FreeCinema

Follow us
16.0515:00

Κάννες 2024. Πέμπτη 16 Μαΐου. Προσοχή στο κενό μεταξύ τουρισμού και φιλμικού μαζοχισμού!


Όπως και να το κάνουμε, το να πραγματοποιείς ένα όνειρό σου για πρώτη φορά μπορεί να σε συνεπάρει σε βαθμό που… πραγματικά χάνεις τον μπούσουλα. Μεταφορικά και κυριολεκτικά, μιας και ο γράφων, στην παρθενική του εμφάνιση στην Κρουαζέτ, στα 35 του, πέρασε δύο ώρες ψάχνοντας που είναι οι αίθουσες! Ενώ βρισκόταν… στην Αγορά!

Σε κάθε περίπτωση, μετά τις απαραίτητες συστάσεις μεταξύ εμού και του ακριβοθώρητου Φεστιβάλ των Καννών, η μέρα είχε απ’ όλα: Μέριλ Στριπ, ελληνική ταινία, αλλά και διαγωνιστικό τμήμα. Είχε, επίσης, τη συνειδητοποίηση πως, ναι, μπορείς να περάσεις μερικές μέρες στις Κάννες χωρίς να πάρεις… δάνειο: αν αποφύγεις τις «νάρκες» των bistrot περιμετρικά του Palais (25+ ευρώ το πιάτο), το Carrefour και τα φαστφουντάδικα είναι εδώ για να σε σώσουν, είτε με φαΐ, είτε με ποτό!

«Ραντεβού με την Μέριλ Στριπ»: Μια βασανιστική αναδρομή στην καριέρα της σπουδαίας Mέριλ

Προφανώς, η Μέριλ Στριπ έχει την τιμητική της στο 77ο Φεστιβάλ Καννών, κάτι που έγινε επιτόπου, με την έναρξή του και τον τιμητικό Φοίνικα που παρέλαβε από τη δακρυσμένη Ζιλιέτ Μπινός. Στο τιτλοφορούμενο «Ραντεβού» μαζί της, οριακά δακρύσαμε κι εμείς με το video – potpourri από άπειρες στιγμές της καριέρας της, με αιχμές του δόρατος, φυσικά, το «Κράμερ Εναντίον Κράμερ» (1979), την «Εκλογή της Σόφι» (1982) και το «Πέρα από την Αφρική» (1985).

Το κατάμεστο Théâtre Debussy την χειροκρότησε για περίπου πέντε λεπτά, όρθιο, και μετά ξεκίνησε το… ευθύ καρδιογράφημα. Κυρίως λόγω του συνεντευξιαστή της, ο οποίος ακολούθησε μοτίβο ρετροσπεκτίβας, το 90% αυτής της μιάμισης ώρας ήταν το εξής: «Στην τάδε ταινία σας, διάβασα ότι έγινε αυτό. Είναι αλήθεια;». Η όλη διαδικασία έμοιαζε με απαρίθμηση credits από το iMDB, με τον συντονιστή της συζήτησης να καταφέρνει να κάνει τους celeb δημοσιογράφους των ελληνικών τηλεοπτικών καναλιών να μοιάζουν με ανακριτές της εποχής του Μακαρθισμού όταν έχουν μπροστά τους τον Κυριάκο Μητσοτάκη!

Εν πάση περιπτώσει, προτού μέχρι και η ίδια η σπουδαία ηθοποιός να σχολιάσει… «Θεέ μου, βαριούνται τόσο πολύ που έχουν αρχίσει να φεύγουν!», πρόλαβε να μας δώσει κάποιες ενδιαφέρουσες πτυχές του έργου της, ιδιαίτερα για τη σημασία του «Κράμερ Εναντίον Κράμερ» στον φεμινισμό, αλλά και το debate της κηδεμονίας των παιδιών, ενώ ανέφερε πως για τον αξέχαστο τελευταίο μονόλογο της στην ταινία… έγινε ψηφοφορία! Η ίδια, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Ρόμπερτ Μπέντον, αλλά και ο Ντάστιν Χόφμαν, παρουσίασαν τη δική τους ξεχωριστή εκδοχή, αλλά ψηφίστηκε εκείνη της Στριπ. Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία.

Κλείνοντας, και στην ερώτηση του γιατί οι χαρακτήρες που έχει υποδυθεί μοιάζουν τόσο διαφορετικοί και δυναμικοί, έδωσε «πληρωμένη» απάντηση: «Μάλλον γιατί έχουν πραγματικές ασχολίες, πέρα από σύντροφοι ενός άνδρα».

«Kyuka: Before Summer’s End»: Κάτι περισσότερο από το κλασικό, φεστιβάλικο «weird»

Κερδίζοντας (σ.σ. με το σπαθί του, προσωπικά μιλώντας) το εναρκτήριο slot του παράλληλου προγράμματος του ACID, ο Κωστής Χαραμουντάνης μας συστήνεται με την πρώτη μεγάλου μήκους του και μας αφήνει πολλές υποσχέσεις για το μέλλον.

Το «Kyuka», που σημαίνει διακοπές στα ιαπωνικά, ασχολείται με δύο αδέρφια, τον Κωνσταντίνο και την Έλσα, και τις διακοπές που περνούν μαζί με τον πατέρα τους, εν πλω στο μικρό τους σκάφος. Ομολογουμένως, όλα τα επιμέρους στοιχεία που θα οδηγούσαν σε ένα στείρο, δίχως φόρμα φεστιβαλικό ντεμπούτο, το οποίο απλά θα κέρδιζε «εντυπώσεις» και όχι θεατές, υπάρχουν εδώ. Είναι πολύ εύκολο να χαρακτηρίσουμε το σενάριο «αφαιρετικό», «ελλειπτικό» και λοιπές κλισέ εκφράσεις, όμως, εδώ ο Χαραμουντάνης έχει γνώση του υλικού του και, το σημαντικότερο, ξέρει να πει ακριβώς τι ιστορία θέλει ν’ αφηγηθεί.

Οι υποπλοκές δουλεύουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία, σ’ αυτό το γαϊτανάκι μεταξύ της ιδιαίτερης σχέσης των δύο αδελφών, τον «Ελληνάρα» πατέρα και τον βουβό πόνο του για την εγκατάλειψη από τη γυναίκα του και μητέρα των παιδιών τους, η ίδια η μητέρα, ο «tale quale» έτερος πατέρας που εμφανίζεται στο προσκήνιο, ο συμβολισμός με τα βαμμένα νύχια του νεαρού Κωνσταντίνου και την ανάγκη του για έκφραση που τιθασεύεται από τον φόβο για την αντίδραση του πατέρα του.

Μέσα σε όλα αυτά, ο Χαραμουντάνης κερδίζει και στην καθοδήγηση ερμηνειών, όπως εκείνη του εξαιρετικού Συμεών Τσακίρη, ενώ το soundtrack βοηθά, κλείνοντας με το υπέροχο «Και η Βάρκα Γύρισε Μόνη» του Τώνη Μαρούδα. Σίγουρα, το παίξιμο των ηθοποιών και το (υπέρ του δέοντος) κοφτό μοντάζ θα ξενίσουν τους περισσότερους θεατές στην αρχή. Κι όμως, αυτό το «τέλος του καλοκαιριού» ίσως είναι η αρχή μιας φωνής που δεν ανήκει σε τζίτζικα, αλλά είναι αναπάντεχα κινηματογραφική και υποσχόμενη.

«Pigen med Nålen»: Το «The Handmaid’s Tale» δεν είναι αποκύημα φαντασίας

Τρομακτικό, σκληρό, μα πάνω απ’ όλα ένα πέρα για πέρα αληθινό πορτρέτο μιας απάνθρωπης, πατριαρχικής κοινωνίας, το «Pigen med Nålen» του Μάγκνους φον Χορν είναι μία αναμφίβολα σημαντική ταινία, που σίγουρα θα λάβει art-house traction με τη συμμετοχή του στο διαγωνιστικό των Καννών.

Θέμα του φιλμ, η Καρολίνε, κάτοικος Δανίας γύρω στα 1945, και μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δουλεύει στο τοπικό εργοστάσιο υφασμάτων, ενώ ο άντρας της δεν έχει δώσει σημεία ζωής από το «μέτωπο» εδώ κι έναν ολόκληρο χρόνο. Σαν να μην έφτανε αυτό, της γίνεται έξωση και το μόνο σπίτι που μπορεί να καταφέρει να πληρώσει, προσομοιάζει σε μπουντρούμι. Τότε είναι που θα εκδηλώσει το ενδιαφέρον του ο ιδιοκτήτης του εργοστασίου στο οποίο εργάζεται. Καλά θα πάει αυτό…

Γυρισμένο σε ταιριαστό μαυρόασπρο, το φιλμ είναι αρκετά σκληρό και βρίθει από χαρακτήρες που προκαλούν τη μήνη μας. Είναι εξαιρετικά εύκολο να βρούμε αποδιοπομπαίους τράγους εδώ, αλλά το point του φον Χορν δεν είναι άλλο από το να μας στρέψει το βλέμμα στο δάσος και ουχί στο δέντρο. Φταίει η φύση του εκάστοτε ζώου που κυνηγά στη ζούγκλα ή μήπως οι ίδιοι οι κανόνες της;

Η Καρολίνε (μία εκπληκτική Βικ Κάρμεν Σόνε) δεν παίρνει ανάσα. Είναι εντυπωσιακό το γεγονός πως κάθε αλλαγή σκηνικού, κάθε νέος άνθρωπος στη ζωή της, το κάθε σπίτι που θα βρεθεί, όλα μοιάζουν με φέρετρο, με φυλακή που θα την κλείσει και θα μείνει βουβή για πάντα. Ή μήπως όχι;