ΕΝΑ ΦΙΛΙ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ (2015)
(SONG ONE)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κέιτ Μπάρκερ-Φρόιλαντ
- ΚΑΣΤ: Άνν Χάθαγουεϊ, Μαίρη Στίνμπερτζεν, Τζόνι Φλιν, Μπεν Ρόουζενφιλντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 86'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS
Όταν ένα ατύχημα αφήνει τον μουσικό αδελφό της σε κώμα, η συναισθηματικά και γεωγραφικά απομακρυσμένη από την οικογένειά της Φράνι επιστρέφει στα πάτρια εδάφη τής Νέας Υόρκης. Εκεί θα γνωρίσει τον αγαπημένο τραγουδοποιό και τραγουδιστή του αδελφού της, Τζέιμς, και μεταξύ τους θα αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση αγάπης, που θα βγάλει και τους δυο τους από το τέλμα.
Είναι πολύ δύσκολο όχι μόνο να πεις κακία, αλλά ακόμα και να ασκήσεις με το γάντι αρνητική κριτική σ’ αυτό το φιλμ. Που αποτελεί υπέροχα αφτιασίδωτο, απλό και κάθε άλλο παρά αυτάρεσκο σινεμά. Προικισμένο με τρεις ερμηνείες άφοβα φτιαγμένες από ατόφια, καθημερινά, απτά κομμάτια ζωής, σκηνοθεσία που φλερτάρει με τον ανεπιτήδευτο ρεαλισμό του ντοκιμαντέρ, αλλά γειώνεται ακαταμάχητα στη μυθοπλασία έτσι όπως αναζητά και αφουγκράζεται αλήθειες στα πρόσωπα των ηρώων μέσα από μια υποβλητική… παρτιτούρα close-ups σε αυτά, και μια συλλογή από πρωτότυπα, μυσταγωγικά τραγούδια (γεννημένα και θρεμμένα στη σύγχρονη, εναλλακτική / πειραματική μουσική σκηνή του Μπρούκλιν), που – μαζί με τις σιωπές – αντικαθιστούν τους διαλόγους. Που το κάνουν να φαντάζει ως ένα εντελώς διαφορετικό από τα άλλα μιούζικαλ, που όμοιό του δεν έχεις ξαναδεί.
Κι όμως, αν είσαι τυχερός (ευλογημένος μη σου, πω), έχεις ξαναδεί. Όχι μόνο όμοιό του, αλλά και παρασάγγας καλύτερό του. Για το ιρλανδέζικο, βραβευμένο με Όσκαρ τραγουδιού «Μια Φορά» του 2006 ο λόγος, το οποίο αφήνει με άνεση αυτό το «Song One» να… φάει τη σκόνη του. Ή, για να χρησιμοποιήσω πιο ταιριαστό όρο, απλά το ξεκουρδίζει. Γιατί μπορεί αυτό το ντεμπούτο της Μπάρκερ-Φρόιλαντ, που έκανε πρεμιέρα στο Φεστιβάλ του Sundance, να μην είναι κακή ή συνηθισμένη ταινία. Δεν είναι, όμως, ούτε πρωτότυπη, εμπνευσμένη ή ιδιαίτερα ουσιαστική στην ιστορία της και στον τρόπο αφήγησής της, ενώ το ανοιχτό φινάλε της την κρατά μεν πιστή στο πνεύμα ρεαλισμού που τη διακρίνει, τη φορτώνει δε αμηχανία. Και αβεβαιότητα. Σαν να μην ήξερε ακριβώς πού και πώς να τελειώσει.