DEMETER: Η ΑΦΥΠΝΙΣΗ ΤΟΥ ΚΑΚΟΥ (2023)
(THE LAST VOYAGE OF THE DEMETER)
- ΕΙΔΟΣ: Τρόμου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέ Έβρενταλ
- ΚΑΣΤ: Κόρεϊ Χόκινς, Λίαμ Κάνινγκχαμ, Άισλινγκ Φραντσιόσι, Ντέιβιντ Νταστμάλσιαν, Γούντι Νόρμαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 118'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: THE FILM GROUP
Από το λιμάνι της Βάρνας του 1897, με προορισμό το Λονδίνο, ο πλους του εμπορικού πλοίου Ντεμίτερ δείχνει καταδικασμένος, καθώς κανένα μέλος του πληρώματος δεν γνωρίζει πως στ’ αμπάρια του μεταφέρει τον θρυλικό κι αιμοσταγή κόμη Δράκουλα.
Αντλώντας τη σεναριακή του βάση από τις σελίδες του «Δράκουλα» του Μπραμ Στόκερ, στις οποίες ο μυθικός κόμης έχει φυγαδευτεί στο αμπάρι ενός πλοίου και μεταφέρεται «incognito» μέχρι το Λονδίνο, το «Demeter» του Αντρέ Έβρενταλ σαλπάρει… καταδικασμένο φιλμικά από δύο παράγοντες: α) γνωρίζουμε εξαρχής την κατάληξη του ταξιδιού, άρα το σασπένς είναι περιορισμένο (αν όχι ανύπαρκτο) και β) δεν δύναται να βγάλουμε από το μυαλό μας την ανάμνηση των αντίστοιχων σεκάνς από τον αριστουργηματικό «Nosferatu» (1922) του Φρίντριχ Βίλχελμ Μούρναου (για μένα, η σπουδαιότερη ταινία τρόμου από καταβολής κινηματογράφου). Η τελευταία σύγκριση προφανώς και είναι ολέθρια…
Σε ένα κλίμα περιόδου αρκετά φροντισμένο (ειδικά επάνω στο καράβι), ο σπουδαγμένος… μαύρος κι άνεργος Κλέμενς, με γνώσεις ιατρικής και αστρονομίας) εκλιπαρεί για μια οποιαδήποτε θέση στο πλήρωμα του ομώνυμου πλοίου, σώζει τη ζωή του εγγονού του καπετάνιου κι ανεβαίνει στο κατάστρωμά του με κάθε καλή θέληση για εργασία. Σταδιακά, από τη μια νύχτα στην άλλη, πρώτα τα ζώα κι ύστερα το ανθρώπινο δυναμικό του Ντεμίτερ παρουσιάζουν σημάδια… αφαίμαξης, ενώ η αποκάλυψη του σώματος μιας νεαρής γυναίκας που βρίσκεται ημιθανής, «θαμμένη» μέσα σ’ ένα κασόνι, θα φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια γύρω από τη μυστηριώδη φιγούρα που κάθε βράδυ ξεπετάγεται έξαφνα από το αμπάρι και σκορπίζει τον θάνατο.
Με μια λογική αφήγησης που φέρνει στο νου το… «Alien» (1979) του Ρίντλεϊ Σκοτ, ο Έβρενταλ καταλήγει να μένει μονάχα σε κάποιες καλές αρχικές προθέσεις, καθώς δεν εκμεταλλεύεται ούτε την ατμόσφαιρα των χώρων (που δεν φαντάζουν τόσο κλειστοφοβικοί όσο θα έπρεπε), αλλά (κυρίως) ούτε και το «μυστικό» του παρουσιαστικού του βαμπίρ (πέραν μιας μικρής λεπτομέρειας ανάπτυξης μέρους της ανατομίας του), που ο θεατής βλέπει από αρκετά νωρίς και δεν του μένει κανένα ιδιαίτερο στοιχείο έκπληξης μέχρι το τέλος του φιλμ. Επίσης, η ιστορία του «Demeter» είναι αρκετά ισχνή και πατά επάνω σ’ ένα τυποποιημένο μοτίβο νυχτερινών επιθέσεων του Δράκουλα, που (μοιραία) επαναλαμβάνονται μέχρι να λιγοστέψει δραματικά το πλήρωμα του καραβιού και να οδηγηθούμε (υποχρεωτικά) στη μάχη αναμέτρησης των βασικών ηρώων με το τέρας. Παραδόξως, αυτό που ξεχωρίζει (σε κάποιες σεκάνς) εντοπίζεται στο… άπλετο φως της μέρας, όταν ο ήλιος φανερώνει εκείνους που κουβαλάνε τον «ιό» του βαμπίρ και το σώμα τους αντιδρά… εύφλεκτα. Από την «Άγρια Νύχτα» (1987) είχαμε να δούμε τέτοιο (μαρτυρικό) παρανάλωμα!