ΜΕΤΑΞΑ: ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΧΡΟΝΟ (2012)
- ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σταύρος Ψυλλάκης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 87’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ
Πρώην και νυν ασθενείς, οι περισσότεροι εργαζόμενοι, στο αντικαρκινικό νοσοκομείο Μεταξά εξομολογούνται τα περί της ζωής τους με την (άλλοτε, όχι πια) επάρατο.
Η στιγμή και ο αντίκτυπος της διάγνωσης. «Η στυφή υποψία του θανάτου» και «ο εμφύλιος στο σώμα» (όπως το θέτει έξοχα ο συγγραφέας Αλέξανδρος Ζούκας, το πιο ποιητικά εύγλωττο από τα «πειραματόζωα» εδώ). Ο φόβος κι η εμπειρία των επιπτώσεων. Οι λόγοι της επιθυμίας για ζωή. Η διαπροσωπική αγωγή ως στήριγμα. Η κλινική και χειρουργική πράξη – gore and all. Η ανάρρωση του αλλαγμένου εγώ. Η εφεξής εφημερία στη σκέψη. Η αναρρόφηση στην καθημερινότητα. Η σχέση γιατρού και αρρώστου (και τι γίνεται όταν αυτοί ταυτίζονται τραγικά;). Και, για τους «τυχερούς», η συνειδητοποίηση κι εγκόλπωση του τέρμινου.
Βαρύ και μετατοπιζόμενο από ‘δω κι εκεί λευχαιμικό φορτίο, κάτω από το οποίο εμφανώς λυγίζει, μένοντας όμως τελικά όρθιος στο δεύτερο μεγάλου μήκους (και πρώτο σε κινηματογραφική διανομή) σάρκωμά του ο δημιουργός του αντιρετροϊκά psychoτομογραφικού «Ο Άνθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν». Θες χάρη στο εναιώρημα της ήρεμης σοφίας καθ’ όλη τη μίνι βιοψία στο εκράν ενός μελλοθανάτου (ένας συνταξιούχος μικροβιολόγος), θες χάρη στη μεταδοτική ειλικρίνεια όσων προσώρας τη σκαπούλαραν (δύο ακτινοθεραπευτές, ένας ογκολόγος, κάποιες νοσηλεύτριες και διοικητικοί συνάδελφοί τους, δύο «πελάτες»), πάντοτε χάρη στο εκ βαθέων παρών που ασυμπτωματικά δίνουν οι δαγκωμένοι από τον «μαύρο κάβουρα» με τα τετ α τετ να «πιάνουν», κάποτε οιονεί φιλοσοφικά, εξίσου ακουμπητικές σκιές στις απεικονιστικές των ρεζουμέ και τη μεταμορφωτική μενταλιτέ του ενός εκάστου πάσχοντος.
Καταπίνοντας το μουρουνόλαδο της αισθητικής αντι-Εντατικής και της ντιβίλας που, χωρίς την ένεση του blow-up, αφήνει την επίγευσή της σε ένα ακόμα εγχώριο σκεύασμα, ο θεατής υποδορίως δυσφορεί κυρίως γιατί ο εφημερεύων που εξετάζει μικροσκοπικά την καλλιέργειά του μοιραία περιπτωσιολογεί ανισοβαρώς σε ένα βαθμό (επιπλέον, στριμώχνοντας στον ίδιο θάλαμο δειγματοληπτικά ελάχιστους πολίτες και – το κλου – πολλούς έχοντες λάβει τον όρκο του Ιπποκράτη), ενώ το ενώπιος ενωπίω τού σερί συνεντεύξεων… σφαδάζει την ανάγκη του για πιο μυελογενή group theraphy, που στοχευμένη πυρηνικά θα ήταν παραπάνω από ευπρόσδεκτη για το εδώ ανοσοποιητικό.
Ανεπιθύμητη κοβαλτίωση του corpus και το ότι η ιστολογική είναι ανύπαρκτη σε κάποιες απ’ τις πιο απτές «κοινωνικές» μεταστάσεις που ανακύπτουν ρεπορταζιακά, και τις οποίες έχει επιτρέψει η ψυχοπονιάρικα μη σωτήρια επέμβαση του μοντάζ. Έτσι, φερ’ ειπείν, η ραγδαία εξέλιξη και το κόστος των φαρμάκων, το φακελάκι ως αμφίπλευρη παθογένεια, οι περικοπές στις δομές υγείας και, κυρίως, το δημοσιογραφικό εύρημα του ασυνήθιστα υψηλού ποσοστού καρκινοπαθών ανάμεσα στο προσωπικό του πειραιώτικου ιδρύματος, φαίνονται καθένα φευγαλέα στην αξονική που υπερσυνταγογραφεί.
«Κι ό,τι είδαμε, καλό είναι», που λέει συγκλονιστικά παρηγορητικά, όμως, σε μία συνασθενή στο διπλανό κρεβάτι του πόνου, συμφιλιωμένος με το βραχύ αύριό του ο μοναδικός σε διαπιστωμένα τελικό στάδιο, αλλά ακμαιότατος, δόκτωρ της ταινίας. Αντίθετα με το δικό του, το προσδόκιμο επιβίωσης αυτού του σελιλοζικού κορμιού (που πρωτοξάπλωσε στο φορείο του γυαλιού της συμπαραγωγού ΕΤ1 πριν από κάποιους μήνες – πόσο βιαστικό κουράρισμα…) είναι θετικό. Και πού ‘σαι; Δε θα κολλήσεις, στάσου πλάι του…