FreeCinema

Follow us

ΜΙΑ ΝΥΧΤΑ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (2013)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δημήτρης Αρβανίτης
  • ΚΑΣΤ: Κλέων Γρηγοριάδης, Άντα Λιβιτσάνου, Αθηνά Οικονομάκου, Ορέστης Τρίγκας, Δημήτρης Λιακόπουλος, Άννα Αδριανού, Μαρία Γεωργιάδου, Κωνσταντίνος Λάγκος, Ναντίν Ξηντάρα, Μάνος Παπαγιάννης, Κάτια Νικολαΐδου, Κάτια Δανδουλάκη
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 94’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Μια αφέντρα-τατουατζού και ο πελάτης της, ένας ταξιτζής – οχετός. Μια διάσημη soprano και η (υπό τη σκιά της) κόρη της, σεναριογράφος που βλέπει ψυχολόγο και μπανίζει υδραυλικό. Μια νυχτερινή ραδιοφωνατζού εκπομπής «σχέσεων» και η single mom νεαρή γειτόνισσά της. Μια trans ιδιοκτήτρια bar και ο «μικρός» από κάθε άποψη εραστής της. Ένα τρίο φοιτητών που «στήνουν» και κινηματογραφούν εξευτελισμούς αχαΐρευτων κατά παραγγελία. Είναι για… δέσιμο;

Σε κάποιον αρέσει το «Μια Μέρα τη Νύχτα» του Πανουσόπουλου. Σε άλλον ο Αλμοδόβαρ. Σε έναν τρίτο η Μαλέα. Περί ορέξεως ουδείς λόγος, ακόμη κι όταν πρόκειται για σαλάτα. Είναι για… φτύσιμο, όμως, το πώς 7 σεναριογράφοι δεν μπόρεσαν να μηχανευτούν ένα φινάλε, χρησιμοποιώντας τουναντίον όπως να ’ναι το κύκλιο σχήμα μαζί με κάποια τσάτρα πάτρα «τι απέγινε ο καθένας» πλάνα και αγγλικούς (!) υπότιτλους, με λάθη (!!!). Αλλά, για κάτσε: αγγλικά ήταν και τα ζενερίκ αρχής και τέλους. Τι συνέβη; Μας πρόβαλαν τη version που θα υποβληθεί σε… ξένα Φεστιβάλ (αυτό θα πει φιλοδοξία για διεθνή καριέρα), στην πρεμιέρα της ταινίας;

Δεν ξέρουμε αλλά είναι μόνο η άκρη του παγόβουνου των κουσουριών τού, υπαρκτών ψυχαγωγικών αρετών, τρίτου φιξιόν μεγάλου μήκους του βετεράνου της (καθημερινής σαπουνέ, εσχάτως) τηλεόρασης, Δημήτρη Αρβανίτη, μιας κυριολεκτικά συμ-μετοχικής ταινίας: κανείς συντελεστής δεν αμείβεται, όλοι έχουν λαμβάνειν από τα κέρδη. Το ποια κέρδη, λαμβάνοντας υπόψη το σχεδόν ανύπαρκτο, εκνευριστικά αναντίστοιχο του εμπορικού δυναμικού τού φιλμ, marketing, είναι μια άλλη ιστορία.

Και αυτή δεν την κατέβασε η κούτρα του σεπτέτου γραφίδων σε τούτο το «φύγε συ, έλα συ» σκετς κονέ (κάποιων πιθανώς από τα συρτάρια των επινοητών τους), με… κλεμμένα όνειρα από το «Όλα για τη Μητέρα Μου» ως το τζαρμουσικό «Μια Νύχτα στον Κόσμο» και σικέ επωδό την αθηναϊκή έδρα, με κάποια εξωτερικά (πλατεία Αβησσυνίας, κατάλαβες) και πλάνα δρόμων της πρωτεύουσας ως γέφυρες μοντάζ. Αυτό το τελευταίο, έχοντας το δύσκολο έργο να δραματουργήσει, κρύβοντας ταυτόχρονα τα ξέφτια της πλοκής, αναπόφευκτα εκτίθεται: το διπλό παίξιμο της σκηνής της αστυνομικής ανάκρισης είναι η editing πατάτα της σεζόν, ενώ σχεδόν εξίσου το έχει χάσει ένα crosscutting από την κατατεθλιμμένη μικροφωνατζού στη μανούλα – μανούλι γειτόνισσα.

Η πρώτη ταινία εδώ και καιρό που – αν και γυρισμένη με τις κινηματογραφικότερες στην πιάτσα ψηφιακές κάμερες Red – υστερεί εν γένει σε σελιλοζική υφή (πιθανώς λόγω των τεχνητών φωτισμών), είναι τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά και στην επίπλαστα μοδάτη, ανάμεσα στο industrial και το pop α λα… 90’s, καλλιτεχνική διεύθυνση. Περαιτέρω κατηγορώ: είναι δυνατόν μια ηρωίδα να λέει ότι πάσχει από υψοφοβία και να μιλάει επί πεντάλεπτο ακουμπισμένη αμέριμνα στο άκρο ενός μπαλκονιού; Εδώ είναι. Είναι δυνατόν η ίδια καρακαλλόνα να λέει ότι «πάει παρακάτω», γιορτάζοντας την απελευθέρωσή της (5 χρόνια μετά την εγκατάλειψή της με μωρό από μία καρικατούρα εραστή τον οποίο έχει μόλις βάλει με τσαγανό στη θέση του) μόνο και μόνο γιατί πρέπει να «δείξει» έτσι χαρακτήρα (νομίζει) η ταινία; Guess. Yes.

Εντωμεταξύ, συνεδρίες ψυχανάλυσης με ντιβάνι μια μπάρα ποτάδικου, κατούρημα σε πλαστικό μπουκάλι δεμένου προκομμένου, η Αδριανού που για ώρα παίζει TV, η Γεωργιάδου που η υπόθεση εξαφανίζει στο δεύτερο μισό, ο σεξισμός και η ομοφοβία που υποτίθεται ότι σατιρίζονται ανελέητα αλλά γυρίζουν boomerang, κόβουν το βήχα στο αβίαστο γέλιο που ενίοτε προκαλούν ο Γρηγοριάδης ως… κοκάκιας φανφαρόνος ταξιτζής με υβρεολογικό άχτι (η εμπειρία και καλή σχέση του σκηνοθέτη με τη διανομή στο χαζοκούτι αποδίδει εν πολλοίς στις ερμηνείες), οι μπριόζοι διάλογοι κι εμπνεύσεις όπως ένα καταστροφικό πάρτι γενεθλίων με καλεσμένους extras και η κορυφαία ατάκα της ταινίας («Κομπάρσα εγώ;») από την αυτοσαρκαζόμενη, σε επιστροφή στο πανί μετά δεκαετίες, Κάτια Δανδουλάκη.

«Μόνο τις κουλτουριάρες δεν μπορώ. Αυτές μου ταράζουν το νευρικό σύστημα, να πούμε!», λέει σε ανύποπτη στιγμή ο ταρίφας της ταινίας. Για τις γυναίκες, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να μιλάει για ταινίες – κι αυτό νομίζω ότι υπαινίσσεται η πένα όπισθέν του. Αν το προκείμενο φιλμ έχει πάθει πολλαπλά λαλά, ευθύνονται τα πλείστα όσα άλλα κι όχι το arthouse. Πόσο… νυχτωμένος (στην Αθήνα ή οπουδήποτε) πρέπει να είσαι για να κατασκευάζεις και να πουλάς λαϊκό θέαμα και να μη βλέπεις μπροστά σου;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Γουστάρεις sitcom χαζοκούτι made in Greece; Θα κυλιστείς χάμω (διαβάζεται διπλά). Θέλεις Έβδομη Τέχνη και τεχνική; Φύγε όπως είσαι.


MORE REVIEWS

ΠΟΛΥΔΡΟΣΟ

Μάνα και κόρη, αναμνήσεις μιας αγαπημένης γειτονιάς, γεμάτης φαντάσματα της μνήμης, σαν ξεφύλλισμα ενός album φωτογραφιών από περασμένες δεκαετίες, τυπωμένων σε χαρτί Kodak, με τον χρόνο να «θαμπώνει» τη νοσταλγική τετραχρωμία τους.

ΚΛΕΙΔΩΣΕΣ; - ΟΙ ΑΓΝΩΣΤΟΙ

«Αφού χαλάσει το αυτοκίνητό τους σε μια μικρή πόλη, ένα νεαρό ζευγάρι αναγκάζεται να περάσει τη νύχτα σε μια απομακρυσμένη καμπίνα. Αρχίζουν, όμως, να τρομοκρατούνται από τρεις μασκοφόρους αγνώστους χωρίς κίνητρο», μας πληροφορεί το δελτίο Τύπου.

Η ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ

Δίδυμο πληρώματος ασθενοφόρου, αποτελούμενο από έμπειρο διασώστη που «τα έχει δει όλα» και από νεοσύλλεκτο που δεν έχει δει τίποτα ακόμα, βιώνει στο πετσί του τη σκληρή Νέα Υόρκη της νύχτας, με τα δεκάδες μακάβρια περιστατικά της.

Η ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΝΗΜΑΤΟΣ

«Ένας ντετέκτιβ της Αστυνομίας του Σικάγου λαμβάνει μια κλήση ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος εμφανίστηκε στη Σκωτία κι έτσι ξεκινά μια προσωπική αποστολή για να λύσει την υπόθεση που τον διέλυσε, πιάνοντας τον υπεύθυνο, ενώ τίποτα δεν είναι ποτέ όπως φαίνεται», μας πληροφορεί το δελτίο Τύπου.

ΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Παρέα πέντε εφήβων από τους δρόμους του Μεντεγίν ξεκινά ταξίδι προς την κολομβιανή ενδοχώρα, όταν ένας εξ αυτών κατοχυρώνει ιδιοκτησιακό δικαίωμα σε χωράφι που παρανόμως είχε αφαιρεθεί από τη γιαγιά του.