FreeCinema

Follow us

RUSH (2013)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρον Χάουαρντ
  • ΚΑΣΤ: Ντάνιελ Μπρουλ, Κρις Χέμσγουορθ, Αλεξάντρα Μαρία Λάρα, Ολίβια Γουάιλντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Ο Αυστριακός, πειθαρχημένος επαγγελματίας Νίκι Λάουντα και ο Βρετανός, ατίθασος γλεντζές Τζέιμς Χαντ μοιράζονται το ίδιο πάθος: τη νίκη στους αγώνες ταχύτητας αυτοκινήτων. Χάρη στον μεταξύ τους ανταγωνισμό στα ανά τον κόσμο circuit όχι μόνο εκμαίευσαν ο ένας τον καλύτερο (οδηγικό) εαυτό του άλλου, αλλά έγραψαν και Ιστορία στο πολυτάραχο και ασύγκριτα δραματικό Παγκόσμιο Πρωτάθλημα της Formula 1 του 1976.

Ο Χάουαρντ είναι από εκείνους τους… μετριοπαθείς σκηνοθέτες, που – ως πρώην ηθοποιός – τα καταφέρνει περίφημα στη διεύθυνση ηθοποιών, οδηγώντας συστηματικά τους πρωταγωνιστές του σε ερμηνείες για Όσκαρ (θυμήσου Φρανκ Λαντζέλα και Μάικλ Σιν στο «Φροστ / Νίξον: Η Αναμέτρηση», αλλά και σύσσωμο το καστ τόσο του «Ένας Υπέροχος Άνθρωπος», όσο και του «Απόλλων 13»). Όσον αφορά όλα τα υπόλοιπα, όμως, ούτε ιδιαίτερη, χαρακτηριστική ματιά, ούτε ισχυρή προσωπική άποψη έχει. Αποτέλεσμα; Η ποιότητα κάθε δουλειάς του εξαρτάται σχεδόν αποκλειστικά από την ποιότητα του σεναρίου του. Αν το τελευταίο είναι σπουδαίο, η ταινία του προκύπτει καλή έως πολύ καλή (με λίγη επιείκεια). Αν το τελευταίο είναι… μάπα το καρπούζι, η ταινία του απλά δε βλέπεται (αν τολμάς, δοκίμασε να δεις ολόκληρο το προπέρσινο «Δίλημμα»).

Στο «Rush» συνεργάζεται για δεύτερη φορά με το σεναριογράφο τού – ίσως καλύτερου και μακράν πιο σύνθετου και πολιτικοποιημένου πονήματός του – «Φροστ / Νίξον», Βρετανό Πίτερ Μόργκαν. Έμπειρος και πολυσχιδής σεναριογράφος αυτός, με ειδίκευση στα βιογραφικά δράματα («Η Βασίλισσα», «The Damned United») και δις υποψήφιος για Όσκαρ, σκαρφίζεται εδώ μια ακόμη, άκρως ενδιαφέρουσα, δυνάμει συναρπαστική, δραματουργική προσέγγιση πραγματικής ιστορίας. Στη μετουσίωση σε κινούμενες εικόνες της οποίας, ο Χάουαρντ ανταποκρίνεται θαυμάσια. Ως ένα σημείο. Πριν φτάσω, όμως, σε αυτό, κάνω… όπισθεν σε ό,τι αξίζει.

Καταρχήν, οι ηθοποιοί του είναι εκείνοι που και πάλι, πρώτοι και με διαφορά, τον βγάζουν ασπροπρόσωπο. Ο Χέμσγουορθ («Thor», «Η Χιονάτη και ο Κυνηγός»), στον πιο προσγειωμένο και απτό ρόλο του, κερδίζει τις εντυπώσεις, οπλίζοντας τον… σεσημασμένο playboy Χαντ με ορμητικό κωλοπαιδισμό, οδυνηρά φλεγματικό χιούμορ, αλλά και μια κρυφή, αδάμαστη εντιμότητα, που τον κάνει ακαταμάχητο. Απέναντί του, ο Μπρουλ στο ρόλο του (φαινομενικά) στριφνού, στεγνού, φανατικού οπαδού κανόνων και ασφάλειας, αλλά επίμονου, ακούραστου και εντέλει γενναίου αγωνιστή, Λάουντα, κλέβει ολόκληρη την ταινία – ως ένα ατελές, «άσχημο» πλάσμα, που, όμως, αθόρυβα αλλά διαπεραστικά, ξεχειλίζει από ανόθευτη, επίκτητα γοητευτική ανθρωπιά. Ο μεν φοβάται την αποτυχία τόσο ώστε να παίρνει κάθε ρίσκο, ακόμα και αυτά που τον φοβίζουν τόσο ώστε… να κάνει εμετό. Ο δε τρέμει την ευτυχία, γιατί μπορεί να φοβηθεί πως θα τη χάσει και να γίνει λιγότερο ριψοκίνδυνος στην πίστα. Είτε έτσι, είτε αλλιώς, όμως, αμφότεροι καταλήγουν να ζουν δυνατά. Κοιτώντας μόνο μπροστά. Με το πόδι στο γκάζι. Οι δύο τους, δίνουν υπόσταση σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες, επιβλητικές προσωπικότητες που ανταγωνίζονται, συναγωνίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται – ως ένα εμβληματικό Γιν και Γιανγκ τόσο για την άνευ ζωνών ασφαλείας Χρυσή Εποχή της Formula 1,όσο και για την εις αεί άνευ προϋποθέσεις, κανόνες, εγγυήσεις ή υποστηρικτικά pit stops κούρσα της ανθρώπινης ζωής.

Ο Μόργκαν, και κατ’ επέκταση ο Χάουαρντ, ούτε παίρνουν θέση, ούτε απαντούν στο (άκυρο) ερώτημα για το ποιος είναι «σωστός» και ποιος «λάθος». Και, παρά την παραφωνία της – συχνής πυκνής – επεξηγηματικής και αχρείαστης αφήγησης off από το Λάουντα (που απλά περιγράφει και κάνει λιανά όσα αναπνέουν, έτσι κι αλλιώς, απέριττα στις εικόνες και τους διαλόγους), καταφέρνουν να πλάσουν δύο αληθινούς ανθρώπους που υπήρξαν τυπικοί εχθροί, αλλά και ουσιαστικοί φίλοι, χαρισματικοί ως μονάδες, αλλά φωτισμένοι ως διαδραστικό ντουέτο – καλύτεροι μαζί. Στην υποβλητική συναρμολόγηση των πορτρέτων τους συνεργούν καταλυτικά τα αποκαλυπτικά extreme κοντινά στα μάτια τους (μοναδικό εκτεθειμένο σημείο τού σώματός τους κάτω από την οδηγική στολή και το κράνος), τα λιγοστά υποκειμενικά πλάνα από τη θέση του οδηγού (ειδικά εκείνα που κοιτούν με τρόμο, θαρρείς, τον κατακλυσμό στο Grand Prix της Ιαπωνίας), που φευγαλέα σε κάνουν να νιώθεις πως οδηγείς εσύ, και η τέλεια ανασύσταση αφενός των αχαλίνωτα ανανεωτικών 70’s και αφετέρου του οδυνηρά συνταρακτικού, περιβόητου ατυχήματος του Λάουντα.

Δυστυχώς, όμως, το φιλμ φρενάρει άτσαλα και απογοητευτικά τον φιλότιμο αγώνα του κάθε φορά που καλείται να κινηματογραφήσει μια κούρσα από το πρωτάθλημα του 1976. Με φλου αρτιστίκ, θολές και κουνημένες σκηνές, αποτελούμενες από υπερ-μονταρισμένες, κοφτές εναλλαγές close-ups στα μάτια των οδηγών, υπερβολικά κοντινές και μη προσεγγίσεις σε διάφορα σημεία του εσωτερικού και του εξωτερικού τού αυτοκινήτου, και πανοραμικά πλάνα αποσπασματικής δράσης σε διάφορα σημεία της διαδρομής, ο Χάουαρντ αδυνατεί να μας δείξει εύγλωττα το τι ακριβώς συμβαίνει κάθε φορά στην πίστα. Το ποιος βρίσκεται πού, τι ακριβώς κάνει και το πώς εξελίσσεται ο αγώνας εν γένει το μαθαίνουμε μόνο από τις περιγραφές των ηθοποιών που ενσαρκώνουν τους σχολιαστές κάθε αγώνα. Με άλλα λόγια αγώνα δε βλέπεις, παρά μόνο ακούς – σαν από ραδιόφωνο. Την κατάσταση δε βοηθά και η παντελής απουσία του εκκωφαντικού – χωρίς-ωτοασπίδες-δεν-παλεύεται – ήχου των μηχανών των αυτοκινήτων της Formula 1, που κανονικά σε τραντάζει μέχρι το μεδούλι (ιδανική ευκαιρία για να βρυχηθεί το surround) και εδώ καλύπτεται σχεδόν πάντα από τις μουσικές του Χανς Τσίμερ. Μα, γίνεται ταινία για δύο θρύλους της Formula 1, χωρίς… Formula 1; Αν είσαι οπαδός της, η απάντηση είναι ρητορική. Αν όχι, εσύ αποφασίζεις…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αν είσαι νέος/α εραστής των αθλημάτων μηχανικής ταχύτητας, θα σου ανοίξει τα μάτια για δύο πρωτοπόρους της Formula 1, που έδωσαν εκκίνηση, ο καθένας με τον τρόπο του, στο Σένα, στο Σουμάχερ και στο Ραϊκόνεν. Αν είσαι παλιός/α εραστής των αθλημάτων μηχανικής ταχύτητας, θα θυμηθείς συγκινημένος/η περασμένα μεγαλεία. Αμφότεροι, όμως, έχετε υπόψη πως αγώνες μηχανικής ταχύτητας δε θα δείτε. Εδώ, pole position έχουν οι διαπροσωπικοί αγώνες των οδηγών, τους οποίους πιθανότατα θα εκτιμήσουν περισσότερο οι… άσχετοι με τα αθλήματα μηχανικής ταχύτητας.


MORE REVIEWS

LONGLEGS

Ντετέκτιβ του FBI που παρουσιάζει «παράξενα» δείγματα ενσυναίσθησης σε σχέση με τη δράση ενός επί σειρά δεκαετιών ασύλληπτου serial killer, εντοπίζει σταδιακά τα στοιχεία ενός εκκεντρικού puzzle του οποίου ίσως και η ίδια αποτελεί κομμάτι (από το παρελθόν).

FLY ME TO THE MOON

Καπάτσα δημοσιοσχετίστρια καταφθάνει στη Φλόριντα φορτωμένη με ιδέες χίλιες, ώστε να προσδώσει στη δύσκαμπτη NASA έναν σύγχρονο… pop αέρα! Οι πάλιουρες της υπηρεσίας δεν την παίρνουν με καθόλου καλό μάτι, όμως, εκείνη έχει στα χέρια της το ελευθέρας από δεξί χέρι του Προέδρου, αλλά και εναλλακτικό σχέδιο... τηλεσκηνοθετημένης προσομοίωσης της επικείμενης, κρίσιμης αποστολής του Apollo 11 στη Σελήνη!

ALL THAT JAZZ

«Bye-bye, life. Bye-bye, happiness. Hello, loneliness. I think I'm gonna die.»

ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟΙ ΦΟΝΟΙ

Όταν οι σκελετοί έντεκα γυναικών και κοριτσιών ανακαλύπτονται σε μια έρημο του Νέου Μεξικού, ξεκινά η εξονυχιστική έρευνα για την εντόπιση του ιθύνοντα νου πίσω από το ειδεχθές έγκλημα, κάτι που οδηγεί σε επιπλοκές και συγκρούσεις μεταξύ του αρχηγού της Αστυνομίας, Κάρτερ, του ντετέκτιβ Ορτέγκα και του πράκτορα Πέτροβικ, τριών ανθρώπων με τελείως διαφορετική μεθοδολογία και agenda.

ΠΑΝΤΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟ ΑΥΡΙΟ

Στη μεταπολεμική Ρώμη, παντρεμένη γυναίκα με τρία παιδιά ονειρεύεται ένα καλύτερο αύριο, ασφυκτιώντας στα αυστηρά δεσμά του πατριαρχικού περιβάλλοντος της εποχής.