FreeCinema

Follow us

ΑΣ ΕΙΧΑ ΤΟ REMOTE ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ…

Αγαπήθηκαν στη μικρή οθόνη. Μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο. Εκεί όπου το τηλεκοντρόλ δεν μπορεί να σε σώσει από αυτές τις δέκα χειρότερες ταινίες που βασίστηκαν σε τηλεοπτικές σειρές, όπως τις ψήφισε η συντακτική ομάδα του FREE CINEMA, με αφορμή το επίσης όχι και τόσο ευτυχές remake του «21 Jump Street».

5

THE SMURFS (2011) του Ράτζα Γκόσνελ

ΣΕΙΡΑ: SMURFS (1981 - 1990)


Η τόσο αγαπητή στη χώρα μας σειρά κινουμένων σχεδίων του Βέλγου σχεδιαστή Πεγιό οφείλει πολλά στην ελληνική της μεταγλώττιση, αποτελώντας μία από τις σπάνιες, μάλιστα, περιπτώσεις όπου το κοινό δεν ταυτίστηκε με τον original διάλογο, ίσως επειδή τα – δικά μας – Στρουμφάκια είχαν αποκτήσει εξ αρχής fans κάθε ηλικίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν, η ντόπια βιντεϊκή παραγωγή είδε μέχρι και live action (!) εκδοχές των προσφιλών ηρώων (αν δεν έχεις δει τη Στρουμφίτα με γαλάζιο καλσόν και λευκή γόβα να χαριεντίζεται στους Θρακομακεδόνες, δεν ξέρεις τι εστί cult…), οι οποίοι μόλις πέρσι είχαν την ατυχία να βιώσουν τον ψηφιακό εξαμερικανισμό τους, για τις πιο άκυρες περιπέτειες της καριέρας τους στο Σέντραλ Παρκ. Το δραστικό marketing σε ανίερη συμμαχία με το παγκόσμιο box-office έχουν ήδη δώσει τα χέρια για sequel, το 2013! Αν το Δεκέμβρη έρθει το τέλος του κόσμου, έχουμε ελπίδες… Η.Φ.

4

THE AVENGERS (1998) του Τζερεμάϊα Τσέτσικ

ΣΕΙΡΑ: THE AVENGERS (1961 - 1969)


Σειρά με στιλ και class, περιπέτεια και χιούμορ και με τον καθαρά βρετανικό συνδυασμό παράδοσης και εκκεντρικότητας, οι «Avengers» εξακολουθούν να είναι από τις πιο αγαπημένες cult σειρές. Ο Τζον Στιντ (Πάτρικ Μακνί) μπορεί να είχε τρεις παρτενέρ, όλοι, όμως, θυμούνται μόνο τη Νταϊάνα Ριγκ ως κυρία Πιλ με τις κολλητές της φόρμες. Το 1998, ο Τζερεμάια Τσέτσικ κατόρθωσε να αφαιρέσει χιούμορ, δράση και γοητεία, τόσο από το πρωτότυπο υλικό, όσο και από τους πρωταγωνιστές του, Ρέιφ Φάινς και Ούμα Θέρμαν. Αποτέλεσμα: μια τεράστια αποτυχία που χρεώθηκε σχεδόν ολοκληρωτικά ο σκηνοθέτης της, ο οποίος και αποτραβήχτηκε από το σινεμά… Π.Π.

3

THE FLINTSTONES (1994) του Μπράϊαν Λίβαντ

ΣΕΙΡΑ: THE FLINTSTONES (1960 - 1966)


Δεινοσαυρικά χοντρόπετσο με το δικό του χαριτωμένο τρόπο (αγαπησιάρικη καρικατούρα, γκαγκάν εφέ, γέλιο – κονσέρβα), το διαιωνισμένο από τις επαναλήψεις του sixties cartoon κατά τη μετάβασή του στη σελιλοζική Πλειστόκαινο σάρωσε ταμειακά – κι εξαφανίστηκε καλλιτεχνικά, κατ’ αρχήν από τον παγετώνα χιούμορ και τα νεολιθικά οπτικά γκαγκ του. Βεβαίως, οι εμπνεύσεις και 36 κειμενογράφων (το φιλμ μνημειώθηκε ως T-Rex του script doctoring) ακόμη δε θα επιζούσαν στην παλαιοντολογική κεντρική ίντριγκα (η δοκιμασία της φιλίας δύο προϊστορικών οικογενειών από μια μηχανορραφία του αφεντικού τους), την προβιά λανθασμένων size διανομής και τον auter – Νεάντερταλ του σκύλου «Μπετόβεν»! Στη σπηλιά… Α.Μ.

2

THE DUKES OF HAZZARD (2005) του Τζέϊ Τσαντρασέκαρ

ΣΕΙΡΑ: THE DUKES OF HAZZARD (1979 - 1985)


Η γενιά των seventies μεγάλωσε με τα κολλημένα στην εφηβεία ξαδέλφια – χαρά Θεού, Μπο (Τζον Σνάιντερ), Λουκ (Τομ Γουόπατ) και Ντέιζι Ντιούκ (Κάθριν Μπαχ), που δε δίσταζαν να τα βάλουν με τη διεφθαρμένη εξουσία. Οδηγούσαν τον κατακόκκινο, ασύλληπτο «Στρατηγό Λι», ο οποίος… δεν είχε πόρτες, παρά μόνο παράθυρα. Και συνέθεταν μαζί με το θείο Τζέσι (Ντένβερ Πάιλ) μια εναλλακτική οικογένεια – χάρμα. Η γενιά των zeroes χαμπάρι δεν πήρε από τα ανεγκέφαλα, κακομαθημένα και χαζοχαρούμενα συνώνυμα (μόνο) ξαδέλφια – χάλια των Σον Γουίλιαμ Σκοτ, Τζόνι Νόξβιλ και Τζέσικα Σίμπσον, που στην κινηματογραφική τους μετενσάρκωση – έδωσε ο Θεός και – στούκαραν στην αφάνεια. Ι. Π.

1

THE SINGING DETECTIVE (2003) του Κιθ Γκόρντον

ΣΕΙΡΑ: THE SINGING DETECTIVE (1986)


Κανείς δε θα μπορούσε να φανταστεί ότι ένα όνειρο ζωής του ανανεωτή της βρετανικής τηλεόρασης και οραματιστή Ντένις Πότερ, να δει τη μεταφορά του αριστουργηματικού του mini series «The Singing Detective» στη μεγάλη οθόνη, θα κακοπάθαινε τόσο στα χέρια ενός σκηνοθέτη με δεδομένη ευαισθησία και μπόλικο τηλεοπτικό ταλέντο. Κι όμως, αυτή η μεγαλοφυής αυτοβιογραφική σπουδή πάνω στην υπέρβαση της αρρώστιας, ακόμη και του θανάτου, μέσα από τη δημιουργία και η μεταμοντέρνα τομή ανάμεσα στην pulp μυθολογία, το μιούζικαλ και το υπαρξιακό δράμα μετατρέπονται εδώ σε ένα απίστευτο – και σεναριακά – κιτσάτο συνονθύλευμα, όπου όλα τα συστατικά είναι παρόντα, πλην όμως, ατάκτως ερριμμένα και στην πιο κακέκτυπη εκδοχή τους, με αποκορύφωμα την κακοποίηση των «τραγουδιστών» σεκάνς, που στην τηλεοπτική εκδοχή σε αφήνουν άφωνο με την καινοτομία, ενώ εδώ με την κακοτεχνία… Λ.Α.