SIDEWAY (2018)
(YOL KENARI)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ταϊφούν Πιρσελίμογλου
- ΚΑΣΤ: Τανσού Μπιτζέρ, Ναλάν Κουρουτζίμ, Τανέρ Μπιρσέλ, Ερκάν Κεσάλ, Ρίζα Ακίν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 119'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: NEW STAR
Σε μία επαρχιακή πόλη της Τουρκίας, τα συνεχιζόμενα μυστήρια σημάδια οδηγούν τους κατοίκους στην υποψία πως το τέλος του κόσμου κι ο ερχομός του Αντίχριστου είναι κοντά. Μέσα σε όλα αυτά, ένας νεοφερμένος νεαρός άνδρας που φτάνει στην πόλη, περιπλέκει ακόμα περισσότερο τα πράγματα.
Ο πολυπράγμων (ζωγράφος, σκηνοθέτης, συγγραφέας και εικαστικός) Ταϊφούν Πιρσελίμογλου επιστρέφει στη φιλμογραφία τέσσερα χρόνια μετά το «Δεν Είμαι Εγώ», με ένα δυσοίωνο, ασπρόμαυρο πορτρέτο μίας κοινωνίας που διαταράσσεται από τα διαφαινόμενα «σημάδια της Αποκάλυψης», ενώ παράλληλα προετοιμάζεται για τον ερχομό του Προέδρου της χώρας. Γνώριμος στο εδώ κοινό ή, ακριβέστερα, στους… εδώ παραγωγούς, καθώς σχεδόν όλες του οι ταινίες αποτελούν ελληνικές συμπαραγωγές, ο Τούρκος δημιουργός αποτελεί μια αρκετά ενδιαφέρουσα περίπτωση καλλιτέχνη. Τα φιλμ του διακρίνονται από αδιαμφισβήτητες αρετές, αλλά κάπου στα μέσα της διαδρομής χάνονται στον αργό τους ρυθμό και – ίσως – στην προσπάθεια να ακολουθήσουν τον αφηγηματικό ρυθμό ενός Μπέλα Ταρ (φερ’ ειπείν).
Η ιστορία μας διαδραματίζεται στην Τραπεζούντα της Τουρκίας, μιας επαρχιακής πόλης στα παράλια της Μαύρης Θάλασσας, γνωστής (φυσικά) ως ελληνικής αποικίας μέχρι το 1922 και τη Μικρασιατική Καταστροφή. Εκεί, αρχίζουμε να γνωρίζουμε σταδιακά τους χαρακτήρες που θα μας απασχολήσουν. Πρόκειται για ιδιαίτερα κινηματογραφικές «φἀτσες», αλλά όπως και εν γένει στο τουρκικό σινεμά, το σημαντικότερο στοιχείο είναι η αβίαστη αυθεντικότητά τους, κάτι που μπορείς να αντιληφθείς εύκολα με ένα ταξίδι στη γείτονα χώρα, ειδικά αν επισκεφτείς πόλεις όπως η Σμύρνη (και μείνεις μακριά από το τουριστικό χάος της Κωνσταντινούπολης). Στην πόλη του «Sideway», λοιπόν, ἐνα μυστηριώδες πλοίο εμφανίζεται ξαφνικά στον ορίζοντα, απέναντι από την προβλήτα. Ἐνας απὀκοσμος, διαπεραστικός ήχος ακούγεται ανά διαστήματα στους δρὀμους. Φόνοι και εξαφανίσεις αρχίζουν να συμβαίνουν. Κι όλα αυτά, σε μια πόλη που κινείται υπό τους ρυθμούς της επικείμενης άφιξης του Τοὐρκου Προέδρου, γεγονός που εξυπηρετεί την πολιτική αλληγορία του σεναρίου.
Τα παραπάνω στοιχεία της πλοκής δεν παρουσιάζουν κλασική συνοχή κινηματογραφικού έργου, αλλά έχουν μονταριστεί σαν βινιέτες, θυμίζοντάς μας μια alternate, ασπρόμαυρη, ψυχρή και λιτή εκδοχή του φιλμικού σύμπαντος του Ρόι Άντερσον, αν συνδυαστούν με τα ομολογουμένως πανέμορφα καδραρίσματα. Τα κάδρα, μαζί με τη δυστοπική, bleak φωτογραφία του Ανδρέα Συνάνου και τη διακριτικά παρούσα μα σημαντική μουσική επένδυση του Νίκου Κυπουργού, είναι τα επιμέρους τμήματα που λειτουργούν άψογα στο φιλμ. Καμία ταινία, όμως, δεν κατάφερε να γίνει μεγάλη μόνο με… όμορφα τοπία και αισθητική. Το ασύνδετο σενάριο και ο αργός (σε σημείο… ναρκοληψίας) αφηγηματικός ρυθμός σίγουρα θα πετάξουν εκτός τη συντριπτική πλειοψηφία των θεατών, αν και πρόκειται για φιλμ που απευθύνεται σε πολύ ειδικό κοινό (δεν θα πούμε την «απαγορευμένη» λέξη!). Αργό, βραδυφλεγές και με ελάχιστους διαλόγους (και αυτούς που υπάρχουν να είναι του στυλ «Είσαι παντρεμένος;» – «Όχι» – «Εγὠ είμαι»), το «Sideways» διαθέτει όλα τα keywords αυτού του «είδους» ταινιών, αλλά χάνει κατά κράτος όταν συγκρίνεται με αριστουργήματα όπως το «Κάποτε στην Ανατολία», παραδεἰγματος χάριν (δεν έχουν ακριβώς σχέση τα δύο φιλμ, αλλά το παράδειγμα έγκειται στο τι μπορεί να καταφέρει το βραδείας καύσης σινεμά).