FreeCinema

Follow us

Η ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΤΡΥΠΙΑΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (2020)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνική Σάτιρα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γιάννης Οικονομίδης
  • ΚΑΣΤ: Βασίλης Μπισμπίκης, Βίκυ Παπαδοπούλου, Γιάννης Τσορτέκης, Στάθης Σταμουλακάτος, Βασιλική Καλλιμάνη, Σοφία Κουνιά, Αντώνης Κοτζιάς, Βαγγέλης Μουρίκης, Φωκίων Μπόγρης, Πέτρος Ζερβός, Δημήτρης Μαυρίδης, Λάζαρος Μαυρίδης, Γιώργος Γιαννόπουλος, Λένα Κιτσοπούλου
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 140'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP

Πρώην φίρμα του λαϊκού τραγουδιού, που τα πήρε κρανίο και τα γάμησε όλα στην Αθήνα, πλέον ζει στην επαρχία με καταχρεωμένο σκυλάδικο, γκρίνια μανούλας και παντρεμένη γκόμενα την οποία θέλει να «κλέψει». Εκείνη θα διαπράξει το τελευταίο κυριολεκτικά, αδειάζοντας 1.000.000 ευρώ από το χρηματοκιβώτιο του συζύγου της. Ο τελευταίος αναζητά το σκαστό ζευγάρι και ζητά τη βοήθεια της δικής του μανούλας…

Μέχρι σήμερα, το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη μου έδειχνε έναν «κλειστό» άνθρωπο, θυμωμένο. Ποτέ δεν άλλαζαν αυτά τα χαρακτηριστικά. Δεν ήταν απλά μία «μανιέρα». Ήταν μία πεισματική αφοσίωση. Ενός «κλειστού» ανθρώπου. Όταν βγήκα από την προβολή της «Μπαλάντας της Τρύπιας Καρδιάς», του είπα πως η λέξη κλειδί για τον ίδιον (πρωτίστως) αλλά και τούτη την ταινία είναι η «γαλήνη». Που εδώ του επιτρέπει να… λοξοδρομήσει από τα συνηθισμένα (του). Θέλει λεπτή προσοχή για να το νιώσεις πραγματικά, όμως εδώ ο Οικονομίδης αλλάζει. Το ζητούσε το μέσα του. Που πάτησε πόδι στις (δημιουργικές) εμμονές του. Προσωπικά, χάρηκα που ανοίγεται. Δεν το κάνει με ενθουσιασμό. Αλλά το τολμάει. Έξι χρόνια μετά το «Μικρό Ψάρι», διάβολε!

Τραγουδιστής του λαϊκού πενταγράμμου (τύπου Παντελίδης), που έγινε αμέσως φίρμα αλλά δεν ανεχόταν τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το σύστημα, άφησε πίσω του Αθήνα και δόξες για ν’ ανοίξει σκυλάδικο στην επαρχία, το οποίο δουλεύει μαζί με τη μάνα του. Στην παρούσα κατάσταση, παίζει μεγάλη καψούρα με παντρεμένη, ο σύζυγος (λεφτάς με όνομα στον κάμπο) το μαθαίνει και απλά περιμένει να της περάσει (καψούρα κι αυτός). Εκείνη, όμως, το σκάει με τον τραγουδιάρη και «ελαφρώνει» τον «κερατά» από ένα μύριο σε ρευστό που βρίσκεται στο οικιακό χρηματοκιβώτιο! Ο τελευταίος θα το αντιληφθεί, το amore δεν έχει ιδέα. Τώρα, ο με τρύπια καρδιά ζοχαδιασμένος σύζυγος δεν έχει να περιμένει τίποτα. Αναζητά τρόπο να τους σκοτώσει και τους δυο μαζί. Γι’ αυτό υπάρχουν οι μανάδες!

Σε πρώτο επίπεδο, η ιστορία της «Μπαλάντας» μας πηγαίνει πίσω στο 2010 και στο αμάρτημα της απιστίας (βλέπε «Μαχαιροβγάλτη»), όμως τα layers από κάτω είναι πολύ περισσότερα και η βασική υπογράμμιση του σεναρίου έχει να κάνει με τη μητρική παθογένεια σαν το μεγαλύτερο έγκλημα της ελληνικής κοινωνίας! Σκάβοντας ακόμη πιο βαθιά και εγκαταλείποντας (ελαφρά) το lumpen σύμπαν παρανομίας που αποτελεί τις ρίζες αυτής της κοινωνίας (ανέκαθεν – και – κύριο συστατικό στο σινεμά του Οικονομίδη), το περιβάλλον τούτης της ταινίας μας συστήνει μία «αδιόρατη» κανονικότητα της ελληνικής καθημερινότητας, ένα σύγχρονο χοιροστάσιο αναλώσιμων ανθρώπων που βουτάνε πότε στη λάσπη και πότε στο αίμα για να αναρριχηθούν έστω οικονομικά (πρόσωπο στην κοινωνία δεν θ’ αποκτήσουν ποτέ…), μέχρι να καταλήξουν κι εκείνοι (αργά ή γρήγορα) σ’ αυτό το εκτροφείο της ζωής που κάνει τον κύκλο του δίχως σταματημό. Το καλό γουρούνι όλα τα «αλέθει», άλλωστε…

Η μάνα του Ηρακλή (ο απατημένος σύζυγος) και η μάνα του Μάνου (ο πρώην τραγουδιάρης) θα κεντήσουν έναν ιστό δολοπλοκίας, έχοντας η καθεμιά με το μέρος της μία «ασπίδα» από ανθρωπάκια ή αποβράσματα «της διπλανής πόρτας» που μυρίστηκαν χρήμα και μπήκαν στη φάση, με το σενάριο των Οικονομίδη, Χάρη Λαγκούση και Δημοσθένη Παπαμάρκου να θυμίζει ανά στιγμές τις crime ανατροπές του σινεμά του Γκάι Ρίτσι, χωρίς όμως να νοιάζεται τόσο για τη λεπτομερή ψηλάφηση και εξήγηση των σχεδίων του κάθε χαρακτήρα, που κατά βάθος έχει άλλα πλάνα στο μυαλό του. Υπάρχει μία τεράστια δόση σαρκαστικού χιούμορ στην «Μπαλάντα» και ο Οικονομίδης μοιάζει να μειδιά πίσω από τις κάμερες, σχεδόν σπάζοντας πλάκα με τους πάντες και κανιβαλίζοντας ωμά τους θεσμούς μιας κοινωνικής «πυραμίδας» που βρωμάει από σήψη, αλλά δεν θα τολμούσες να κριτικάρεις ανοιχτά γιατί μπορεί να σου σπάσει από τον τσαμπουκά μέχρι και κανέναν σβέρκο (θανάσιμα, εννοείται). Κατά κάποιον τρόπο, εδώ έχουμε μία βίαιη σάτιρα της καταγωγής ενός λαού, στον αντίποδα της σαμπρολικής αποδόμησης της ψυχοσύνθεσης της γαλλικής επαρχιακής αστικής τάξης. Από τον αστισμό εκείνου κατρακυλάμε στον πάτο της ελληνικής επαρχίας, μιας «χώρας προέλευσης» που σε κάνει να τρομάζεις για το πώς μπορεί να λειτουργεί το… πρωτευουσιάνικο σύστημα του «αφρού».

Στο πώς χειρίζεται τους ηθοποιούς του ο Οικονομίδης μπορεί να μην έχουν αλλάξει πολλά, όμως εδώ κι αν μετράει η… «γαλήνη» (που έλεγα στην αρχή). Μερικοί θα το αποκαλέσουν «ωρίμανση», αλλά εγώ αισθάνομαι πως η θεατρική δοκιμασία του με το «Στέλλα Κοιμήσου» τον έμαθε πράγματα και τον έφερε πιο κοντά στο ανθρώπινο δυναμικό που (εκ)θέτει μπροστά από τις κάμερες εδώ. Αν και πάντοτε έγραφε ρόλους ωραίους, με ατάκες «σπαθί» και σπιντάτο σφυγμό, ο Οικονομίδης έπεφτε συχνά στην παγίδα να μετατρέπει (πολλούς από) τους χαρακτήρες του σε σκέτες φιγούρες, που μας έδιναν μία καλύτερη εντύπωση διότι το έχει στο ταίριασμα του σχεδιασμού με το casting. Στην «Μπαλάντα» η καθοδήγηση των ηθοποιών έχει ανέβει σε άλλο level. Χωρίς τη στερεοτυπική (στο σινεμά του) επανάληψη της ίδιας ατάκας στον προφορικό λόγο, με πιο cool ρυθμούς, κάπου ανάμεσα στην κυνική παρωδία και το δηκτικά ασόβαρο, οι ήρωες τούτης της ταινίας έχουν τους ερμηνευτές που τους αξίζουν. Ο Βασίλης Μπισμπίκης είναι σκέτη αποκάλυψη, που γράφει στον φακό σε βαθμό που ούτε και ο ίδιος θα πίστευε ποτέ (αν όχι και ο Οικονομίδης μαζί!). Στα αντικρουόμενα όρια μεταξύ του θρασύτατου βουτυρομπεμπέ και του brutal γαμιά, καταφέρνει να κλέψει την παράσταση από ένα ensemble καστ πραγματικά διαλεκτό, με κάμποσες γνωστές φάτσες από το σύμπαν του σκηνοθέτη, δίπλα στις απολαυστικές μανάδες των Βασιλικής Καλλιμάνη και Σοφίας Κουνιά που «δέρνουν» με τη φυσικότητά τους. Επίσης, να επισημανθεί η εξοικείωση του Οικονομίδη με το original score, που υπογράφει δίχως επιτήδευση ή αναμενόμενα θέματα (και χρήση οργάνων) ο Ζαν-Μισέλ Μπερνάρ, τονίζοντας μία γαλλικής υφής «νουαρικότητα» (κυρίως μέσω των πνευστών) δίπλα στην πιανιστική… γαλήνη.

Γέλασα πολύ δυνατά με τούτη την «Μπαλάντα». Και ακόμη πιο δυνατά… μέσα μου, όταν ο Γλάρος (κλασικά τεράστιος και κινηματογραφικότατος ο Στάθης Σταμουλακάτος) κατέβηκε στο υπόγειο του εξοχικού του «γαμιστρώνα» για να ρίξει κορώνα-γράμματα τη ζωή της «ωραίας κοιμωμένης» (;). Πόσες τρύπες να είχε κι η δική του καρδιά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Σταθερά σε υψηλό επίπεδο το σινεμά του Γιάννη Οικονομίδη, εδώ με μικρές διαφορές από αυτό που περιμένει να δει το standard κοινό του (αν «μπει» με παραπανίσια προσοχή στο έργο και δεν παραμείνει στην αναζήτηση της επόμενης σκηνής / ατάκας που θα γίνει viral στο YouTube). Οι «καθωσπρέπει» ακόμη θα κλωτσήσουν ελαφρά με το καταστασιακό και λεκτικό, αν όχι και με την ταξική «χολή» της κριτικής απέναντι στην ελληνική κοινωνία. Το πρώτο μέρος κυλάει αβίαστα με περίσσιο χιούμορ, ο ερχομός του βίαιου ξεκαθαρίσματος λογαριασμών στο δεύτερο μέρος ρίχνει κάπως τους ρυθμούς και σήκωνε λίγο «ψαλίδι», αλλά… γαλήνη. Άπαξ και την αισθανθείς, θα συμπορευθείς.


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.