FreeCinema

Follow us

«Hillbilly Elegy»: Τι τραβάνε κι αυτοί οι «βλάχοι»…


Ο πρώτος από τους φετινούς «οσκαρικούς» τίτλους του Netflix αναμενόταν να κάνει την κινηματογραφική του πρεμιέρα στην Ελλάδα στις 12 Νοεμβρίου ως… «Το Τραγούδι του Χιλμπίλη» (η ντόπια έκδοση του βιβλίου φταίει…), αλλά με τα σινεμά κλειστά λόγω COVID-19, η νέα ταινία του Ρον Χάουαρντ έκανε τηλεοπτικό ποδαρικό χθες στα σπίτια μας. Μικρό το κακό, τελικά…

Βασίζεται σε αυτοβιογραφικό βιβλίο, είναι αληθινή ιστορία, άρα δεν είναι εύκολο να κρίνουμε το κομμάτι της πλοκής του «Hillbilly Elegy». Αλλά είναι τόσο πολλά τα δραματικά στερεότυπα της απεικόνισης της ζωής των (πλέον) λαϊκών στρωμάτων της Αμερικής εδώ, που όσο και να καταφέρει ν’ αποδράσει από αυτήν ο κεντρικός ήρωας, το νόημα του ηθικού διδάγματος του φιλμ έχει πάει στράφι. Άσε που ο τελευταίος δεν αποδεικνύεται και τόσο συνεπής σε αυτό…

Η ταινία του Ρον Χάουαρντ ξεκινά με ένα flashback οικογενειακής μάζωξης στα πάτρια εδάφη, στο Τζάκσον του Κεντάκι, το 1997. «Βλαχοαμερικανιά» στο έπακρο. Και σχετική φτώχια. Πυρήνας της φαμίλιας, η γιαγιά Μάμαου, που είχε μείνει έγκυος στα 13, είχε «κλεφτεί» με το αγόρι της και μαζί είχαν αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στο Οχάιο (εκείνος κατέληξε να δουλεύει εργάτης στη χαλυβουργία). Ο Τζέι Ντι Βανς, ο εγγονός, είναι ο αφηγητής μας και δεκατέσσερα χρόνια αργότερα γίνεται ο ουσιαστικός αντιπρόσωπος του «αμερικάνικου ονείρου», κάνοντας μέχρι και λάντζα σε εστιατόριο για να μπορεί να πληρώνει τα δίδακτρά του στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Τα χρήματα, όμως, δεν αρκούν και ο νεαρός πρέπει να βρει δουλειά ως ασκούμενος σε μεγάλη φίρμα για να ανταπεξέλθει των υποχρεώσεών του, με την ελπίδα να ακολουθήσει κάποια στιγμή και την αγαπημένη του στη Γουόσινγκτον. Πάνω στην περίοδο των επαγγελματικών interviews για στρατολόγηση πολλά υποσχόμενων σπουδαστών, ο Τζέι Ντι θα λάβει δυσάρεστο τηλεφώνημα από την αδελφή του. Η Μπεβ, η μάνα τους, βρίσκεται στο νοσοκομείο εξαιτίας υπερβολικής χρήσης ηρωίνης.

Οι «Οικογενειακές Ιστορίες» ποτέ δεν ήταν τόσο άθλιες και μίζερες! Από τον πάτο του κοινωνικού βίου, ένα περιβάλλον «white trash» και πραγματικά χαραμισμένης ζωής, ο Χάουαρντ ζητά τον οίκτο του θεατή, αλλά η ταύτιση είναι σχεδόν αδύνατη. Ο κόσμος γύρω από τον Τζέι Ντι είναι ένα εντελώς άγνωστο σύμπαν (για τους μη πολίτες των ΗΠΑ, οπωσδήποτε), που παραδόξως σε απομακρύνει από το συναίσθημα και σε μετατρέπει σε «τουρίστα» ενός αλλόκοτου, απολίτιστου θεάματος. Η οικογένεια του ήρωα έχει μεγαλώσει μέσα στο δράμα, τη βία και την υστερία, καθημερινά στοιχεία από τα οποία ο Τζέι Ντι έχει καταφέρει να απομακρυνθεί, παλεύοντας με κάθε τρόπο (και εργατικότητα). Το «Hillbilly Elegy» μας λέει πως αν αγωνιστείς σκληρά, ο τόπος και η κοινωνία θα σε ανταμείψουν. Ναι, αυτή η «καλοσυνάτη» μπαρούφα που ο συγκεκριμένος λαός πιπιλίζει εδώ και τόσες δεκαετίες, διαδίδοντας την «αποτελεσματικότητά» της (και) στην υπόλοιπη υφήλιο, ως μοντέλο τρόπου ζωής και επιβίωσης. Για τον ήρωα του φιλμ, όμως, υπάρχουν και οι ρίζες, το «κατάμαυρο» βιογραφικό της προέλευσής σου, μια οικογένεια που τα αμερικανικά στερεότυπα ορίζουν να είναι το πρωταρχικό σου μέλημα. Κάθε μέλος αυτής έχει «δεθεί» επάνω σου και εάν (επιχειρήσεις να) αποκοπείς από αυτήν, φλερτάρεις με την καταστροφή ή οδηγείς κάποιον άλλον προς εκείνη την κατεύθυνση…

Η πλοκή του έργου είναι φορτωμένη από ανελέητο δράμα και είναι προς τιμήν του Χάουαρντ το ότι σκηνοθετικά δεν εκβιάζει τόσο το συναίσθημα. Είναι για τέτοια λύπηση οι εμπειρίες τούτης της οικογένειας, που κάπου σαστίζεις (αν δεν αναρωτιέσαι γιατί το βλέπεις αυτό το πράμα…). Θα μιλούσαμε για ένα αντίστοιχο «Σχέσεις Στοργής» (1983), εάν οι σχέσεις εδώ ήταν κάπως πιο… ανθρώπινες. Αλλά… έλεος κάπου! Αν πρέπει να χτυπήσω (γέρα) τον Χάουαρντ για ένα ατόπημά του εδώ, είναι ο τρόπος με τον οποίο εξαλείφει το πολιτικό background της Αμερικής, το οποίο σχετίζεται άμεσα με την οικονομία, άρα και με την κατάντια της οικογένειας του Τζέι Ντι (που σαν παιδί θέλει ν’ ακούσει τι λέει ο Αλ Γκορ από την τηλεόραση, αλλά η γιαγιά του προτιμά να δει για εκατοστή φορά τον… «Εξολοθρευτή 2»!). Όταν μου δείχνει τον τρόπο με τον οποίο «χτίστηκε» το Οχάιο στα χρόνια της φυγής της Μάμαου και στη σύγχρονη εποχή μου παρουσιάζει ένα τοπίο εγκατάλειψης και δυστυχίας, με κλειστά μαγαζιά κι ανθρώπους που δεν δείχνουν να έχουν μέλλον, αφήνοντας όλη αυτή την αναφορά σαν μια μικρή «παρένθεση» της… σκηνογραφίας, τότε το «Hillbilly Elegy» αποκαλύπτει το πόσο κενό είναι μέσα του.

Το μόνο που μένει είναι η προσωπική φροντίδα του καθενός από τους πρωταγωνιστές της ταινίας, οι οποίοι υποκριτικά δείχνουν υπερβάλλοντα ζήλο για… την οσκαρική τους υποψηφιότητα! Από το σύνολο του καστ, η Γκλεν Κλόουζ είναι ο μοναδικός ουσιαστικός νικητής (και ενδεχομένως αυτή που θα καρπωθεί το Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου… όποτε και όπως γίνει η απονομή των βραβείων του χρόνου), χαρίζοντάς μας την καλύτερη ερμηνεία της από εποχής «Albert Nobbs» (2011), στο ρόλο της γιαγιάς που τα υπομένει τα πάντα λες και είναι η μάνα ολόκληρης της φαμίλιας του έργου. Η Κλόουζ είναι αυτή που «τσαλακώνεται» περισσότερο στο φιλμ και έχει τις καλύτερες βάσεις για να αναπτύξει τον χαρακτήρα της. Και επιβιώνει επειδή είναι τόσο σπουδαία ερμηνεύτρια. Αντιθέτως, η Έιμι Άνταμς έχει έναν κακογραμμένο και ασταθή ρόλο, πάνω στον οποίο φορτώνει ουκ ολίγες δραματικές υπερβολές, τις οποίες η ίδια αντιλαμβάνεσαι σαν κορυφώσεις. Το αποτέλεσμα δεν την κολακεύει. Σωστός αλλά απλά διεκπεραιωτικός ο Γκάμπριελ Μπάσο ως Τζέι Ντι (ήταν ένας από τους πιτσιρικάδες του «Super, που το 2013 είχε ξεχωρίσει στο «The Kings of Summer»), του οποίου ίσως θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη.

Συνολικά, ένα μετριότατο εγχείρημα ατυχούς μη γραμμικής αφήγησης (πραγματικά, σε τι αποσκοπούσε όλο αυτό το μπρος – πίσω μπάχαλο;) που έβλαψε ακόμη περισσότερο το «Hillbilly Elegy», μια ταινία η οποία (σχεδόν) βλέπεται στο Netflix και ο επαγγελματισμός του Ρον Χάουαρντ δεν αποδείχθηκε αρκετός ώστε να δικαιολογεί την παρουσία της (και) σε μεγαλύτερες οθόνες εκεί έξω…