FreeCinema

Follow us

ΣΚΟΥΡΙΑΣΜΕΝΗ ΠΟΛΗ (2013)

(OUT OF THE FURNACE)

  • ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σκοτ Κούπερ
  • ΚΑΣΤ: Κρίστιαν Μπέιλ, Κέισι Άφλεκ, Γούντι Χάρελσον, Γουίλεμ Νταφόου, Σαμ Σέπαρντ, Ζόι Σαλντάνα, Φόρεστ Γουίτακερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS

Δουλευταράς και καλό παιδί, ο Ράσελ Μπέιζ επιβιώνει, με τον ιδρώτα του προσώπου του, σε αμερικάνικη, επαρχιακή πόλη, περιμένοντας τη στιγμή που οι κόποι του θα πιάσουν τόπο και θα του δοθεί η δυνατότητα να κάνει οικογένεια με την αγαπημένη του. Ο μικρότερος αδελφός του, όμως, καθότι εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας, σκοτεινός και αυτοκαταστροφικός, θα τον μπλέξει σε μια ιστορία με τοπικούς μαφιόζους, εμπόρους ναρκωτικών και φονιάδες, θέτοντας την τακτοποιημένη, αθόρυβη ζωή του, σε κίνδυνο.

Σκληρό, μελαγχολικό, αδιαπραγμάτευτα ρεαλιστικό δράμα, η «Σκουριασμένη Πόλη» εντυπωσιάζει αρχικά με το καστ της. Μια ταινία που περιλαμβάνει τους Κρίστιαν Μπέιλ, Γουίλεμ Νταφόου, Σαμ Σέπαρντ, Φόρεστ Γουίτακερ, Γούντι Χάρελσον και Κέισι Άφλεκ, μόνο αδιάφορη δεν μπορείς να την πεις. Και οι προσδοκίες για καλό σινεμά που δημιουργούνται στο άκουσμα αυτών των ονομάτων, εν μέρει τουλάχιστον, ικανοποιούνται. Πρόκειται για φιλμ αξιοπρεπές που δεν κάνει, όμως, την υπέρβαση προς κάτι το αληθινά αξέχαστο. Κι αυτό γιατί, παρά την εξαιρετική δουλειά που έχει γίνει σε όλους τους τομείς, οι αρχικές του φιλοδοξίες να συνδυάσει την αστυνομική ίντριγκα και το σασπένς, με την κοινωνικοπολιτική κριτική, σταδιακά εγκαταλείπονται προς όφελος μιας πολύ πιο συνηθισμένης κινηματογραφικής φόρμουλας.

Επί της ουσίας, πρόκειται για μια οικογενειακή ιστορία. Στο επίκεντρο δυο αδέλφια κι ο ετοιμοθάνατος πατέρας τους. Όλοι τους εκπρόσωποι της εργατικής τάξης, με την εξής διαφορά: ενώ ο μεγαλύτερος αδελφός διάγει βίο ασφαλή, σκύβει το κεφάλι και «σκίζεται» στη δουλειά (ακολουθώντας το παράδειγμα του πατέρα), ο μικρός – πολύ πιο ριψοκίνδυνος, πολύ πιο ατίθασος – διοχετεύει την ενέργειά του στον πόλεμο. Μετά από τέσσερα χρόνια στο Ιράκ, κι αφού έχει φορτωθεί του κόσμου τα ψυχολογικά προβλήματα, η επανένταξή του στο σύνολο, μόνο ομαλή δεν είναι. Συμμετέχει σε παράνομους αγώνες πάλης, σπάει τα μούτρα του αλλά μυαλό δε βάζει, στοιχηματίζει στον ιππόδρομο με λεφτά ντόπιου gangster που την έχει δει μέντοράς του (υπέροχος ο Νταφόου, σ’ ένα ρόλο λεπτών ισορροπιών) και γενικά δημιουργεί προβλήματα στον φιλήσυχο αδελφό του, που τον ξελασπώνει κάθε φορά, με προσωπικό κόστος.

Έχουμε να κάνουμε με δυο χαρακτηριστικούς λαϊκούς τύπους. Ο ένας νομοταγής, βαθιά καλός και υπεύθυνος, ο άλλος ξεροκέφαλος, ζόρικος, χαοτικός. Και οι δυο, όμως, προϊόντα μιας συγκεκριμένης κατάστασης πραγμάτων, ενός άδικου, ταξικού κόσμου που τους έχει πετάξει στην άκρη. Δε χρειάζεται να προσπαθήσει και πολύ κανείς για να πιάσει τις «σπόντες» προς τη σύγχρονη Αμερική. Που, όπως, και μετά το Βιετνάμ, αφού πρώτα μετέτρεψε τη νεολαία της σε αναλώσιμο κρέας για τη μηχανή του πολέμου, επιχειρεί να την παραμυθιάσει με ένα μοντέλο ύπαρξης που, δήθεν, θα της εξασφαλίσει την ευτυχία. Μόνο που δεν τσιμπάνε όλοι. Αυτοί είναι προορισμένοι να καταστραφούν. Αλλά και οι άλλοι, οι φιλήσυχοι, δε θα αποφύγουν τις συνέπειες της κατρακύλας.

Στο πρώτο μισό τού φιλμ, η προβληματική θυμίζει τα ένδοξα, κινηματογραφικά 70’s, με τις τραγικές ιστορίες επιστροφής βετεράνων σε έναν πολιτισμό που δεν έχει καμιά θέση γι’ αυτούς και τα – σωματικά και ψυχικά – τραύματά τους ( οι αναφορές στον θρυλικό «Ελαφοκυνηγό» του Μάικλ Τσιμίνο, είναι κάτι παραπάνω από εμφανείς – ειδικά στη σκηνή όπου ο Μπέιλ χαμηλώνει το όπλο του μπροστά στην περήφανη ομορφιά τού ελαφιού – ενώ ο ρόλος τού Άφλεκ θα μπορούσε να θεωρηθεί ξεκάθαρος φόρος τιμής στην αυτοκτονική περσόνα που ενσάρκωσε ο μεγάλος Κρίστοφερ Γουόκεν), η ατμόσφαιρα είναι αρκούντως πεσιμιστική κι ο τόνος σε προϊδεάζει για κάτι αντίστοιχα πολύπλοκο. Στη συνέχεια, όμως, οι προθέσεις αυτές εγκαταλείπονται, η προσέγγιση στο δράμα γίνεται μονόπλευρα και καταλήγουμε με μια (καλοστημένη μεν, προβλέψιμη δε) κορύφωση που σε τίποτα δε διαφέρει από τις χιλιάδες κλιμακώσεις αυτοδικίας που μας «σερβίρει», σε τακτά χρονικά διαστήματα, η αμερικάνικη κινηματογραφία. Είναι σα να φοβήθηκε, ξαφνικά, ο σκηνοθέτης μη γίνει υπερβολικά επικριτικός προς το ευρύτερο σύστημα και αποξενώσει ένα μέρος του κοινού του. Αυτό που αποτελείται από – διψασμένους για πιστολίδι και τσαμπουκάδες – απολιτίκ (ή, ακόμα χειρότερα, «πατριώτες») μπαστουνόβλαχους. Κι έτσι – για να είναι όλοι ικανοποιημένοι – φταίνε πάντα οι ναρκομανείς μαφιόζοι, τα σαδιστικά αυτά τέρατα που για τα λεφτά σκοτώνουν και τη μάνα τους. Αυτοί θα πληρώσουν, λοιπόν, προκειμένου να βγουν «λάδι» οι έμμεσα υπαίτιοι για τα γενικότερα χάλια της κοινωνίας.

Ακόμα κι έτσι, όμως, έχεις προλάβει στο ενδιάμεσο να θαυμάσεις μερικές συναρπαστικές ερμηνείες. Ο Χάρελσον (σε εκπληκτική φόρμα μετά τους «παπάδες» που έκανε στο «True Detective») δίνει ρέστα ως κακός, πλουτίζοντας σε αποχρώσεις έναν μονοδιάστατο ρόλο, καταφέρνοντας να σου κόβει την ανάσα μόνο με το βλέμμα ή ένα – γεμάτο απειλή – χαμόγελο που προμηνύει τα χειρότερα. Είναι καιρός να αναγνωριστεί απ’ όλους αυτός ο συγκλονιστικός ηθοποιός που έχει τη δύναμη να κυριαρχεί στο κάδρο, ό,τι κι αν κάνει, όποιον χαρακτήρα κι αν υποδύεται. Σε μικρότερους ρόλους, οι Γουίτακερ και Σέπαρντ (για τον άψογο Νταφόου τα είπαμε πιο πάνω) «αποσυμπιέζουν» το δράμα με το καλοπροαίρετο της ανθρωπιάς τους κι ο πιτσιρικάς Άφλεκ, σε στιγμές στα όρια της μανίας, είναι ένα απασφαλισμένο όπλο. Καλύτερος όλων, όμως, ο Κρίστιαν Μπέιλ που προσθέτει άλλη μια αξέχαστη ερμηνεία στο σερί του από σπουδαίους ρόλους. Είναι τέτοια η ένταση της απόγνωσής του, τέτοιος ο σπαραγμός που κουβαλάει στα μάτια, τόσο πολυσχιδής η εσωτερικότητά του, που η «Σκουριασμένη Πόλη» ανεβαίνει επίπεδο χάρη σ’ αυτόν. Τόσο ο ίδιος, όσο και οι εξαίρετοι συνάδελφοί του, αποδεικνύουν ότι (ακόμα κι αν συχνά το ξεχνάμε, μιλώντας κυρίως για τη σκηνοθεσία, το σενάριο ή τη σημειολογία ενός έργου), την ταινία την κάνουν και οι ηθοποιοί της. Στην προκειμένη περίπτωση, θα το παραδεχτεί κι ο πιο «snob» θεατής. Μπροστά σε τόσο, μαζεμένο, ταλέντο δεν μπορείς να πεις κακία. Απλώς υποκλίνεσαι.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν διψάς για σοβαρό σινεμά στα πρότυπα των προβληματισμένων ταινιών καταγγελίας της δεκαετίας του ‘70, η «Σκουριασμένη Πόλη», σε μεγάλο βαθμό, αξίζει να γίνει ο τόπος διαμονής σου. Μπορεί να μη φτάνει την κριτική της μέχρι το τέρμα αλλά διαθέτει την ατμόσφαιρα, το ρυθμό και, κυρίως, τις ερμηνείες που θα σου εξασφαλίσουν ένα ποιοτικό, αγωνιώδες, ψυχαγωγικό κινηματογραφικό δίωρο. Οι φανατικοί τού Κρίστιαν Μπέιλ μπορούν να το χρησιμοποιήσουν και σαν αποδεικτικό στοιχείο, για τον ισχυρισμό ότι αυτός είναι ο κορυφαίος ηθοποιός της γενιάς του.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.