «Αίμα, Λάσπη και Ιδρώτας» τρόικα αισθητικής να ανατινάζεται αιφνίδια από την γκαρνταρόμπα του οίκου ανοχής, τις άλικες γιρλάντες των φοράδων και τις… φούξια σκελέες των στρατιωτών στο οχυρό. Στην υπέροχη ορχηστρική μουσική του Λουίς Μπακάλοφ με το κιτσάτα πιασάρικο φερώνυμο τραγούδι του Ρόκι Ρόμπερτς να σημαδεύει τα générique.
Όχι ότι εξιλεώνεται για τα πάντα αυτό το euro classic είδους. Τα κοντινά στα γαλανά μάτια του αξύριστου, «δεύτερου» Νέρο δε θα τραβήξουν ποτέ πιο γρήγορα απ’ τον «Άνθρωπο Χωρίς Όνομα» του Ίστγουντ, είτε ερμηνευτικά είτε εξαιτίας του αντιφατικού της «σιλουέτας» του: πενθών vigilante για τη… Μερσέντες του αλλά και macho (γιατί «Δεν μπορώ να ξαναγαπήσω»!) που, αφού κάνει την πόρνη άπαξ να νιώσει πάλι σα γυναίκα στο κρεβάτι και να τον ερωτευθεί (!!), την περιφρονεί για μια πιο παρακατιανή της, μία Μεξικανή πουτάνα και, καταραμένος ων, προκαλεί το χαμό της ενώ αυτή μόλις του έχει σώσει τη ζωή. «Δε φοβάμαι κανέναν», όμως, που (ξέρει τι) λέει κι αυτός ο αθάνατος αντιήρωας, για να πάρει εκ νέου τους δρόμους. Στο φινάλε και στον 21ο αιώνα, unchained πλέον. Αποστολή εξετελέσθη…