ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΠΟΥ ΠΛΗΓΩΝΑΜΕ (1987)
- ΕΙΔΟΣ: Δραμεντί Φιλίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Δήμος Αβδελιώδης
- ΚΑΣΤ: Γιάννης Αβδελιώδης, Νίκος Μειωτέρης
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 75'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE
Μαστιχοχώρια, καλοκαίρι 1960: μαλωμένα την τελευταία μέρα του σχολείου, δύο τεταρτάκια ξανασμίγουν με παιδιές, αταξίες, γεωργικές ή μη εργασίες, έναν μούργο, ένα κορίτσι. Πόσο θα κρατήσει, τι θα τους αφήσει;
Μέχρι σήμερα δεν ξεράθηκε, πάντως, και νομίζω ότι ανήκει στα αειθαλή. Αλλά ας μην το πνίξουμε, υπεραρδεύοντάς το με λυγμικά κοσμητικά. Το σκανδαλάκι τού τότε Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, καθώς είχε προκριματικά κοπεί από το διαγωνιστικό και είχε αγκαλιαστεί αποθεωτικά στο πληροφοριακό τμήμα, τιμηθεί απ’ την ΠΕΚΚ και ακολούθως φιλοξενηθεί (με βραβείο νεότητας) στην Μπερλινάλε και στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών. Την γραμμένη πυρετικά μέσα σ’ ένα 24ωρο έπειτα από την ακρόαση των progressive ambient «Τοπίων» του Δημήτρη Παπαδημητρίου και γυρισμένη στη γενέθλια Χίο με δύο μύρια μέσα σε 20 μέρες, πρώτη και καλύτερη μέχρι τις μέρες μας συγκομιδή ενός απόφοιτου της Φιλοσοφικής με θητεία στα θρανία της Δραματικής. Την υπαιθριστική σπουδή – memento στο αξέχαστα σημαδευτικό τελευταίο θέρος της αθωότητας της παιδικότητας, που μεταφύτεψε στα καθ’ ημάς το «Άμαρκορντ» με τεχνικές Κιαροστάμι. Και θα σε ξανατρατάρει τους άγουρους αλλά επιθυμητούς καρπούς που έδρεψε, ανθίζοντας σε επανέκδοση με ψηφιακή κόπια.
Πρώτα το κουτσούρεμα. Καθότι ο νέος περιβολάρης δεν μας φίλεψε προβολή, δεν ξέρουμε τι έχει προσφέρει στην εμφάνιση του μπουμπουκιού τού Αβδελιώδη (που χαϊδεύεται εξίσου απ’ το φως, το χώμα, το νερό όσο κι απ’ το ξυπόλητο – που λέει ο λόγος – τάγμα του) το μπόλιασμα στο DCP. Αλλά ας πάει και το παλιάμπελο. Ξαναπλώνοντας χέρι στον φιλμικό σκίνο per se, είναι που διαπιστώνεις ότι σπάνε πάντα εύκολα τόσο οι δίκην κεφαλαίων όσο και οι εσωτερικές κλάρες της δομής τού album θυμήσεων κι είναι ευδιάκριτη μια αγρανάπαυση στη διδασκαλία των ντόπιων ερασιτεχνών. Ευτυχώς, σ’ αυτό το αυτοβιογραφικής φύτρας χειροτεχνημένο View-Master αναμνήσεων κι ονειροφαντασιών, που προβάλλει το ανεπίγνωστο στην τρυφερότερη ηλικία (την Εδέμ μας), απλώς προς βίωση από έναν little man σκληρό θαύμα του κύκλου της ζωής, το mastic spa με το καλέμι στους φλοιούς ώσπου να εξαχθεί το… δάκρυ (του θεατή, και της κατασταλαγμένης σε νοσταλγία & γνώση εμπειρίας των ηρώων) ποτίζει σύγκορμη την αφήγηση δίκην leitmotiv και παραβολής. Κι αυτό που στυλώνει το κορμί και το μυαλό των Χιωτών της, θρέφει και σύγκορμη την ταινία.
Ενώ ως εκκολαπτόμενος κορφολόγος της παράδοσης μέσω της περαστικής fiction λαογραφίας ο Αβδελιώδης ξαναζωντανεύει υποχρεωτικά μια ολάκερη εποχή (το ξεφούρνισμα του ψωμιού, το «δεν είπαμε πως δεν μπαίνουμε ιδρωμένοι; Χρειάζεται και λίγο σέβας!», η μακριά γαϊδούρα, το δεν περνάς κυρα-Μαρία), ριζωμένες πια στα ήθη κι έθιμα του σινεφίλ συλλογικού συνειδητού ή ασυνείδητού μας (μήπως αυτό το δέντρο έγινε το ετεροχρονισμένο μόσχευμα του «Peppermint», της «Πολίτικης Κουζίνας» κ.ά.;) οι σεκάνς του πρώτου τσιγάρου, του περιδρομιάσματος του κλεψιμέικου πεπονιού, του μπάνιου του γαϊδάρου, του φουνταρίσματος του σκύλου στη στέρνα, της σκανταλιάρικης περιφοράς των εξαπτερύγων στην κηδεία, της επίθεσης στις σφήκες μαζεύουν ή χάνουν χυμούς πότε από τον φλοιό του «Πολέμου των Κουμπιών» και πότε από τα χωράφια του Παζολίνι και των Ταβιάνι, αλλά δεν όζουν ποτέ φραπελιά, ξυπνάνε τα δικά μας χαΐρια. Ο «γατοπνίχτης» που όμως φτιάχνει σπιτάκι για τα ζώα, δεν θέλει να κοιμάται τα μεσημέρια, μένει στην ίδια τάξη, κι ο ξύπνιος γιος της αγρότισσας που μαθαίνει το μαστίχι και λευτερώνει τα πουλιά τού ξωβεργάρη, μαλώνουν και φιλιώνουν, μοιράζονται τα άπλυτα δαμάσκηνα, τα μυστικά τους και τον όρκο να μην αφήσουν ποτέ τον κακοποιούμενο τετράποδο Μετανάστη (τι σχεδόν ανατριχιαστικά προφητική για το σήμερα σοδειά…) όσο και τα ημισφαίρια του εγκεφάλου σου την αυτοστιγμεί επαναφορά στον δικό σου χαμένο κολλητό, τη δική σου χαμένη ανεμελιά.
Στο κέντος, απ’ το οποίο θα στάξει η βιομαγεία μέσα σου, δουλεύουν ο Φίλιππος Κουτσαφτής («Αρκαδία Χαίρε») στην ποιητικά νατουραλιστική κάμερα, ο Παπαδημητρίου στα αναλογικά σύνθια της μουσικής (πριν απ’ το υποκειμενικό τής τρεχάλας στα σοκάκια που έχει έκτοτε περιφραχθεί ως το οπτικό μποστάνι για το track «Η Πρώτη Ημέρα», δεν θα πιστεύετε στ’ αυτιά σας με τη slow disco στο κρυφτό με τον λαθροκυνηγό!), ο ίδιος ο auteur ως ηθοποιός στο σουρεαλιστικά ενδιαφέρον αν και λιγότερο συγκινητικό απ’ ό,τι θα ήθελε επεισόδιο του πρώην ναυτικού τρελού του χωριού. Αληθώς «παιδιά, σκατά και σύννεφα δεν πιάνονται». Το πρώτο σκίρτημα θα φύγει. Ο χειμώνας θα βάλει τα κεφάλια μέσα (και μέσα στα κεφάλια τη συνειδητοποίηση του τι τους έδωσε το τίμιο… ξύλο). «Tο καλοκαίρι τέλειωσε, για να δούμε τι θυμόμαστε», θα πει ο δάσκαλος, σαν να γνωρίζει τι παίζει (#diplhs) εδώ. The boys of summer have gone. «Το Δέντρο Που Πληγώναμε» ρίχνει ακόμα, πάνω τους και πάνω σου, τη σκιά του. Δεν μπορείς να μην κάτσεις από κάτω…