FreeCinema

Follow us

ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ: ΟΙΚΤΙΡΟΝΤΑΣ ΤΟΝ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ».

Το 1998, το περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ δημοσίευσε ένα εκτενές άρθρο – ανάλυση για την καριέρα ενός μεγάλου σκηνοθέτη, με αφορμή την (τότε) τελευταία του ταινία, την οποία είχα αξιολογήσει χείριστα. Το κείμενο χαρακτηρίστηκε αιρετικό, προκάλεσε αγανάκτηση και πολλοί αναγνώστες επί σειρά μηνών (!) έστελναν αρνητικές και επιθετικές επιστολές (μερικές από τις οποίες δημοσιεύτηκαν κιόλας). Είστε έτοιμοι;

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ ήταν ο πρώτος σκηνοθέτης που με έκανε να αγαπήσω τόσο πολύ το σινεμά, στα παιδικά μου χρόνια. Το να δω τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» στην οθόνη του ΡΑΔΙΟ ΣΙΤΥ, στην πρώτη τους προβολή, ήταν μία από τις πιο συγκινητικές εμπειρίες της ζωής μου. Εκείνοι που με γνωρίζουν καλά, ξέρουν και ποιος ήταν ο σκηνοθέτης που μου έμαθε να βλέπω το σινεμά με ένα βλέμμα που ξεπερνούσε την έννοια του απλού θεατή.

Η «παιδική» μου σχέση με το σινεμά του Σπίλμπεργκ σχεδόν ολοκληρώνεται το 1991, με τον «Κάπτεν Χουκ». Στη φιλμογραφία του, αυτή η ταινία αποτελεί σταθμό. Σημειολογικά και… ψυχαναλυτικά. Εκεί ο Σπίλμπεργκ σταματά να είναι παιδί. Εγώ (θέλω να πιστεύω πως) συνέχισα… Οι εμπορικές του προθέσεις και η εμμονή της απόκτησης ενός Όσκαρ ορίζουν τη μετέπειτα καριέρα του, η οποία στιγματίζεται από έναν θρίαμβο (για άλλους) ή μία από τις κορυφαία ανήθικες στιγμές του παγκόσμιου σινεμά (για εμένα). Ναι, υπήρξα και παραμένω φανατικός πολέμιος της «Λίστας του Σίντλερ» (1993) και τα ίδια συναισθήματα τρέφω και για τη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» (1998), έργα τα οποία έχω αξιολογήσει ως κακά, με την χείριστη βαθμολογία που μπορεί να υπάρχει.

Ως αρχισυντάκτης του περιοδικού ΣΙΝΕΜΑ τότε, αντί της κριτικής, επιλέγω να γράψω ένα πιο εκτενές άρθρο – ανάλυση για τον Σπίλμπεργκ και την κινηματογραφική του διαδρομή, κατόπιν σοβαρής έρευνας και σκέψεων. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο τεύχος Νοεμβρίου (#95) του 1998 και… μάλλον προκάλεσε την οργή πολλών φίλων / αναγνωστών του σκηνοθέτη (και της ταινίας, προφανώς), οι οποίοι δεν σταμάτησαν να στέλνουν επιστολές προς δημοσίευση… επί σειρά μηνών! Καθώς έχω αποφασίσει να μεταφέρω στο αρχείο του FREE CINEMA κάποια χαρακτηριστικά κείμενα και κριτικές μου από το παρελθόν, θεώρησα πως τούτο εδώ δεν έπρεπε να απουσιάζει. Διατηρώ ακόμη τις (ακόλουθες) απόψεις που είχα τότε. Διόλου τυχαία, λίγους μήνες αργότερα, στην απονομή των Όσκαρ του 1999, ο Σπίλμπεργκ τιμήθηκε (ξανά) με το βραβείο σκηνοθεσίας (αλίμονο…). Καλή ανάγνωση.

ΣΤΙΒΕΝ ΣΠΙΛΜΠΕΡΓΚ: ΟΙΚΤΙΡΟΝΤΑΣ ΤΟΝ «ΔΗΜΙΟΥΡΓΟ».

Το αγόρι που δεν θα μεγάλωνε ποτέ, αποχαιρετά οριστικά τον παιδικό ενθουσιασμό και τη μαγεία της αφήγησης, για να ξαναγράψει την Ιστορία του κόσμου… με αίμα. Σενάρια οδύνης εικόνες ελεημοσύνης και το όραμα του auteur να χάνεται μπροστά στα κίνητρα του νεότερου ενθρονισμένου κινηματογραφικού… πολιτικάντη.

O… Άγιος Σπίλμπεργκ δηλώνει, το 1988: «Πάντοτε σκέφτομαι το κοινό όταν σκηνοθετώ – γιατί είμαι το κοινό». Σήμερα, παραδέχεται: «Νομίζω ότι ο κόσμος σταμάτησε να με εμπιστεύεται εδώ και μια δεκαετία, σχεδόν»… Κανείς δεν ισχυρίζεται ότι ο Στίβεν Σπίλμπεργκ έχασε τη θέση του από την κορυφή της δημιουργικής ιεραρχίας του Χόλιγουντ. Το έργο του εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται με κάποιο αίσθημα δέους, η αγάπη που έτρεφε γι’ αυτό, όμως, η ψυχή του η ίδια, φαίνεται πως θυσιάστηκαν σε μια συναλλαγή με τον Διάβολο! Έναν διάβολο που εκλαϊκεύει τις επιταγές της πολιτικής ορθότητας, προπαγανδίζοντας το αληθοφανές ως ιστορικό γεγονός…

ΟΤΑΝ ΤΟ «ΠΑΙΔΙ» ΗΤΑΝ ΣΤ’ ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΑΙΔΙ

Ο Στίβεν Σπίλμπεργκ γεννιέται το 1946 και μεγαλώνει με θέα την έρημο της Αριζόνα. Από μικρός παθιάζεται με το σινεμά, στα 15 του γυρίζει ένα ερασιτεχνικό φιλμ επιστημονικής φαντασίας («Firelight»), διάρκειας… δύο ωρών, και στα 17 του επισκέπτεται για πρώτη φορά το «ναό» των Universal Studios. Στη ζωή, όμως, τα πράγματα δεν πρέπει να ήταν και τόσο ρόδινα. Ο ίδιος είχε πει: «Ονειρεύομαι για να ζω. Γυρνάω πίσω στα παιδικά μου χρόνια κι από εκεί αντλώ ιδέες και ιστορίες. Σ’ αυτά τα φρικτά, τραυματικά χρόνια που πέρασα ως παιδί, οφείλω αυτό που κάνω σήμερα». Το 1969, το μικρού μήκους «Amblin», μία κολεγιακή εργασία του, ανοίγει τις πόρτες για το μέλλον. Μέχρι το 1973 σκηνοθετεί τηλεταινίες, με το «Duel» (1971) να ξεχωρίζει και να διανέμεται στις αίθουσες της Ευρώπης. Το «Εξπρές του Σούγκαρλαντ» (1974), επιβεβαιώνει το ταλέντο και την επόμενη χρονιά, τα «Σαγόνια του Καρχαρία» προκαλούν μαζική υστερία. Προετοιμάζοντας το φιλμ, πριν από την τελική έξοδό του, ο Σπίλμπεργκ υπολογίζει τις αντιδράσεις του κοινού των test screenings κι επιστρέφει για μοντάζ, θέλοντας να προσθέσει όσο το δυνατόν περισσότερες στιγμές ξαφνιάσματος και τρόμου, βάζοντας ακόμη και δικά του λεφτά για να ικανοποιήσει την τελειομανία του. Συγκρατήστε αυτό: για να πάρει η ταινία το… γελοίο PG rating (κοινώς… μέσα όλοι πλην των βρεφών), δέχεται να κόψει μερικές άγριες σκηνές από τις επιθέσεις του καρχαρία (χαρακτηριστικό παράδειγμα, η σεκάνς μ’ ένα κομμένο πόδι που βυθίζεται αργά, βάφοντας με αίμα τα γαλάζια νερά, πάντοτε σε gros plan…). Τα «Σαγόνια» γίνονται μία από τις εμπορικότερες επιτυχίες στην ιστορία του σινεμά, κατακτούν την πρώτη θέση του all-time box-office στις ΗΠΑ και προτείνονται για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Ο Σπίλμπεργκ δεν βλέπει το όνομά του στην πεντάδα των σκηνοθετών (Όλτμαν, Φελίνι, Φόρμαν, Κιούμπρικ, Λουμέτ). Αυτό δεν πρέπει να του άρεσε κι εδώ ίσως ταιριάζει μια δήλωσή του από το 1989: «Αντιμετώπιζα αυτή τη δουλειά πραγματικά στα σοβαρά ως καριέρα από τα 12 μου χρόνια»!

ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ «ΑΓΑΛΜΑΤΑΚΙ»

Το 1977, ο Σπίλμπεργκ συμφιλιώνει το ανθρώπινο είδος με την «εξωγήινη απειλή», σκηνοθετεί τον Φρανσουά Τριφό ως ηθοποιό και σαρώνει πάλι τα ταμεία με τις «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου». Η ταινία μοιάζει με παιδική φαντασίωση φυγής προς τον ουρανό, τ’ αστέρια. Διόλου τυχαία, ο Τζον Γουίλιαμς χρησιμοποιεί στα θέματά του ένα μέρος από το «When You Wish Upon a Star», το κλασικό τραγούδι από το ντισνεϊκό «Πινόκιο»… Όσο για τα παιδιά μέσα στο φιλμ, σίγουρα θα προτιμούσαν το ταξίδι σε άλλους γαλαξίες, από την οικογενειακή «θαλπωρή» τους. Τα παιδιά του Ρόι Νίρι (Ρίτσαρντ Ντρέιφους) βλέπουν την επερχόμενη διάλυση του σπιτιού τους, καθώς το όραμα του πατέρα για την «επαφή» μετατρέπει τη ζωή τους σε πραγματικό δράμα. Και στο σπίτι της Τζίλιαν (Μελίντα Ντίλον), ένα ανήλικο αγοράκι μεγαλώνει δίχως πατέρα και, φυσικά, δεν έχει κανένα πρόβλημα όταν απάγεται από τους εξωγήινους, αφού εκεί ψηλά βρίσκονται παιχνίδια λαμπερά και πολλοί φίλοι που θα τα μοιραστούν μαζί του…

Οι «Στενές Επαφές» δεν προτείνονται για Όσκαρ καλύτερης ταινίας, η Ακαδημία, όμως, σέβεται τη δουλειά του Σπίλμπεργκ ως σκηνοθέτη και του δίνει την ευκαιρία να… χάσει το βραβείο από τον «Νευρικό Εραστή» του Γούντι Άλεν. Το 1979, ο Σπίλμπεργκ γυρίζει την πρώτη του πολεμική… σάτιρα, το πανάκριβο «1941», που πνίγεται υπό την bigger-is-funnier πίεση της μεγαλομανίας του σκηνοθέτη. Στα χρόνια του Περλ Χάρμπορ, το Λος Αντζελες ζει την υστερία του πολέμου με μία υποψία ότι οι Ιάπωνες θα επιτεθούν στην πόλη – βιομηχανία του θεάματος! Εξωφρενικό, χαώδες, πετσοκομμένο για να μην ξεπεράσει τη διάρκεια των δύο ωρών (η σημερινή special edition φτάνει τα 146′), το «1941» χαρακτηρίστηκε ως ένα μεγαλειώδες φιάσκο αλόγιστης σπατάλης, που θα ήθελε, όμως, να μοιάζει με ταινίες όπως το «Ένας Τρελός, Τρελός, Τρελός Κόσμος» (1963) του Στάνλεϊ Κρέιμερ, θα ήθελε να αγγίξει αυτό το μέγεθος του μύθου, «προσβάλλοντας», ταυτόχρονα, την ιστορική μνήμη με δόσεις επιθετικού σαρκασμού απέναντι στην ξενοφοβία των Αμερικανών. Το «παιδί» δέχεται, λοιπόν, το πρώτο του πλήγμα και μαθαίνει πως με την Ιστορία δεν παίζεις…

OUCH!

Οι επεισοδιακές περιπετειούλες του παρελθόντος αναβιώνουν με έναν ήρωα ικανό να φέρει… sequel. Ο Ιντιάνα Τζόουνς και οι «Κυνηγοί της Χαμένης Κιβωτού» (1981) είναι μια σίγουρη επιτυχία που φτάνει ως τα Όσκαρ, για να ηττηθεί από την… Ιστορία. Οι «Δρόμοι της Φωτιάς» κερδίζουν το βραβείο καλύτερης ταινίας και οι… πολιτικοί «Κόκκινοι» χαρίζουν το Όσκαρ σκηνοθεσίας στον Γουόρεν Μπέιτι. Το 1982, η οσκαρική ήττα του Σπίλμπεργκ είναι πολύ πιο οδυνηρή. Το «Ε.Τ.» γίνεται ο εμπορικότερος θρίαμβος όλων των εποχών και η Ακαδημία σνομπάρει εμφανώς το «παιδαριώδες» όνειρο του «μικρού» Στίβεν, για να προτιμήσει – και πάλι – την… Ιστορία. Ο «Γκάντι» του Σερ Ρίτσαρντ Ατένμπορο μπορεί να μην είναι η ταινία που όλοι μας θα θυμόμαστε από εκείνη τη χρονιά, αλλά τα κινηματογραφικά λεξικά θα διαφωνούν ως προς το πρόσωπο του παγκόσμιου σύμβολου ειρήνης και κατανόησης… Το έπος κατατροπώνει τη μαγεία της αφήγησης και ο Σπίλμπεργκ παίρνει το πιο μεγάλο μάθημα από τον κόσμο του Χόλιγουντ, με μια παραπανίσια δόση… φθόνου.

«Ποτέ δεν έκανα ψυχανάλυση. Λύνω τα προβλήματά μου με τις ταινίες που γυρίζω», είχε πει το 1987. Η Μέρι (Ντι Γουάλας) είναι μια μητέρα που μεγαλώνει τα παιδιά της χωρίς πατέρα. Ο Ε.Τ. είναι ένα πλάσμα φοβισμένο, 3.000.000 έτη φωτός μακριά από το σπίτι του. Τα παιδιά πρέπει να πολεμήσουν την ενήλικη απειλή για να σώσουν τον εξωγήινο φίλο τους. Οι πληγές δεν ματώνουν μονάχα εξωτερικά και η καρδιά μπορεί εύκολα να κάνει… «ouch». Σκόρπιες στιγμές πραγματικού συναισθήματος χαρίζουν για λίγο την ψυχική ηρεμία στον δημιουργό Σπίλμπεργκ, που στα 36 του χρόνια γίνεται ο… king of the world. Η αθωότητα, όμως, δεν είναι το μοναδικό πράγμα που κυριεύει το μυαλό του Στίβεν. Την ίδια χρονιά, αγοράζει σε δημοπρασία (αντί 60.500 δολαρίων) το έλκηθρο που χρησιμοποιήθηκε στον «Πολίτη Κέιν» του Όρσον Γουέλς! Το μυθικό «Rosebud» τοποθετείται πάνω από τη γραφομηχανή του, «για να μου θυμίζει πως, στις ταινίες, η ποιότητα έρχεται πάντοτε πρώτη». Το μυαλό αρχίζει να… σαλεύει;

Στο… υποχρεωτικό sequel του Ιντιάνα Τζόουνς και του «Ναού του Χαμένου Θησαυρού» (1984), το rating ανεβαίνει στο PG-13, μα το θέαμα δεν είναι διόλου παιδικό. 14 φόνοι, 39 απόπειρες και μια φρικτή ανθρωποθυσία, με το ξερίζωμα μιας καρδιάς, προκαλούν εφιάλτες στα πιτσιρίκια και ο Σπίλμπεργκ, αν και μάστορας στο ρυθμό και τη δράση, δείχνει πως χάνει (;) αυτό το μαγικό «touch» που του προσέφερε αμέτρητο χρήμα και θαυμαστή δόξα. Φτάνουν μόνο αυτά; Μπαίνοντας για τα καλά στο παιχνίδι του Χόλιγουντ, ο executive producer Σπίλμπεργκ βγάζει όλο και περισσότερο χρήμα από τη δουλειά άλλων, έχει την εξουσία, όχι όμως και το σεβασμό… στη φιγούρα του «θείου» Όσκαρ. Το 1985, δηλώνει: «Όταν μεγαλώσω, θα θέλω ακόμη να γίνω σκηνοθέτης»! Η «αυτοψυχανάλυση» του celluloid τον καλεί να γυρίσει την ίδια χρονιά το πρώτο του (ουσιαστικά) ενήλικο φιλμ, το «Πορφυρό Χρώμα», ένα melo χρονικό τοποθετημένο στο βασανιστικό πρώτο μισό του αιώνα μας, για τη μαύρη φυλή στις ΗΠΑ, βασισμένο σε best seller ανάγνωσμα. Ο Σπίλμπεργκ ποθεί περισσότερο από την εμπορική επιτυχία ένα Όσκαρ σκηνοθεσίας και αυτό το «έπος»… δεν είναι ικανό να του δώσει ούτε την υποψηφιότητα! Η ταινία διεκδικεί 11 Όσκαρ και χάνει σε όλες τις κατηγορίες, χαρίζοντας στον «δημιουργό» της ένα σπάνιο αρνητικό ρεκόρ.

Η ΑΝΩΤΕΡΗ ΤΙΜΗ;

1986.Ο Ρίτσαρντ Ντρέιφους, ο ηθοποιός alter ego του σκηνοθέτη (κατάφερε να πείσει τον Σπίλμπεργκ να του δώσει τον πρώτο ρόλο στις «Στενές Επαφές», λέγοντάς του: «Μα, εσύ ψάχνεις ένα παιδί γι’ αυτόν το ρόλο»!), παρουσιάζει στην 59η απονομή των Όσκαρ τον άνθρωπο που μεγάλωσε στο σκοτάδι, βλέποντας ταινίες. Το ειδικό βραβείο Έρβινγκ Θάλμπεργκ είναι μεγάλη τιμή για τον Στίβεν Σπίλμπεργκ και τη συνολική προσφορά του στο Χόλιγουντ. Το standing ovation ανταμείβει ηθικά την πίκρα κι εκείνος ευχαριστεί, «ακολουθώντας τα βήματα μερικών ηρώων μου, όπως ο Σεσίλ ΝτεΜίλ, ο Τζορτζ Στίβενς, ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και ο Ρόμπερτ Γουάιζ…». Με τον λόγο του ξορκίζει την τεχνολογία, την εύκολη διασκέδαση, ζητά από τους συναδέλφους του να επιστρέψουν στη γλώσσα του σεναρίου και δίνει την υπόσχεση να τιμήσει αυτό το βραβείο, που θα του θυμίζει πόσο δρόμο έχει ακόμα μπροστά του ως καλλιτέχνης, για να ‘ναι αντάξιός του. Φυσικά, ευχαριστεί και το κοινό… εκεί στο σκοτάδι.

Λίγο πριν από τη λήξη της απονομής, η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ανοίγει το φάκελο και ονομάζει τον νικητή του Όσκαρ σκηνοθεσίας, στο πρόσωπο ενός… αγνώστου (το τηλεοπτικό «κουτάκι» του υποψήφιου Όλιβερ Στόουν «φιλοξενεί» κάποιον άλλον, ίσως γιατί ο σκηνοθέτης του show δεν ήξερε καν την όψη του Στόουν…)! Ακολουθεί το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, που ανακοινώνει ο Ντάστιν Χόφμαν, ο οποίος είχε αρνηθεί στο παρελθόν τον πρώτο ρόλο στις «Στενές Επαφές». Το «Platoon» είναι η πολυβραβευμένη ταινία της χρονιάς και ο «περιθωριακός» Στόουν ο κάτοχος του πολυπόθητου Όσκαρ σκηνοθεσίας, παρουσιάζοντας πιο ρεαλιστικά από ποτέ τον πόλεμο του Βιετνάμ. Τα τραύματα της πατρίδας επουλώνονται καλλιτεχνικά και ο σαραντάρης Στίβεν διδάσκεται τις συνήθειες της Ακαδημίας. Είναι, όμως, νωρίς…

Τα επόμενα χρόνια είναι και τα πιο δύσκολα… ψυχαναλυτικά. Το 1987, με την «Αυτοκρατορία του Ήλιου» και το αλά Ντέιβιντ Λιν όραμα, αγνοείται παντελώς στις υποψηφιότητες. Η μέτρια υποδοχή από κοινό και κριτικούς τον στρέφει προς την αναζήτηση… του πατέρα! Στην «Τελευταία Σταυροφορία» (1989), ο Ιντιάνα βρίσκει τον μπαμπά του (Σον Κόνερι) και ο Στίβεν επιχειρεί μία… διασκεδαστική συμφιλίωση με το παιδί μέσα του. Τονωτική εμπορική επιτυχία και εξέλιξη του ψυχαναλυτικού συνδρόμου με το επόμενο, «γερασμένο» project…

ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ

Προηγείται το «Για Πάντα» (1989), remake της ταινίας «Α Guy Named Joe» που σκηνοθέτησε ο Βίκτορ Φλέμινγκ το 1944. Ο ώριμος, πια, Ρίτσαρντ Ντρέιφους πεθαίνει σε ατύχημα, πιλοτάροντας ένα πυροσβεστικό αεροσκάφος, μα το πνεύμα του μένει στη Γη μέχρι να αποκατασταθεί η αγαπημένη του Χόλι Χάντερ. Η μαγεία αγγίζει κάποιες στιγμές του φιλμ, τα δεδομένα δεν αλλάζουν. Ο ήρωας δεν ζει ανάμεσά μας, όπως και ο Σπίλμπεργκ δεν μπορεί να ολοκληρώσει αυτή την απόπειρα «παντρέματος» του παιδικού ενθουσιασμού με την ενήλικη διασκέδαση. Το 1991, κάνει το απόλυτο τόλμημα, μεταφέροντας στην οθόνη ένα παλιό του όνειρο, το παραμύθι του Πίτερ Παν. Στο «Κάπτεν Χουκ», όμως, ο μικρός ήρωας είναι… ενήλικας! Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς υποδύεται τον σαραντάρη Πίτερ, έναν άνθρωπο παραδομένο στις επιχειρήσεις του που αγνοεί οικογένεια και παιδιά, αλλά κυρίως έχει ξεχάσει τι σημαίνουν οι καλές σκέψεις, άρα και να πετά. Ο 45χρονος Σπίλμπεργκ, πατέρας με ευθύνες και σωστός businessman, είναι ο ήρωας που βλέπουμε στην οθόνη, σε μια πανάκριβη φαντασίωση που επιχειρεί να ψυχαναλύσει έναν ολόκληρο κύκλο ζωής, από τα παιδικά τραύματα ως τις ενοχές μιας προδομένης καριέρας του σήμερα. Ο Πίτερ επιστρέφει στην «Ονειροχώρα», εξοντώνει τον κακό κάπτεν, σώζει τα παιδιά του και, πίσω στην πραγματικότητα, νιώθει την εξιλέωση και… πορεύεται με καθαρή συνείδηση. Γεράσαμε. That’s life. Το φιλμ δεν φιγουράρει στα Όσκαρ, η επιτυχία του στο box-office είναι οριακή και στο φινάλε… ποιος τη χέζει την ψυχανάλυση;

GOING BACK TO MY ROOTS…

Το 1993, αυτό που λέμε «μπίζνα» θεριεύει και γίνεται… δεινόσαυρος που κατασπαράζει το σύμπαν με το «Jurassic Park». Ο Σπίλμπεργκ επιστρέφει στη λογική του μαζικού θεάματος, της ανατριχίλας στην άκρη του καθίσματος και του φόβου μέσα στο σκοτάδι, κοπιάροντας το δημιουργικό παρελθόν του. Κι αν η ταινία δεν συγκρίνεται (με τίποτα) με τα «Σαγόνια του Καρχαρία», τι πειράζει; Κανείς δεν διαμαρτύρεται. Το popcorn τινάζεται και πάλι στον αέρα, και με την τεχνολογία για δεξί χέρι, η εικόνα γίνεται το τέλειο drug… Σε μία εποχή όπου τα εφέ επιτρέπουν τα πάντα στην εικόνα, η virtuosité δεν αφορά στο βλέμμα, μα στη φαντασία που πραγματώνουν τα σύγχρονα μέσα. Μία «στρατολογημένη» υπηρεσία θεάματος, ικανή να σε μεταφέρει στις πλέον ανομολόγητες εμπειρίες. Ο Τζέιμς Κάμερον υπήρξε πρωτεργάτης του είδους, ο Σπίλμπεργκ, γνωρίζοντας καλύτερα την «τέχνη» προώθησης του προϊόντος, το εξέλιξε. Νέα ρεκόρ εισιτηρίων, περισσότερη λογιστική… ηδονή και μία απρόσμενη διαπίστωση: διάβολε, είμαι Εβραίος! Ας κάνω και μια ταινία γι’ αυτό…

Προσέξτε το tagline της «Λίστας του Σίντλερ» (1993): «Whoever saves one life, saves the world entire». Μπορεί να λειτουργήσει και ως σύνοψη της «Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν»… Εδώ, ο Σπίλμπεργκ μετατρέπεται σε συνειδητοποιημένη φωνή πολιτικάντη, που παίρνει ψήφους από το λαό πουλώντας Ιστορία, μνήμες, φρίκη και… ελεημοσύνη. Ασπρόμαυρο φιλμ, επιθυμία να κάνει τα γυρίσματα στο Άουσβιτς (δεν του έδωσαν την άδεια), ματιά «ντοκιμαντερίστικη», με όλες τις συνταγές συγκίνησης σε δόσεις… μπουκώματος. Η ωμότητα περνιέται ως απεικόνιση της αλήθειας, το αίμα «χρωματίζει» τη λευκή αθωότητα του χιονιού, το κοριτσάκι με το κόκκινο παλτό καταλήγει σ’ ένα σωρό σκελετωμένων πτωμάτων και α απόλυτος ψυχολογικός εκβιασμός του θεατή έρχεται στη σκηνή του ντους. Πλήθος γυμνών γυναικών, με την παγωνιά, τη ντροπή και την εξαθλίωση χαραγμένα πάνω τους, μπαίνουν σ’ έναν θάλαμο, υποθέτουμε αερίων. Οι φύλακες τους λένε ότι πρόκειται, απλώς, να πλυθούν. Οι γυναίκες γνωρίζουν τι συμβαίνει σε παρόμοιους θαλάμους, το ίδιο κι εμείς. Η κάμερα τις ακολουθεί διαρκώς, επιτείνει την αγωνία, στέκεται εκεί για να καταγράψει το θάνατο. Το συναίσθημα πνίγεται, παρακολουθούμε την οδύνη, μοιραζόμαστε τον τρόμο και… ανοίγουν τα ντους. Είναι μόνο νερό. Σώσαμε αυτές τις γυναίκες; Σώσαμε μια ανθρώπινη ζωή; Όχι. Καθιερώσαμε νέους κανόνες «ηθικής» στο θέαμα, με το άλλοθι ενός σεναρίου βασισμένου σε αληθινή ιστορία.

«Όταν φτάσω τα 60, το Χόλιγουντ θα με συγχωρέσει. Δεν ξέρω για τι ακριβώς, αλλά θα με συγχωρέσουν» – Νοέμβριος του 1989. Δεν χρειάστηκε να μεγαλώσει τόσο. Η «Λίστα του Σίντλερ» αρκούσε για να του χαρίσει το «ιερό» αγαλματίδιο. Ο Σπίλμπεργκ τιμάται με τα Όσκαρ καλύτερης ταινίας (ως παραγωγός) και σκηνοθεσίας, ευχαριστεί την Ακαδημία και χαριτολογεί με το γεγονός ότι έχει φίλους που είχαν ένα τέτοιο βραβείο από πριν, αυτή όμως ήταν η πρώτη φορά που το έπιανε στα χέρια του! Ποιος τον πίστεψε;

Η «ΓΛΥΚΙΑ» ΓΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΛΗΨΗΣ

Γνώριμη αίσθηση. Το 1997, ο Σπίλμπεργκ επιχειρεί να ξανακάνει το χρυσό «πείραμα» του 1993. Γυρίζει πάλι δύο ταινίες, τον «Χαμένο Κόσμο» (sequel του «Jurassic») και το «Amistad» (η Ιστορία γράφεται αυτή τη φορά για τα βάσανα των «αναξιοπαθούντων» μαύρων), με προφανείς στόχους: το box-office και τα Όσκαρ. Κανείς δεν «τσιμπάει»… Ναι, μεν, ο «Κόσμος» του κάνει ένα τρομακτικό άνοιγμα αλλά τα κοινό απογοητεύεται βλέποντας ένα «remake» του Jurassic, με μόνη διαφορά την απεικόνιση βίας. Δύο Τ-Rex κόβουν σε κομμάτια έναν από τους πρωταγωνιστές, οι επιθέσεις των δεινοσαύρων είναι πιο gore, ένας μικρός καταρράκτης βάφεται κόκκινος από αίμα και η γεύση από ανθρώπινη σάρκα μετατρέπει την ταινία σε… σφαγείο εντυπώσεων. Τα ταμεία αδειάζουν με σταθερό ρυθμό, οι τσέπες του «δημιουργού», όμως, πρόλαβαν να γεμίσουν. Ακολουθεί το «οσκαρικό» «Amistad», ένα φυλετικό έπος με εξαιρετικές δόσεις melo και γραφικής βίας! Μαύροι σκλάβοι που δηλώνουν ελεύθεροι, αρθρώνοντας κραυγές οίκτου σε ατελείωτες δικαστικές σεκάνς, το μαστίγωμα που «πιτσιλάει» κουβάδες αίματος, τα βασανιστήρια και οι θάνατοι να μαρτυρούν την κακογουστιά μιας «πονεμένης» δημαγωγίας και η «ανάγνωση» μιας εικονογραφημένης Βίβλου να βαραίνει τη διάθεση της πολιτικά ορθής… ανοησίας. Εδώ το λάθος ήταν ιστορικό. Το «Amistad» δεν προωθείται στα Όσκαρ, οι «φιλελεύθεροι» λευκοί αδιαφορούν γι’ αυτή την επίδειξη νοσηρού θεάματος και βαρετής δικονομίας από το… 1839, η Αμερική δεν θέλει καν να συγχωρέσει το παρελθόν που χτίστηκε με αλυσίδες και σκλαβιά. Ο δημιουργός Σπίλμπερκ αναθεωρεί και τοποθετείται ξανά στον… γουρλίδικο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.

ΔΩΣΕ ΑΙΜΑ – ΣΩΖΕΙΣ ΖΩΕΣ

O Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει άποψη για τις πολεμικές ταινίες. «Μ’ αρέσει ο Ράμπο, αλλά δυνητικά είναι μία πολύ επικίνδυνη ταινία. Αλλάζει την Ιστορία με έναν τρομακτικό τρόπο», είχε πει το 1985. Επίσης, σε σημερινές του συνεντεύξεις, υπερασπίζεται τον τρόπο που πεθαίνουν οι στρατιώτες του! Ναι, στη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν», οι μάχιμοι κομπάρσοι ή οι ακριβοπληρωμένοι stars δεν πεθαίνουν με τα χέρια ψηλά στον αέρα, σαν χορευτές του Broadway… Ο Στίβεν ξέρει, εκείνος μόνο μπορεί να μας δείξει το πώς: «Δεν πεθαίνεις σε αργή κίνηση, με το σακουλάκι του αίματος να σκάει μπροστά στο στήθος σου και μια τεράστια ‘πύρινη’ σφαίρα πίσω…». Με λίγα λόγια, όχι όπως είδαμε στο «Platoon»! Κατανοητόν; Στον «Ράιαν», η χειροβομβίδα ή η αυτοσχέδια βόμβα που σκάει πάνω σου σε κάνει κομμάτια, οι οβίδες και τα ακατάπαυστα πυρά σε γαζώνουν ή σε ακρωτηριάζουν, οι σφαίρες ανοίγουν βαθιές τρύπες στο κορμί, απ’ όπου ρέει άφθονο το αίμα, δεν έχεις τη δύναμη ή το χρόνο να μαζέψεις τα εντόσθιά σου και… σωριάζεσαι νεκρός. Αυτό είναι (μονάχα) το πρώτο ημίωρο του φιλμ! Η απόβαση στη Νορμανδία. Ένα αριστοτεχνικό πανηγύρι ρεαλιστικής καταγραφής της Ιστορίας. Οι κάμερες τρέχουν ανάμεσα στις λάμψεις του επερχόμενου θανάτου, γίνονται συμμέτοχες στη σφαγή, καταγράφουν με το point of view ενός «υποκειμενικού» στρατιώτη. Είναι εκεί, άρα το θέαμα είναι υπαρκτό.

Ο Σπίλμπεργκ δεν είναι ηλίθιος. Ξέρει ότι ο «Ράμπο» έκανε εισιτήρια διαστρεβλώνοντας την «πραγματικότητα» για χάρη του fiction αμερικάνικου ηρωισμού. Ξέρει ότι το τραύμα του Βιετνάμ δεν θεραπεύτηκε ποτέ από την κοινωνία, παρά μόνον από τα φιλμικά «trip» κάποιου δήθεν εξαγνιστή Όλιβερ Στόουν, που προσπάθησε να διώξει τα δικά του φαντάσματα μέσω του σινεμά του. Το πρόσφατο παρελθόν δίδαξε στον Σπίλμπεργκ τα ιδεολογικά λάθη και τη δήθεν σημασία της αντιπολεμικής ταινίας. Ποιος είπε ότι ο πόλεμος είναι πολιτική πράξη, ανθρωποθυσία που πρέπει να αποφεύγεται, κτηνωδία δίχως νόημα; Ο πόλεμος μας προσέφερε το δικαίωμα της ελευθερίας. Η θυσία του ενός μπορεί να δίνει ζωή και μέλλον στο… αμερικάνικο πνεύμα. Το σθένος του πολεμιστή στο… στρατιωτικό νεκροταφείο είναι η βάση για την ανυψωμένη σημαία. Πατρίδα, ξύπνα! Ο κόσμος σήμερα, αυτή η πεισματάρα Ευρώπη που τολμά να στέκεται στα πόδια της… ενωμένη, οφείλουν την επιβίωσή τους στην αμερικανική συμμαχία. Πιο λιανά; Δείτε τι κατάφεραν οι στρατιώτες του Τομ Χανκς, σώζοντας μόλις έναν συμπολεμιστή τους…

ΦΟΥΜΑΡΑ!

Στο φιλμ θ’ ακούτε συχνά την «κωδικοποιημένη» λέξη FUBAR. Σημαίνει «Fυcked Up Beyond ΑΙΙ Recognition» κι εκφράζει τη γαμημένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η αποστολή διάσωσης του Ράιαν (Ματ Ντέιμον). Φούμαρα! Η κατάσταση αυτή εκφράζει το σενάριο που δεν περπατάει με τίποτα για τρεις σχεδόν ώρες. Μετά το «αγωνιώδες»… γυρνοβόλημα στη γαλλική ύπαιθρο, με ολίγες θανάσιμες στάσεις (σε πόλεμο βρισκόμαστε, όχι σε περίπατο…), ο Σπίλμπεργκ στήνει μία αρτιότατη και θεαματική σκηνή μάχης, που κάνει ό,τι έχουμε δει στο παρελθόν να μοιάζει με… παιδική χαρά! Είναι η πολεμοχαρής επιβράβευση για την τόσο μεγάλη αναμονή. Είναι η ταυτότητα του αμερικάνικου blockbuster. Είναι οι στιγμές που οι teenage κρετίνοι θα φωνάξουν… «γαμάω»! Είναι η virtuosité της αιματοβαμμένης κάμερας, ο εν βρασμώ εκχυδαϊσμός που αφυπνίζει τη λαϊκή συνείδηση, το καλοσκηνοθετημένο ιδανικό μιας ειδησεογραφίας που θα πλήρωνε για να μας στήσει ένα παρόμοιο πολεμικό ντοκουμέντο σε ζωντανή σύνδεση. Στο φινάλε, η αμερικανική σημαία κυματίζει υπό τον «Εθνικό Ύμνο» του Τζον Γουίλιαμς και η «ηθική» της 7ης Τέχνης έχει προσφέρει στο έπακρο, επιτρέποντας στον δημιουργό Στίβεν να μην κόψει ίχνος φρικαλεότητας, χωρίς να χάσει το «χαϊδευτικό» R rating καταλληλότητας του θεάματος, συνοδεία του ενήλικα «παιδαγωγού», στις ΗΠΑ.

Δεν ξέρω πού τελειώνει ο θυμός με τη «Διάσωση του Στρατιώτη Ράιαν» Θέλετε επίλογο; Κουράστηκα! Με πήρε το βόλι, περιμένω φορείο, ξεψυχώ. Στην καλύτερη περίπτωση, σκέφτομαι να πάω για ψυχανάλυση! Κι αν περιμένετε ακόμη τον επίλογο, μάλλον περιμένετε τα Όσκαρ. Του χρόνου…