FreeCinema

Follow us

ΤΟ ΜΕΣΑ ΦΩΣ (2016)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σταύρος Ψυλλάκης
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Ο 86χρονος συνταξιούχος οφθαλμίατρος Γιώργος Μαρκάκης, ιδρυτής του Μουσείου «Λυχνοστάτης» στη Χερσόνησο. Οι αναπολήσεις, ο λόγος, το έργο, τα χώματα, οι άνθρωποι τού τώρα και του χθες του. Ζωή σαν μυθιστόρημα. Χωρίς υπερβολή…

…, αλλά το αν θα το θίξει έστω και άλλος ένας απ’ όσους θα γράψουν γι’ αυτή την στο μεγαλύτερο μέρος της αξιαγάπητη ταινία θα το εκλάβω ως μέτρο τού τι κινηματογραφική κριτική έχουμε στα μέρη μας (όχι ότι δεν ξέρω…): «Το Μέσα Φως» αποτελεί τυπικά (αν και όχι ουσιαστικά, κεκαλυμμένα) ένα promo μεγάλου μήκους, καθώς είναι εξολοκλήρου χρηματοδοτημένο από τον άνθρωπο που πορτρετάρει, έστω μέσω ενός πολιτιστικοεκπαιδευτικού (ιδιωτικού και, για να μην πω κερδοσκοπικού και παρεξηγηθώ, με χρέωση εισιτηρίου για την είσοδο στους χώρους και τα προγράμματά του) που αυτός δημιούργησε, φορέα που προβάλλει κατά δεύτερο λόγο το ντοκιμαντέρ. Αυτό εγείρει ένα όχι αμελητέο ζήτημα δεοντολογίας για τον σκηνοθέτη του (που το εντάσσει αδιάκριτα στην εργογραφία του) και για τα εγχώρια Φεστιβάλ που το συμπεριλαμβάνουν στο πρόγραμμά τους (και το βραβεύουν) απροβλημάτιστα. Θα έκαναν το ίδιο με ένα εταιρικό φιλμ, πόσω μάλλον με καταγωγή εκτός Ελλάδας, όσο γλαφυρό (όπως το συγκεκριμένο) κι αν ήταν;

Τροφή για σκέψη, εξίσου σημαντική με όσα συναρπαστικά έχει να μοιραστεί με τον συμπατριώτη σκηνοθέτη τού «Μεταξά, Ακούγοντας το Χρόνο» (που νιώθει όσο ποτέ, ακόμη περισσότερο κι απ’ ό,τι στη γνωστότερη προσωπογραφική δουλειά του «Ο Άνθρωπος που Ενόχλησε το Σύμπαν», το υποκείμενό του κι έχει την τύχη να το αγκαλιάζουν μαζί μ’ αυτόν αθέατος ο Μιχάλης Γερανιός στη φωτογραφία και κόφτης ολκής ο Γιάννης Κατσάμπουλας στο μοντάζ) ο οικοδεσπότης μας, ένας από τους πιο φιλοσοφημένους και μεταδοτικά προικισμένους σε πληροφορίες και σε εμπειρίες βιογραφούμενους που έχω προσωπικά συναντήσει ποτέ – στην οθόνη μεν, με το αποτέλεσμα να δίνει την αίσθηση της αξέχαστης δια ζώσης γνωριμίας δε. Η έξοχη εισαγωγή, στο δωμάτιο της κλινικής όπου για δεκαετίες εξάσκησε την επιστήμη του μες στο «λευκό ράσο» του ο με δικά του προβλήματα όρασης πλέον Μαρκάκης και το «Παν μέτρον άριστον» που τσιτάρει ο ογδοηκοντούτης+ ξεναγός μας, είναι κι ο δείκτης τού τι μορφή θα πάρουν (και θα δώσουν στο φιλμ) οι οιστρηλατημένες από άσβεστη φλόγα και με καλλιέργεια πολυγνώστη κι ικανότητες παραμυθά μαρτυρίες του, καθώς ξεχύνονται λεκτικά σ’ αυτό το ταξίδι.

Επόμενοι σταθμοί, το πατρογονικό χωριό στη Σητεία που σημάδεψε τη νιότη του και μια μαντινάδα (η πρώτη μιας πλειάδας δειγμάτων τής κατεξοχήν, μοναδικής δημώδους ποίησης της Μεγαλονήσου τής οποίας ο κοτσονάτος πανεπιστήμων με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες θα αποδειχθεί ζωντανό ανθολόγιο) για τον σκίνο και τη μυρτιά, προτού το δημιούργημά του, το ηρακλειώτικο λαογραφικο-οικολογικό Μουσείο Παραδοσιακής Ζωής «Λυχνοστάτης», πάρει τη σκυτάλη ως χώρος, με συνοδοιπόρο μας την Κερκυραία, αστικής ανατροφής και μόρφωσης όπως κι εκείνος, που το συνεμπνεύστηκε στο πλάι τού συζύγου της. Ο Ψυλλάκης μπαινοβγαίνει, ποτέ βαρετά, μεταξύ των διηγήσεων του αντρόγυνου, φωτογραφιών τους και του καθ’ εαυτό habitat, ενώ σε έχουν απίκο οι ιστορίες τους (από το πώς γνωρίστηκαν νεότατοι, αυτός θεράπων και αυτή ασθενής στην Αθήνα, μέχρι το πώς το εκκλησάκι χτίστηκε ως τάμα από τον φόβο των ναρκών, σπαρμένων εκεί κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο) και ο πακτωλός της θυμοσοφίας τού Μαρκάκη, που τριγυρίζει (in situ και στο θησαυροφυλάκιο μνήμης & γνώσεων) και «κεντάει».

Η σωσμένη εκεί ξύλινη πόρτα τού σπιτιού τού παππού ο οποίος του έμαθε την «αναγεννητική» φύση (και που η ασυνήθιστη αποδημία του βγάζει από τα έγκατα της συγκλονισμένης ψυχής του την πιο ανεξίτηλη, για εκείνον και για εμάς, θύμησή του) που τώρα διδάσκει σ’ εμάς («Πεθαίνω αλλά θέλω να σας δείξω τι ήμουνα για σας», λέει αμφισήμαντα για μια κληματαριά με φυλλοξήρα γεμάτη γλυκά σταφύλια) δίνει τη θέση της σ’ ένα γνώρισμα των αρσενικών πεταλούδων («Πόσα τέτοια γίνονται γύρω μας αλλά ποιος τα βλέπει. Χρειάζεται μάτια για να τα δεις – και μάτια έχουμε αλλά δεν βλέπουμε»), τον μύλο (με το φως «universalium») ως καμάρι των εγκαταστάσεων, στίχους του Σεφέρη και αποφθέγματα για το δάκρυ (με το οποίο «… λέει η ψυχή ‘Εδώ είμαι!’»). Και η πιο πηγαία δεν γίνεται αναδρομή τού ηλικιωμένου που έχουμε μπροστά μας σε βιώματα της παιδικής του ηλικίας διαδοχικά διασκεδάζει και συγκινεί, διαβάζοντας πάντα οντολογικά και ψυχαναλυτικά τα συμβάντα που τον καθόρισαν (από τις χαρτοπαικτικές και συγγραφικές κλίσεις του έως ένα μοναχικό κλάμα μες στη νύχτα τού πατέρα που έφτιαχνε τη γραβάτα του ακόμη και ξυλοφορτωμένος απ’ τους Γερμανούς), σε μια «συνάφεια ζωής και θανάτου, θρήνου και πανηγυριού».

Ο Ψυλλάκης δεν αφήνει έξω από τις λουσμένες στις αχτίδες ή ηρεμούσες στη σκιά τού ηλίου τού νησιού σελίδες αυτού του ορθάνοιχτου βιβλίου που αναπνέει τη δεκαετίες πιστή υπάλληλο του δρος Μαρκάκη και τον γιο με τα εγγόνια του («Ξαναγεννήθηκα!») σε στιγμιότυπα που δε μοιάζουν ποτέ στημένα ακόμη κι όταν είναι σε κάποιον βαθμό τέτοια, ενώ τον ακολουθεί αφανώς σε γλέντι με φίλους, στο κολύμπι, στο sacrosanctum του στο «Λυχνοστάτης» και στη μονάδα κομποστοποίησής του, χωρίς να αποφεύγει μια δομικού πισωγυρίσματος… ανακύκλωση θεμάτων συζήτησης και ολίγη φύρα καταθέσεων στο τελευταίο ημίωρο. Αυτά σίγουρα κάνουν την ταινία να δείχνει ελαφρώς πιο μεγάλη, πιο ρυτιδιασμένη τού επιθυμητού. Ούτε μια υποψία dirty grandpa, επίσης, δεν αχνοφαίνεται στον ορίζοντα πίσω απ’ την προτομή τού ανδρός, εννοείται (ο Έρολ Μόρις είναι άπιαστο όνειρο για τους doc-ers μας, όχι επαινετέα). Η ακτινοβολία τού αμφιτρύωνα είναι τόσο αφτιασίδωτη και τα όσα έχει να σου «περάσει» τόσο ευπρόσδεκτα που συγχωρείς ακόμα και το ότι έβαλε το χεράκι του (κι εκεί που ίσως δεν έπρεπε, στην τσέπη) γι’ αυτή την αιμάσσουσα πνευματική διαθήκη και σε κινούμενη εικόνα. Συγχωρεμένος για τις καταθέσεις (#diplhs), «γέρο» μου…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι φίλοι της τεκμηρίωσης θα το στηρίξουν δίκαια, το αξίζει (αλλά τοποθετηθείτε στην ένστασή μας, παρακαλούμε). Οι θιασώτες των ζωηρών αφηγήσεων, ακόμη κι αν δεν βλέπουν ντοκιμαντέρ ή δεν πηγαίνουν καν σινεμά, θα εντυπωσιαστούν αν τολμήσουν. Curators (όχι ο Γιαν Φαμπρ), μην περιμένετε προχώ εκθέματα πέραν των μπακιριών, της χλωρίδας και τα τοιαύτα. Τα τζόβενα των πολυσινεμά δεν πλησιάζουν, εκτός αν έχουν αδυναμία στον δικό τους τον παππού.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.