FreeCinema

Follow us

ΝΥΧΤΑ ΠΡΕΜΙΕΡΑΣ (1977)

(OPENING NIGHT)

  • ΕΙΔΟΣ: Ψυχολογικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Κασαβέτις
  • ΚΑΣΤ: Τζίνα Ρόουλαντς, Μπεν Γκαζάρα, Τζον Κασαβέτις, Τζόαν Μπλοντέλ, Πολ Στούαρτ, Ζόρα Λάμπερτ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 144'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE

Λίγες μέρες πριν την μεγάλη πρεμιέρα ενός δύσκολου θεατρικού στο Broadway, η πρωταγωνίστριά του και σπουδαία ηθοποιός Μερτλ Γκόρντον βρίσκεται στα πρόθυρα ψυχολογικής κατάρρευσης.

Το σινεμά του Τζον Κασαβέτις δεν υπήρξε ποτέ εύπεπτο ή εκφραστικά δειλό. Και τούτη η αληθινά σπουδαία του ταινία, εκείνη για την οποία ο ίδιος είχε δηλώσει πιο υπερήφανος από οτιδήποτε άλλο έκανε ποτέ στο σινεμά (που τόσο αγάπησε με τους δικούς του – σχεδόν πάντοτε – όρους), μετακινεί όρια και τολμά πειραματισμούς που σπάνια επαναλήφθηκαν, μα σίγουρα ενέπνευσαν επόμενες γενιές σπουδαίων κινηματογραφιστών.

Όποιος συγκινήθηκε με το στόρι και τη σεκάνς του θανάτου του νεαρού fan ένα βροχερό βράδυ στην Ισπανία του Πέδρο Αλμοδόβαρ στο «Όλα για τη Μητέρα μου» (1999), οφείλει να μάθει πως η έμπνευσή της προήλθε ως άμεσος φόρος τιμής στην εναρκτήρια σεκάνς τούτης της ταινίας, καθώς η ήδη ψυχολογικά κλονισμένη και οριακά αλκοολική Μερτλ Γκόρντον γίνεται το αντικείμενο λατρείας μιας νεαρής θαυμάστριας έξω από την πίσω πόρτα του περιφερειακού θεάτρου στο οποίο κάνουν τις πρώτες δοκιμαστικές παραστάσεις του θεατρικού το οποίο πρόκειται να μεταφερθεί σύντομα στο Broadway. Καθώς η καταρρακτώδης βροχή δε σταματά την κάπως υπερβολική έκφραση θαυμασμού της νεαρής, η Μερτλ συγκινείται από το πάθος της αλλά και ανησυχεί για την (σωματική αλλά και ψυχική) υγεία της 17χρονης Νάνσι, η οποία δευτερόλεπτα μετά τον αποχαιρετισμό με το είδωλό της, πέφτει νεκρή, χτυπημένη από αυτοκίνητο, με την Μερτλ και την λοιπή θεατρική ομάδα να γίνονται μάρτυρες μέσα από το δικό τους αυτοκίνητο. Η διάσημη ηθοποιός, που φτάνει την μέση ηλικία χωρίς να το θέλει ούτε να το ομολογεί, ήδη δυσαρεστημένη και αγχωμένη από την επιλογή του «ομώνυμου» ρόλου της «Δεύτερης Γυναίκας», κλονίζεται ακόμη περισσότερο από τον θάνατο της Νάνσι, που θα σταθεί η αφετηρία για ένα δύσβατο και συχνά βάρβαρο ψυχολογικό ταξίδι συνειδητοποίησης, ταυτότητας και προσωπικής επανάστασης.

Το ζευγάρι (σε ζωή και σινεμά) Κασαβέτις και Ρόουλαντς αποτελεί ίσως (ή και αναμφισβήτητα, κατά την υπογράφουσα) το πιο γενναίο, ασυμβίβαστο και αρμονικά ταλαντούχο στην ιστορία του σινεμά. Εδώ, ο σεναριογράφος / σκηνοθέτης ουσιαστικά τοποθετεί τη σύζυγό του στην θέση του δικού του alter ego, του καλλιτέχνη που αρνείται πως η ηλικία έχει κάποια σημασία στην καλλιτεχνική πρόοδο και την ερμηνευτική δεινότητα, που επαναστατεί, άλλοτε αυτοκαταστροφικά, άλλοτε εμπνευσμένα, στον προσωπικό περίγυρο και το κοινωνικό status quo που του απαντά διαφορετικά. Και, φυσικά, έχοντας δίπλα του τον ερμηνευτικό «τυφώνα» που ακούει στο όνομα Τζίνα Ρόουλαντς, ο Κασαβέτις δεν μπορεί παρά να ξεπερνά τον εαυτό του. Ένας ρόλος που θα γινόταν ίσως πιο συμβατικός και βατός στα χέρια ενός άνδρα, ίσως και του ίδιου του δημιουργού (ο οποίος εδώ κρατά για τον εαυτό του τον ρόλο του επιφανειακού ηθοποιού Μόρις), εδώ αποκτά άπιαστες προεκτάσεις και εκφάνσεις, με την γυναικεία παρουσία και την απόλυτα αφιερωμένη ερμηνεία της Ρόουλαντς. Η Μερτλ, της οποίας την ακριβή ηλικία δεν μαθαίνουμε ποτέ παρά τις πολλαπλές ερωτήσεις, οδηγείται παρά τη θέλησή της προς την μέση ηλικία, και το νέο θεατρικό στο οποίο πρωταγωνιστεί, «Η Δεύτερη Γυναίκα», την φέρνει για πρώτη φορά τόσο ωμά και άμεσα αντιμέτωπη μ’ αυτό. Το γεγονός πως δεν κατανοεί γιατί το έργο της 65χρονης θεατρικής συγγραφέως Σάρα Γκουντ είναι τόσο σκληρό και ανελέητο απέναντι στον χαρακτήρα της, τον οποίον θεωρεί θλιβερά παθητικό και στενάχωρο, σε συνδυασμό με τον ενδόμυχο φόβο της πως αν υποδυθεί τον ρόλο όπως τον έχει γράψει η Γκουντ, θα τυποποιηθεί στο εξής σε ρόλους «μεσήλικης», της προκαλεί ένταση και μια κρυμμένη απελπισία, καθώς και μία άρνηση για την πραγματικότητα που προσπαθεί να την κοιτάξει κατάματα στον καθρέφτη, αν και η αληθινή έκρηξη έρχεται με τον θάνατο της 17χρονης Νάνσι. Οι ομοιότητες και οι παραλληλισμοί του θεατρικού με την αληθινή ζωή και την ψυχολογική κατάσταση της Μερτλ, απειλούν να καταστρέψουν την πνευματική και ψυχική υγεία της ηθοποιού, η οποία αποφασίζει να επαναστατήσει απέναντι στον ρόλο της, το θεατρικό της Γκουντ, τον γοητευτικό μα και χειραγωγό σκηνοθέτη της, τον ματαιόδοξο και κυνικό συμπρωταγωνιστή της και τον υπόλοιπο περίγυρο που προσπαθεί να την τιθασεύσει, να την κάνει ν’ αποδεχθεί παθητικά την ηλικιακή της «μοίρα» και την καταθλιπτική έκβαση που αυτή επιφέρει, ειδικά για μια γυναίκα «καριέρας», ανύπαντρη, χωρίς παιδιά και λίγα χρονάκια πριν το τέλος του «ρόλου» της ως γυναίκα, δηλαδή της εμμηνόπαυσης, τουλάχιστον όπως αντιμετωπίζεται από την κοινωνία (και τον τάχα «αγαπημένο» περίγυρο της Μερτλ, στην προκειμένη περίπτωση…). Κι όταν οι άνδρες γύρω της την «μηδενίζουν» ως γυναίκα και την βλέπουν πια μονάχα ως «επαγγελματία», η ηθοποιός θα επικαλεστεί το πνεύμα της Νάνσι, σε μια σειρά από «επισκέψεις» της νεαρής στην μεγαλύτερη γυναίκα, που ξεκινούν αρμονικά, ωστόσο εξελίσσονται σε απειλή ενάντια στην ψυχική της ισορροπία. Ήρθε, άραγε, η ώρα για την Μερτλ να αποχαιρετίσει τη νιότη της κι έτσι ν’ αποτάξει το «φάντασμα» της Νάνσι; Και αν ναι, τι επιπτώσεις θα έχει στην καριέρα, τη ζωή και την πνευματική της υγεία;

Όσο καθηλωτική και συγκλονιστική είναι εδώ η ερμηνεία της πιο υποτιμημένης Αμερικανίδας ηθοποιού που υπήρξε ποτέ, της Τζίνα Ρόουλαντς (το τελευταίο μέρος της ταινίας περνά με την καλύτερη απεικόνιση μεθυσμένου ανθρώπου που θα δείτε ποτέ στην μεγάλη οθόνη, μαζί μ’ εκείνη του Άλμπερτ Φίνεϊ στο «Κάτω από το Ηφαίστειο»), και όσο μεγάλες αλήθειες εξερευνά ο Κασαβέτις, άλλο τόσο «δύσβατη» και δύσκολη είναι κατά καιρούς η θέαση αυτής της ταινίας τους. Θυμίζοντας (ως γενική ιδέα) κάτι από «Όλα για την Εύα» (διόλου τυχαία, το αρχικό casting ήθελε την Μπέτι Ντέιβις για τον ρόλο της 65χρονης Σάρα Γκουντ, με την έξοχη Τζόαν Μπλοντέλ να τον ερμηνεύει τελικά, προσομοιάζοντας κάπως σ’ ένα είδος homage στην Μάργκο εκείνης), αφηγηματικά οι δύο ταινίες δεν θα μπορούσαν να είναι πιο διαφορετικές. Εδώ, οι γραμμές μεταξύ του θεατρικού, της ταινίας και της αληθινής ζωής, θολώνουν και μετακινούνται συνεχώς στο μυαλό, το σενάριο και τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Κασαβέτις, ο οποίος πειραματίζεται με σχεδόν αντίθετη προσέγγιση από τις περισσότερες ταινίες του. Εκεί που στην πλειοψηφία της φιλμογραφίας του βασίζεται στην αμεσότητα και την ειλικρίνεια των ερμηνειών, εδώ απομακρύνει και μπερδεύει αυτή την εμπειρία, καθώς τα σύνορα μεταξύ των χαρακτήρων του φιλμ του και των χαρακτήρων των ρόλων που εκείνοι υποδύονται στο θεατρικό αλλοιώνονται συνεχώς, με την Μερτλ ν’ αυτοσχεδιάζει, να επαναστατεί, να σπάει τον «τέταρτο τοίχο», να σαμποτάρει, ν’ αυτοκαταστρέφεται επάνω αλλά και πίσω από την θεατρική σκηνή, και τους υπόλοιπους χαρακτήρες να προσπαθούν να την ακολουθήσουν, αυτοσχεδιάζοντας κι εκείνοι, είτε είναι ηθοποιοί (στην ταινία) είτε όχι, να την κατανοήσουν, να την καταδικάσουν, να την ταπεινώσουν, αλλά και να φτάσουν στο επίπεδό της, σε μια συχνά ψυχολογικά και σπανιότερα σωματικά βίαιη, ωμή εξερεύνηση του ψυχισμού της κεντρικής γυναίκας / καλλιτέχνιδος / ανθρώπου, η οποία επιθυμεί μονάχα να της επιτρέψουν το δικαίωμα στην «ελπίδα» – για το μέλλον, την καριέρα της, μα κυριότερα την ταυτότητά της ως γυναίκα. Κι εκείνη την «ελπίδα» πως το πάθος, προσωπικό ή καλλιτεχνικό, δεν χρειάζεται να τελειώσει με μια απλοϊκή, σχεδόν μηδενιστική αποδοχή της ηλικίας ως τέλους της ζωντάνιας, της δημιουργικότητας, του νοήματος της ζωής. Η «Δεύτερη Γυναίκα» μπορεί να είναι εξίσου ευτυχισμένη, παθιασμένη, επιτυχημένη και δημιουργική όσο και η νεαρή «Πρώτη», που μπορεί να βρίσκεται ακόμα μέσα στον ψυχισμό και τις αναμνήσεις της «Δεύτερης» – ή μπορεί, πια, και να κείτεται νεκρή στο οδόστρωμα, μέσα στη βροχή…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Εάν γνωρίζεις ήδη το «ανεξάρτητο» σινεμά του Κασαβέτις, τότε συστήνεται ανεπιφύλακτα ως μία από τις καλύτερες ταινίες της φιλμογραφίας του. Η αφηγηματική δομή θα δυσκολέψει και θα αποπροσανατολίσει αρκετούς, αν και αξίζει τον (πνευματικό) κόπο. Γενικότερα, μια ταινία που βρίσκεται ταυτόχρονα μπροστά από την εποχή της, από πλευράς ψυχολογικής ανάλυσης και κινηματογραφικών πειραματισμών, όσο κι αν φαίνεται (σε σημεία μόνο) κάπως «ξεπερασμένη», καθώς οι συμπεριφορές που παρακολουθούμε μάλλον δεν θα ήταν αποδεκτές στον 21ο αιώνα – τουλάχιστον επιφανειακά, καθώς όλοι γνωρίζουμε (αν και δεν ανα-γνωρίζουμε πάντα) πως οι αιτίες που φτάνουν την Μερτλ στα όριά της ισχύουν και βρίσκονται σ’ εφαρμογή ακόμη και τώρα, σχεδόν μισόν αιώνα μετά τον αγώνα της ν’ ακουστεί…


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.