FreeCinema

Follow us

ΟΛΟΙ ΘΕΛΟΥΝ ΑΠΟ ΛΙΓΟ!! (2016)

(EVERYBODY WANTS SOME!!)

  • ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ
  • ΚΑΣΤ: Μπλέικ Τζένερ, Ζόι Ντόιτς, Ράιαν Γκουζμάν, Τάιλερ Χόχλιν, Γκλεν Πάουελ, Τζάστον Στριτ, Γουάιατ Ράσελ, Τέμπλ Μπέικερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Λίγες μέρες πριν την έναρξη της φοιτητικής χρονιάς των αρχών της δεκαετίας του 1980 σε ένα Πανεπιστήμιο του Τέξας, ένας πρωτοετής της ομάδας baseball θα εγκατασταθεί στο νέο του δωμάτιο, θα κυνηγήσει κορίτσια, θα συζητήσει άσκοπα με τους νέους του κολλητούς, θα ανακαλύψει έναν ολόκληρο νέο κόσμο και, χωρίς να το καταλάβει, θα αφήσει πίσω την ασφάλεια της εφηβικής ζωής.

Είναι πολύ εύκολο να κατηγορήσει κανείς τον Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ για «έλλειψη σεναρίου». Του αρέσει να χάνεται στους ατέλειωτους διαλόγους, να αποτυπώνει σκηνές που δεν οδηγούν απαραίτητα σε κάποια προφανή κορύφωση και να παρασύρεται από το ύφος και τη νοσταλγία χωρίς να αγχώνεται να παρουσιάσει κάτι μαζικά εμπορικό. Κι όμως, ό,τι δημιουργεί έχει μια αδιόρατη συνοχή, μια συνειδητοποιημένη ματιά και μια νοσταλγική διάθεση που προδίδουν έναν τελειομανή σκηνοθέτη ο οποίος καταφέρνει να δει πίσω από τα τείχη των χαρακτήρων του, να αποδείξει ότι όλα δεν είναι μόνο όσα δείχνουν και ότι το συναίσθημα είναι δυνατότερο όταν βγαίνει αβίαστα και σωρευτικά, μέσα από τηροή φαινομενικά χαλαρά δεμένων σκηνών. Στο ευρύτερο κοινό το απέδειξε με την «Before…» τριλογία, το δε «Μεγαλώνοντας» του έφερε και την καλλιτεχνική καταξίωση (αν και εκεί, για μερικούς, παρασύρθηκε από την πομπώδη χροιά της ιδέας του, προσωπικά δεν το θεώρησα έτσι), όμως πιο πριν από όλα είχε υπάρξει το «Dazed and Confused», το οποίο, επιπλέον, βάλθηκε να εξερευνήσει την ανδρική ψυχολογία και τη νεανική επιπολαιότητα με τρόπο που ήταν φρέσκος, αναζωογονητικός και γεμάτος κατανόηση – δηλαδή, επιτέλους, απαραίτητος.

Ο πρόλογος αυτός είναι απαραίτητος πριν φτάσουμε στην αυτή καθεαυτήν κριτική του «Όλοι Θέλουν από Λίγο!!» (ναι, με τα δύο θαυμαστικά να αποτελούν όντως μέρος του τίτλου). Γιατί όποιος δει αυτή την ταινία, πρέπει να έχει υπόψη του τι είναι αυτό που έχει στο μυαλό του ο Λίνκλεϊτερ και να είναι εξοικειωμένος με την οπτική και τα ευαίσθητα σημεία ενδιαφέροντός του, καθώς εδώ ο σκηνοθέτης είναι σα να παίρνει στοιχεία από τη μεγάλη, προσωπική, καλλιτεχνική του λίστα και να τα τσεκάρει ένα-ένα με αυτοπεποίθηση. Εδώ βρίσκεται και το επιφανειακά κάφρικο αλλά γεμάτο καρδιά χιούμορ του «Dazed and Confused», εδώ βρίσκεται και η νοσταλγία του (τόσο για τη νεανική τρέλα όσο και για μια προηγούμενη δεκαετία, τα 80’s αυτή τη φορά), εδώ βρίσκονται και οι σκηνές ατέλειωτων διαλόγων φαινομενικής καθημερινής ανουσιότητας, εδώ βρίσκονται και οι ελαφρές στιχομυθίες του flirt που χτίζουν σταδιακά το νεανικό προφίλ μιας ολόκληρης εποχής (αλλά και διαχρονικά). Όταν ο Τζέικ και η Μπέβερλι μιλούν στο τηλέφωνο, είναι σαφές ότι αυτή η ταινία είναι δημιούργημα του ίδιου ανθρώπου που πρόσφερε την «Before…» τριλογία στο κοινό.

Μέσα από αυτά τα στοιχεία, όμως, είναι που το φιλμ αποδεικνύεται αβίαστα αστείο (χωρίς να εξαναγκάζει το γέλιο με την ατάκα, αλλά μέσα από το χτίσιμο ατμόσφαιρας και μικρών λεπτομερειών που στα μάτια των πρωταγωνιστών μοιάζουν απόλυτα φυσιολογικές, όπως για παράδειγμα η καταναγκαστική αλλαγή γκαρνταρόμπας πριν από κάθε είδους party ή η συνεχής παρουσία ενός αόρατου κυνηγού ταλέντων), γνήσια συγκινητικό, retro αλλά και διαχρονικό και, τελικά, απόλυτα αληθινό και καθόλου «δήθεν». Ίσα-ίσα, ο Λίνκλεϊτερ μοιάζει να ξεκινά την ιστορία βλέποντας απλά στερεότυπα (ο γόης, ο τρελός, ο «παιχταράς», ο γκαφατζής), για να αρχίσει σταδιακά να τα προσπερνά και να φτάνει στην ουσιαστική πτυχή του κάθε χαρακτήρα και τη δική του αλήθεια. Το δε ρολόι της αντίστροφης μέτρησης μέχρι την έναρξη της φοιτητικής χρονιάς προσδίδει μια παράδοξη αίσθηση… κατεπείγοντος στο καβλάντισμα επί της οθόνης και ένα γλυκόπικρο ορόσημο σε όλη αυτή την τρέλα (η οποία χωρίς να το θέλει αναγκάζεται να προχωρήσει προς μια κάποια ενηλικίωση), μετατρέποντας το «Όλοι Θέλουν από Λίγο!!» σε μια «ανδρική» ιστορία όπου κάθε τυπική, macho συμπεριφορά αποτελεί την επιφάνεια και κάθε συμπεριφορική ηλιθιότητα προδίδει την αθωότητα και την άγνοια κινδύνου τής μετέπειτα ζωής.

Υπάρχουν τόσες όμορφες λεπτομέρειες κρυμμένες εδώ μέσα. Τα διαφορετικά parties που ουσιαστικά σκιαγραφούν μια ολόκληρη εποχή (το σχολιάζουν και οι ίδιοι οι ήρωες σε μια μάλλον αχρείαστη, αυτοαναφορική στιγμή της ταινίας), τα συνεχή δείγματα νεανικής ανταγωνιστικότητας (από λεκτικές αντιπαραθέσεις μέχρι αγώνες σε κάθε είδους άθλημα, με highlight το ping pong), ο φόρος τιμής σε κάθε είδους κλισέ κολεγιακής ζωής (στην οποία οι ήρωες ακόμα είναι outsiders, είτε θέλουν να το παραδεχτούν είτε όχι), οι εξαιρετικά προσεγμένες μουσικές επιλογές που επί της ουσίας λαμβάνουν ρόλο ξεχωριστού πρωταγωνιστή (από το «Women and Children First» που χαρίζει έναν στίχο του για τον τίτλο της ταινίας, μέχρι το ανεβαστικό «My Sharona» και το «Rapper’s Delight», το οποίο οι ίδιοι οι ήρωες ερμηνεύουν στην πληρότητά του ενώ κάνουν βόλτες με το αυτοκίνητο), η αποκάλυψη ενός από τους χαρακτήρες ότι αποτελεί κυριολεκτικά αμετανόητο φοιτητή που δεν μπορεί να προχωρήσει στην ενήλικη ζωή (και, κατά μία έννοια, μετουσιώνει τη νοσταλγική ματιά τού ίδιου του θεατή).

Μπορεί το σύνολο των χαρακτήρων να μην είναι τόσο ετερόκλητο όσο στο «Dazed and Confused», ούτε οι δυναμικές μεταξύ τους να λαμβάνουν τόσο πολλές μορφές όπως σε εκείνο το «πνευματικό prequel» τούτου του φιλμ, όμως υπάρχει η ίδια ενέργεια και εδώ, η ίδια δίψα για κατανόηση του τι υπήρξε πριν και τι επακολουθεί στη ζωή αυτών των ανθρώπων, η ίδια γνήσια αγάπη για τα παρεξηγημένα στερεότυπα της αμερικανικής (κυρίως αλλά και γενικότερα) νιότης. Αυτή η ενέργεια είναι ο αφηγηματικός άξονας της ιστορίας, αυτή είναι που παρασέρνει με επιτυχία και τον θεατή στα διάφορα συναισθηματικά στάδια μέχρι το τέλος. Αν είναι, λοιπόν, αυτό «έλλειψη σεναρίου», μακάρι να υπήρχαν περισσότερα τέτοια μη σενάρια εκεί έξω…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Μερικές στιγμές είναι σα να τσεκάρει λίστα από απαραίτητα 80’s σκηνικά (η disco φάση, το καουμπόικο σκηνικό, η punk σκηνή, το τριπαρισμένο party), αλλά το «Everybody Wants Some!!» καταφέρνει να μεταδώσει και πάλι εκείνη τη νοσταλγία, την κάφρικη αγάπη και τον… οργανωμένο αχταρμά του «Dazed and Confused», σε ένα άτυπο, περισσότερο θεματικό sequel, που δεν προδίδει αλλά ούτε και παρουσιάζει κάτι ουσιαστικά καινούργιο σε σχέση με εκείνη την ταινία. Προσφέρει αρκετές γνήσια αστείες σκηνές, επιμένει σε εκείνες τις πολύπλοκες αδελφικές σχέσεις μεταξύ μεγαλύτερων και μικρότερων μελών μιας ομάδας, αρνείται να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά και αρέσκεται να αφοσιώνεται στην κάθε στιγμή, χωρίς να θέλει να της προσδίδει δήθεν βαρύτητα. Δεν είμαι σίγουρος ότι έχει την πληρότητα του «Dazed», αλλά και γέλασα πολύ και εκτίμησα τι (ξανα)έκανε ο Λίνκλεϊτερ. Αν γνωρίζεις τον σκηνοθέτη, δεν υπάρχει περίπτωση να μην κάνεις κι εσύ το ίδιο.


MORE REVIEWS

LONGLEGS

Ντετέκτιβ του FBI που παρουσιάζει «παράξενα» δείγματα ενσυναίσθησης σε σχέση με τη δράση ενός επί σειρά δεκαετιών ασύλληπτου serial killer, εντοπίζει σταδιακά τα στοιχεία ενός εκκεντρικού puzzle του οποίου ίσως και η ίδια αποτελεί κομμάτι (από το παρελθόν).

FLY ME TO THE MOON

Καπάτσα δημοσιοσχετίστρια καταφθάνει στη Φλόριντα φορτωμένη με ιδέες χίλιες, ώστε να προσδώσει στη δύσκαμπτη NASA έναν σύγχρονο… pop αέρα! Οι πάλιουρες της υπηρεσίας δεν την παίρνουν με καθόλου καλό μάτι, όμως, εκείνη έχει στα χέρια της το ελευθέρας από δεξί χέρι του Προέδρου, αλλά και εναλλακτικό σχέδιο... τηλεσκηνοθετημένης προσομοίωσης της επικείμενης, κρίσιμης αποστολής του Apollo 11 στη Σελήνη!

ALL THAT JAZZ

«Bye-bye, life. Bye-bye, happiness. Hello, loneliness. I think I'm gonna die.»

ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΙ ΦΟΝΟΙ

Όταν οι σκελετοί έντεκα γυναικών και κοριτσιών ανακαλύπτονται σε μια έρημο του Νέου Μεξικού, ξεκινά η εξονυχιστική έρευνα για την εντόπιση του ιθύνοντα νου πίσω από το ειδεχθές έγκλημα, κάτι που οδηγεί σε επιπλοκές και συγκρούσεις μεταξύ του αρχηγού της Αστυνομίας, Κάρτερ, του ντετέκτιβ Ορτέγκα και του πράκτορα Πέτροβικ, τριών ανθρώπων με τελείως διαφορετική μεθοδολογία και agenda.

ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Στη μεταπολεμική Ρώμη, παντρεμένη γυναίκα με τρία παιδιά ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, ασφυκτιώντας στα αυστηρά δεσμά του πατριαρχικού περιβάλλοντος της εποχής.