ΥΠΕΡΟΧΕΣ ΜΕΡΕΣ (2023)
(PERFECT DAYS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βιμ Βέντερς
- ΚΑΣΤ: Γιακούσο Κότζι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο κύριος Χιραγιάμα ξυπνά νωρίς το πρωί και ετοιμάζεται να πάει στη δουλειά του. Καθαρίζει δημόσιες τουαλέτες στο Τόκιο. Το ίδιο κάνει και την επόμενη μέρα. Και την επόμενη μέρα. Και την επόμενη μέρα. Και την επόμ…
Λοιπόν. Εδώ έχουμε έναν Βιμ Βέντερς σε mode «ώστε έτσι το κάνουν σήμερα;»! Δηλαδή, έναν Βέντερς χωρίς σενάριο κι ιστορία, που (απλά) περιπλανιέται στους δρόμους και… τις τουαλέτες του Τόκιο, σε «τετράγωνο», μοδάτο frame. Για 123 λεπτά.
Στο πρώτο πεντάλεπτο παρακολουθούμε την πρωινή «ιεροτελεστία» του (ουσιαστικά μοναδικού) ήρωα της ταινίας, μέχρι να μπει στο βανάκι του και να πάρει τους δρόμους. Έχουμε πάρει μια γεύση του «ρυθμού» του έργου, το οποίο δεν κάνει τίποτε άλλο από το να καταγράφει την καθημερινή ρουτίνα ενός ανθρώπου που… επαναλαμβάνεται σε λούπα, μέρα με τη μέρα. Μοναχικός, λιγομίλητος, με ευγενική φυσιογνωμία, έχει έναν νεαρό συνεργάτη με τον οποίο μοιράζεται τη βάρδιά του, συχνάζει για φαγητό ή ένα ποτό στα ίδια (ακριβώς) μέρη, τραβά φωτογραφίες δέντρων σε μαυρόασπρο φιλμ, ενίοτε επισκέπτεται ένα δημόσιο λουτρό, ακούει πάντα τραγούδια από κασέτες στο όχημά του και πριν πέσει για ύπνο διαβάζει μερικές σελίδες από ένα βιβλίο. Το πρωί, ξυπνά από νωρίς, μαζεύει τη στρωματσάδα του από το πάτωμα του ταπεινού και μικροσκοπικού διαμερίσματός του και… πάλι απ’ την αρχή!
Σχεδόν ένα ημίωρο διαρκεί η πρώτη μέρα, με μηδαμινό διάλογο και μία ενδιαφέρουσα αποτύπωση των τόσο διαφορετικών (σε design) τουαλετών του Τόκιο. Δηλαδή, σε περίπτωση που δεν ταξιδέψετε ποτέ προς τα εκεί, λαμβάνετε μια άχρηστη μεν, χαριτωμένη λεπτομέρεια της πόλης δε (ο Ευτύχης και η Ηλέκτρα θα έριχναν ένα γρήγορο κατούρημα και δεν θα σπαταλούσαν πάνω από ένα λεπτό τηλεοπτικού χρόνου…).
Μετά από μία ώρα και κάτι, δίχως κάποια ιδιαίτερη αφορμή, εμφανίζεται μία ανιψιά του κυρίου Χιραγιάμα, περνούν λίγες μέρες μαζί, μέχρι να την πάρει ξανά κοντά της η αδελφή του, και το τελευταίο τέταρτο του έργου προσθέτει ακόμη έναν περαστικό «χαρακτήρα» με τον οποίο ο ήρωας παίζει, κυνηγώντας ο ένας τη σκιά του άλλου, πριν μας βρει το ξημέρωμα με ένα διάσημο τραγούδι της Νίνα Σιμόν, το οποίο επιχειρεί ένα είδος «κάθαρσης»… ένας Θεός ξέρει σε τι και γιατί!
Οι γνώστες της φιλμογραφίας του Βέντερς θα αντιληφθούν ίχνη από χαρακτηριστικά του παρελθόντος (η μοναξιά, ο δρόμος, η οικειοθελής απουσία επικοινωνίας), γεγονός που θα τους επιτρέψει να μην προχωρήσουν σε… λιθοβολισμό αυτής εδώ της ακύρωσης του σινεμά μυθοπλασίας, με έναν τρόπο σοκαριστικά ανοικονόμητο. Στην τελική, το «Υπέροχες Μέρες» αποπνέει μια αίσθηση γλυκιάς αφέλειας κι ανθρωπιάς, αλλά με μια ευκολία που αγγίζει τα όρια της… κοροϊδίας του θεατή, παριστάνοντας ότι μετατρέπει τη χαλαρότητα του zen σε κάτι το διανοουμενίστικα «πομπώδες», δίχως να έχει να πει κάτι στην πραγματικότητα.