ΟΙ ΕΥΧΟΥΛΗΔΕΣ 3: ΜΑΖΙ ΓΙΑ ΜΠΑΝΤΑ (2023)
(TROLLS BAND TOGETHER)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Γουόλτ Ντορν, Τιμ Χάιτζ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Όταν ο Κλωνάρης πληροφορείται πως ένας εκ των αδελφών του έχει πέσει θύμα απαγωγής, με την Πόπι σταθερά στο πλευρό του, επιχειρεί απρόθυμα (έστω) να επανασυνδέσει το οικογενειακό boy band του μακρινού παρελθόντος του, αφού μόνο η τέλεια φωνητική αρμονία των BroZone κρίνεται ικανή να τον σώσει. Εσείς, τι άλλα;
Φανταστείτε τον Λιμπεράτσι να έχει βουτήξει σε μια μαρμίτα γεμάτη LSD και glitter, και ν’ ανεβαίνει στη σκηνή του Woodstock, έτοιμος να δώσει το έναυσμα σ’ ένα ατελείωτο kitsch pop party αδελφικής αγάπης. Κλείστε τα μάτια προσπαθώντας να σχηματίσετε τούτη την εικόνα στο μυαλό σας και (ίσως) έτσι θα μπορέσετε να οραματιστείτε το μέγεθος της… ψυχεδέλειας που χαρακτηρίζει το δεύτερο sequel των «Ευχούληδων» (2016). Μόνο μην ψάξετε για στόρι πίσω από αυτό το όραμα, διότι το «Μαζί για Μπάντα» μπορεί να διαθέτει χρυσόσκονη ικανή να σκεπάσει όλα τα dancefloor της υφηλίου, από υπόθεση, όμως, ίσα που ανεβαίνει στην πίστα.
Η ταινία εύκολα θα μπορούσε ν’ αποτελεί συνέχεια του original, αφού τα προβλήματα των Troll φυλών του ταλαιπωρημένου από την πανδημία (ως προς τη διανομή του) sequel του 2020 δεν αφορούσαν καθόλου, σε αντίθεση με την οριστική συμφιλίωση Ευχούληδων και Μπέργκεν που επιστέγασε το πρώτο «Trolls». Το κύριο θέμα του «Μαζί για Μπάντα», εν τούτοις, είναι η επιχείρηση διάσωσης του Φλόιντ, ενός εκ των πέντε αδελφών του θρυλικού οικογενειακού συγκροτήματος των BroZone, το οποίο διέλυσε διότι τα αδέλφια δεν μπόρεσαν να παραμερίσουν τον εγωισμό τους σε μια κρίσιμη στιγμή. Φυλακισμένος σε διαμαντένιο μπουκάλι αρώματος από ντουέτο άφωνων pop stars (όπως το διαβάσατε!), οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο του «ρουφούν» το ταλέντο του, θέτοντας σε κίνδυνο τη ίδια του τη ζωή, ο άτυχος αδελφός μπορεί να ελπίζει μονάχα στη δύναμη της αρμονικής φωνής των υπολοίπων. Εκείνοι οφείλουν να καταφέρουν (επιτέλους) να… συγχρονιστούν, όπως προτάσσει ο οικογενειακός τους δεσμός, πετυχαίνοντας αφενός να ραγίσουν για τα καλά το τζάμι της φυλακής του, αφετέρου συγκολλώντας διά παντός το γυαλί της πληγωμένης σχέσης τους. Κι ύστερα να διασκεδάσουν ευτυχισμένοι, κάτι που βέβαια κάνουν ούτως ή άλλως, είτε με απαγωγές είτε χωρίς.
Σημείωνα στο κείμενο του «Παπουτσωμένος Γάτος: Η Τελευταία Επιθυμία» (2022) πως τόσο μ’ εκείνο όσο και με «Τα Κακά Παιδιά» (2022), η DreamWorks πετύχαινε να στρέψει το βλέμμα και στις μεγαλύτερες ηλικίες, πέραν του προφανούς target group της (ανήλικης) πιτσιρικαρίας. Με το φετινό «Ρούμπι: Ένα Κράκεν στην Εφηβεία» και με τούτο, όμως, η συγκεκριμένη προοπτική φαίνεται να… πηγαίνει περίπατο. Η διάθεση κεντρίσματος των ενηλίκων ναι μεν δηλώνει (δειλά) παρούσα, εν τούτοις, η προς στιγμήν εγκατάλειψη του τρισδιάστατου animation για χάρη μιας απόπειρας επιστροφής (εν είδει φόρου τιμής) στη δυσδιάστατη ψυχεδέλεια του μπιτλικού «Yellow Submarine» (!), αλλά ακόμα περισσότερο η προσπάθεια δημιουργίας κλίματος νοσταλγίας (;) για τα boy bands της δεκαετίας του ‘90, προσγειώνονται άτσαλα στο όλο εγχείρημα.
Φαίνεται σαν όλο το φιλμ να λειτούργησε ως προσωπικό στοίχημα του Τζάστιν Τίμπερλεϊκ (στις αγγλόφωνες version δανείζει σταθερά τη φωνή του στον Κλωνάρη), ο οποίος μοιάζει να είδε τούτο το δεύτερο sequel σαν μια χρυσή ευκαιρία επανασύνδεσης των *NSYNC, «κατευθύνοντας» το στόρι προς κάτι που θα ταίριαζε με την συγκεκριμένη πρόθεση. Το γεγονός πως η γενικότερη πλοκή δεν βγάζει κανένα νόημα, πιθανότατα να μην ενόχλησε τους παραγωγούς, από τη στιγμή που το πρώην group του πρωταγωνιστή τους μπήκε με πλήρη σύνθεση στο studio για πρώτη φορά μετά από είκοσι δύο ολόκληρα χρόνια, ηχογραφώντας για τις ανάγκες του soundtrack (και του… marketing) το τραγούδι «Better Place». Πέραν την ιστορικής (λέμε τώρα…) αυτής στιγμής, το άσμα ατυχώς ξεχνιέται στο λεπτό, σε αντίθεση με το solo ξεσηκωτικό εγχείρημα του Τίμπερλεϊκ, «Can’t Stop the Feeling!», από το original φιλμ.
Το σχηματικό σενάριο των «Ευχούληδων 2» γίνεται πλέον… ακόμα πιο σχηματικό, επιμένοντας εκ νέου στα νοήματα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας, ρίχνοντας στο διάβα του Κλωνάρη, της Πόπι και των υπολοίπων ένα α λα… Milli Vanilli ντουέτο, σε μια προσπάθεια να στηλιτευθεί η επικράτηση των απανταχού ανεπαρκών εις βάρος των ταλαντούχων του κόσμου τούτου. Η επίτευξη του στόχου της απελευθέρωσης του bro Φλόιντ με το ροζ μαλλί (το πιάσατε, έτσι;), με το απαραίτητο μάζεμα των μελών των BroZone, θυμίζει συρραφή από πίστες video game, με bonus κάθε φορά που ο Κλωνάρης και η παρέα του κερδίζουν «κανονάκι», άφθονο τραγούδι, κέφι, χορό και… φτου κι απ’ την αρχή. Ανάμεσα στη χαριτωμένη πολυλογία της Πόπι, το συνεχές (σε βαθμό εξάντλησης) πολύχρωμο ανήλικο fun και την ανυπαρξία υποψίας (έστω) σεναριακού twist, ακούγονται μια σειρά από όχι ακριβώς εμπνευσμένα λογοπαίγνια χιουμοριστικού τύπου, που αφορούν τους συνοδοιπόρους των *NSYNC στον boy band κόσμο του καιρού εκείνου (στην ελληνική μεταγλώττιση στέκουν ακόμα πιο αμήχανα). Άκρως επηρεασμένος από όλα αυτά, αν είχα τη δυνατότητα, θα συμβούλευα τους γραφιάδες του «Μαζί για Μπάντα» πως καλό θα ήταν να έκαναν ένα διάλειμμα πέντε λεπτών, μπας και σκεφτόντουσαν μια νέα έκδοση του σεναρίου, που ναι μεν θα παρέμενε σημαντικά κοριτσίστικο, θα ήταν όμως και κατά τι πιο πικάντικο. Χμμμ… Τώρα που το ξανασκέφτομαι, μπορεί τελικά και να κατέληγα να δουλεύω για το team τους!