ΣΤΑ ΙΧΝΗ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΥ (2017)
(WIND RIVER)
- ΕΙΔΟΣ: Αστυνομικό Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τέιλορ Σέρινταν
- ΚΑΣΤ: Τζέρεμι Ρένερ, Ελίζαμπεθ Όλσεν, Γκιλ Μπέρμιγχαμ, Κέλσι Άσμπιλ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Χρόνια παντρεμένος Ινδιάνα Γιάνκης δασονόμος, σε καρτέρι για φονικό ζώο, βρίσκει πτώμα καταδιωγμένης κοπέλας σε καταυλισμό Ερυθροδέρμων – ψυγείο. Βοηθώντας πελαγωμένη μικρή «ξένη» τού FBI να ανακαλύψει τι συνέβη, θα πέσει επάνω σε κάτι πολύ οικείο. Να πεθάνει το κτήνος. (Αλλά πώς) θα επιβιώσουν οι υπόλοιποι;
Είσαι ηθοποιός που πορεύεται με μικρούς ρόλους στην τηλεόραση αλλά θρέφει βάσιμα τη φιλοδοξία του σεναριογράφου. Μετά τα υλοποιημένα «Sicario: Ο Εκτελεστής» και «Πάση Θυσία», για το οποίο τσίμπησες και μία υποψηφιότητα για Όσκαρ, είσαι μια απ’ τις πιο so hot right now πένες της showbiz. Διαπραγματεύεσαι και πετυχαίνεις να αναλάβεις την πρώτη σου δουλειά πίσω από την κάμερα, βγάζοντας γι’ αυτήν από τα κιτάπια το πρώτο σενάριο που είχες ολοκληρώσει αλλά δεν είχες καταφέρει να πουλήσεις. Είναι σαν το «Thunderheart» (1992) χωρίς το κλου μυστικισμού, σε διάκοσμο «Παγωμένο Ποτάμι» (2008) μα με τις γυναίκες ριγμένες, κουβαλώντας τα issues και των δύο παράλληλα με τις υφέρπουσες ενοχές σου ως whitey Αμερικανακίου κι ένα εγερτήριο σάλπισμα υπέρ των καθημαγμένων αυτοχθόνων ενώ ουσιαστικά πατάει ακριβώς πάνω στα σημάδια του αγγλοϊσπανόφωνου hit του Βιλνέβ. Το Sundance σε χειροκροτεί, το Ένα Κάποιο Βλέμμα των Καννών σε φιλοξενεί και σε βραβεύει ως σκηνοθέτη από πάνω. Το αξίζεις;
Πυροβολήστε με αλλά με την καμία, λέω, αποδεχόμενη το ελαφρυντικό τής όχι για σκότωμα πρώτης ταινίας του Τέιλορ Σέρινταν, η οποία ολοκληρώνει μια κατά δήλωσή του τριλογία της μεθορίου ως ο πιο αδύναμος κρίκος της. Όπως και στην υπερτιμημένη περσινή θητεία του υπό τον Μακένζι, το αστυνομικό σκέλος αποτελεί το δόλωμα για το… κοινό και ταυτόχρονα το άλλοθι ώστε τα βέλη να βρουν τους φορείς των malaises εις βάρος μιας μη προνομιούχας γεωγραφίας των the Americas και τους (με υψηλό τίμημα) αλλοτριωμένους ή ανθιστάμενους θεματοφύλακές της. Οι εδώ μαστιζόμενοι τελευταίοι των Μοϊκανών είναι ξανά οι επαρχιώτες (στην έκκληση για βοήθεια των οποίων οι πρωτευουσιάνικες Αρχές ανταποκρίνονται με μια 1ον γυναίκα 2ον άκαπνη) ορεινοί του Γουαϊόμινγκ, μέλη των Σοσόν και Αράπαχο που φυλ(λ)ορροούν ως εξ αίματος κι αγχιστείας οικογένειες, που κρατάνε με νύχια και με δόντια την κληρονομιά τους ως πολιτισμοί, που χάνουν τους εαυτούς τους ως απολειφάδια σ’ ένα σύγχρονο τοπίο Σειρηνών που τους αποκόβει απ’ τις ρίζες τους. Ο χειμώνας της ψυχής τους ντύνεται στα λευκά, μπαίνει στον πάγο από τον χειμώνα της πλάσης. Το χώμα βάφεται κόκκινο από ένα πολύ πιο χειροπιαστό έγκλημα, εις βάρος ενός ακόμα αθώου ανάμεσά τους. Ένα δικό τους κι ένα ξένο χλωμό πρόσωπο μπορούν να διακρίνουν μέσ’ απ’ την ομίχλη και ν’ αποδώσουν (με βάση ποιο δίκαιο, όμως) τα πρέποντα;
Εννοείται, εξίσου χλωμό όμως βλέπω και το αν ο Σέρινταν κατορθώνει είτε να κάνει άρρηκτα αδερφοποιτό το whodunit procedural με το fresco ντουβρουτζά couleur locale κοινότητας, είτε να μείνει αλώβητος από το στουντιακό επ’ ώμου κλώτσημα της indie καραμπίνας του. Το ευαίσθητο έμπα μ’ ένα αναγνωσμένο off ποίημα του θύματος κατά την ασθμαίνουσα τελευτή του προοιωνίζεται στο ανάποδο (και μοιάζει ελάχιστη αποζημίωση για) το ακόμη κι απρόθετα σε βαθμό σεξισμού μάτι, exotica ή μη: οι τρεις μόνες ντόπιες που εκτός της (επίσης χαρακτηριστικά υπερ-ευειδούς) πρακτικά σκιτζίδικης Ομοσπονδιακού κοσμούν με το πρόσωπό τους την ταινία είναι «μωράκια» κι η (χοντρή) τέταρτη… παίρνεται μονίμως με το πρόσωπο καλυμμένο υπό το πρόσχημα του θρήνου της. Θα μπορούσε να είναι σχόλιο στη φαλλοκρατία της παράδοσης του ethnic μικροκόσμου και του bureau ταυτόχρονα, μ’ ένα σμπάρο δυο τρυγόνια; Καθόλου δε νομίζω, αλλά ακόμα κι αν ναι, είναι αποτυχημένο. Όχι ότι η καταδίκη της αντρίλας, εξωθημένης στα εγκληματικά άκρα από τον αποκλεισμό της στην υποθερμική εσχατιά, υπηρετείται καλύτερα από εκείνο το γραφικό «τι περιμένεις να κάνουμε εδώ μες στο ψοφόκρυο μόνοι μας;» στο κρεσέντο κάθαρσης της ταινίας.
Η είσοδος της παρείσακτης μπατσίνας με sine qua non οδηγό τον ομόχρωμό της caucasian κυνηγό στα κατατόπια, που προϋποθέτει μια σχετική μύηση στο εκεί decorum και συνεπάγεται κάποιες όχι χωρίς χιούμορ ή διεισδυτικότητα πολιτισμικές αντιπαραθέσεις, δεν σκοντάφτει ηχηρά καθεαυτή αλλά δεν φοράει αλεξίσφαιρο σκιαγραφήσεων των παθών της community ή των μονάδων ένθεν κακείθεν, κάτι που δεν καταφέρνει παρά τους πετυχημένους νταουνιάρικους τόνους της ούτε η λάου λάου εισχώρηση στα επί προσωπικού δράματα των κεντροχαρακτήρων πέριξ της crime scene (εκτός της ατζαμούς fed, αυτή μένει απλώς τέτοια, το απέξω όμμα μας στα κατά βάθος σεκλετιασμένα Σπασμένα Φτερά, που λέει ο λόγος). Η αποκάλυψη καθ’ ολοκληρίαν τού κορμού (#diplhs) του εγκλήματος σ’ ένα επεισόδιο δωματίου σχετικά νωρίς μέσα στο στόρι δίκην ενός απροειδοποίητου flashback δικαιώνεται ως επιλογή της αφήγησης με καθεαυτό συναισθηματικό αντίκτυπο, αλλά το σκάσιμο της εξομολογητικά ρητής σύνδεσης του θανατικού με μια έως τούδε απωθημένη εμπειρία από την περσόνα – πυξίδα μας μοιάζει να μην το χωρούσε αλλιώς ο Avid, να βόλευε μόνο ούτως πώς τον Σέρινταν, εξού και μοιάζει μισοέκθετο ως μόντα. Το γιατί, δε, ένα ακόμη κουφάρι πέραν του αρχικού εγκαταλείπεται ηλιθίως στη φύση από όποιον το ξέκανε προς πιθανή άγραν των οργάνων του Νόμου (και την εύκολη εξυπηρέτηση της πλοκής), θα ήθελα ειλικρινά να μου απαντηθεί από όσους το διαβάζουν το σκανδιναβικό μπεστσελεράκι τους και θα θεωρήσουν ότι ο Σέρινταν ως εγκέφαλος του US στάκαμαν πιάνει εξίσου χαρτωσιά.
Δεν θα το κρατήσουμε μανιάτικο: η ίντριγκα μένει όρθια, το οφθαλμόν αντί οφθαλμού ξεστοίχειωμα (τρόπον τινά, ο ντουβρουτζάς δεν αίρεται φτηνά – κι έτσι πρέπει) makes a case for itself, η ατμόσφαιρα υπάρχει. Και πέραν ενός salvo στο ύπαιθρο, τόσο κακογραμμένου, κακοπαιγμένου και κακοπλανοθετημένου (εδώ είναι που ο, αν και σπουδαγμένος υποκριτής, άπειρος ως δάσκαλος ερμηνειών Σέρινταν ουρλιάζει) που ο Ταραντίνο θα γελάσει χαιρέκακα, η σποραδικά εκρηκτική δράση (κι όχι μόνο, μια χωρίς FX λήψη με τη λέαινα και τα μικρά της φάτσα μέσα στο λαγούμι τους είναι επίτευγμα) μπαίνει καλά στο viseur του Μπεν Ρίτσαρντσον, dp του «Τα Μυθικά Πλάσματα του Νότου», βοηθούσης της ειδοποιού διαφοράς των μπιλοζιριών και της άπλετα φορεμένης νιφάδας που ντύνουν μια παντός καιρού χειμαζόμενη φάρα και τις πληγωμένες family της. Η διανομή; Την παίρνεις πιο ζεστά αν σκεφτείς ότι ενώνει τον Hawkeye και τη Scarlet Witch των «The Avengers» με τον Punisher του τηλεοπτικού «Daredevil» (χαρά η Marvel…), αλλά δεν είναι καθόλου τιμητική για τον πλήρως παγιδευμένο στον τύπο τού sniper πρώτο (θυμηθείτε τον και στο all-white 1ο 3ο του «Η Κληρονομιά του Μπορν») και τη στη γύρα για δουλίτσα την οποία πια βρίσκει μόνο σε genre-ιές δεύτερη (προσέξτε ένα déjà vu απ’ το «Σιωπηλό Σπίτι»). Ο Τζον Μπέρνθαλ αποδίδει πιο ανεκτά καθώς… πετάγεται οψιμότερα απ’ όλους στην υπόθεση και οι εκ καταγωγής αυτόχθονες (αρκετούς τους ξέρετε από το «Λυκόφως») φυλάττουν Θερμοπύλες πιο λιγόλογα και καλύτερα. Απλώς αυτό το βάπτισμα του πυρός το Τόμαχόκ μου δεν θα τ’ αποφύγει. Και το δικό τους, υποψιάζομαι…