Ο ΚΥΡΙΟΣ ΜΟΡΝΤΕΚΑΪ (2015)
(MORTDECAI)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντέιβιντ Κεπ
- ΚΑΣΤ: Τζόνι Ντεπ, Γκουίνεθ Πάλτροου, Πολ Μπέτανι, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Bon viveur αριστοκράτης έμπορος τέχνης και ενίοτε μικροαπατεώνας, ο Λόρδος Μόρντεκαϊ είναι πνιγμένος στα χρέη. Όταν η MI5 του ζητά βοήθεια στην ανεύρεση θρυλικού, χαμένου πίνακα του Γκόγια, αδράχνει την ευκαιρία για να ξελασπώσει τα οικονομικά του και ξεκινά ταξίδι αναζήτησης ανά τον κόσμο, κυνηγημένος από κάθε καρυδιάς καρύδι… τρομοκράτη, μαφιόζο, απατεώνα και κλέφτη.
Όλες τις κατάλληλες προϋποθέσεις / προδιαγραφές διαθέτει αυτό το φιλμ για να προκύψει τουλάχιστον χορταστικά, αγνά διασκεδαστικό. Και slapstick κωμωδία (με τον Μόρντεκαϊ να βαρά δεξιά και αριστερά στο τραπέζι το κεφάλι άτυχου πράκτορα της MI5, επιχειρώντας την τέλεια αναπαράσταση φόνου, π.χ.), και φαρσοκωμωδία (από το «Ευχαρίστησή μου, κύριε» που επαναλαμβάνει ο σωματοφύλακας του Μόρντεκαϊ, Τζοκ, κάθε φορά που περνάει τα πάνδεινα για χάρη του, μέχρι την ανυποψίαστη ψυχραιμία με την οποία αντιμετωπίζει η κυρία Μόρντεκαϊ τους υποψήφιους μνηστήρες της, ειδικά τον κρυόπλαστο αρχιπράκτορα της MI5, Μάρτλαντ). Και σάτιρα. Και παρωδία (κάθε κλισέ χαρακτηριστικού κουλτούρας Άγγλων, Ρώσων, Αμερικανών…).
Και… μεταμοντέρνο βρετανικό φλέγμα στους διαλόγους (ο Μόρντεκαϊ «βρίζει» έναν εκ των κυνηγών του ως εξής: «Η μάνα σου και ο πατέρας σου γνωρίζονταν μόνο για μια μέρα, και χρήματα ανταλλάχθηκαν!»). Και άφοβο, λαμπερό καστ ηθοποιών, ορμητικά αφοσιωμένο στους εξωφρενικά εκκεντρικούς, σουρεάλ ρόλους του. Και cult, μετά δακρύων και πόνου στομάχου (κατά τους μύστες του) πρωτόλειο – τη λογοτεχνική ανθολογία του Κίριλ Μπονφιλιόλι « Don’t Point That Thing At Me». Και ευφάνταστα γραφικά εικονογράφησης των ταξιδιών του Μόρντεκαϊ, με το αεροπλάνο του να πετάει γύρω ή μέσα από τα γράμματα με το όνομα κάθε πόλης που επισκέπτεται να αιωρούνται τρισδιάστατα πάνω από τα πιο εμβληματικά αξιοθέατα της. Και αναπάντεχα δεινό σκηνοθέτη στην κινηματογράφηση της κωμικής δράσης, καθώς δεν σε αφήνει στιγμή πίσω, χαμένο, ούτε στις καταδιώξεις σε απανταχού δρόμους (και με τη Rolls Royce και με το δίκυκλο), ούτε, κυρίως, στο «έλα να δεις» που γίνεται λίγο πριν από το φινάλε, κατά τη διάρκεια της δημοπρασίας.
Ωστόσο, αυτό το φιλμ προκύπτει… καθόλου ξεκαρδιστικό, ελάχιστα αστείο, αφόρητα επιτηδευμένο και εντελώς αδιάφορο. Παρωδεί κλισέ, με κλισέ τρόπο. Τα slapstick κωμικά του στοιχεία εντυπωσιάζουν μόνο ως καλοκουρδισμένα ακροβατικά, και το πολύ να σου προκαλέσουν κάνα φευγαλέο γελάκι. Και το φλέγμα στους διαλόγους 9 φορές στις 10 πνίγεται από την υπερβολικά εκκεντρική και σουρεάλ συμπεριφορά και εκφορά όλων, μα όλων, των χαρακτήρων. Η κωμωδία, βλέπεις, για να έχει υποβλητικό, ξεκαρδιστικό εκτόπισμα, χρειάζεται ήρωες που να έχουν έστω και μικρή, τόση δα, επαφή με την πραγματικότητα, ώστε να σε συμπαρασύρουν με αγάπη και συμπάθεια στα πάθη τους. Και ο Μόρντεκαϊ κι η παρέα του δεν έχουν απολύτως καμία επαφή με την πραγματικότητα. Δεν είναι ήρωες. Δεν είναι χαρακτήρες. Δεν είναι καν καρικατούρες. Είναι cartoon. Toons χωρίς φαντασία, ευστροφία, πρωτοτυπία ή τόλμη.