ΚΥΡΙΑ ΑΠΟ ΤΥΧΗ (2017)
(MADAME)
- ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αμάντα Στερ
- ΚΑΣΤ: Ρόσι ντε Πάλμα, Τόνι Κολέτ, Χάρβεϊ Καϊτέλ, Μάικλ Σμάιλι
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 91'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ζευγάρι μεγαλοπιασμένων Αμερικανών με οικονομικά προβληματάκια είναι εγκατεστημένο στο Παρίσι για high life. Σε ένα τραπέζι με rich & famous φίλους τοποθετούν και την οικονόμο για να σπάσει η γρουσουζιά των 13 καλεσμένων. Αυτό θα οδηγήσει σε ένα flirt που δεν θα αρέσει καθόλου στην κυρά του σπιτιού.
Υπάρχει ένα είδος που είναι ακόμη χειρότερο από τις κακές ταινίες! Οι απολύτως αδιάφορες. Εκείνες που βλέπεις και όταν στο τέλος σε ρωτούν τι είδες, το μόνο που μπορείς να πεις είναι… «Τίποτα». Τίποτα ιδιαίτερο από story, τίποτα που να έχει κάποιο συγκεκριμένο θέμα, νόημα ή να καταλήγει κάπου. Αν η Αμάντα Στερ προσπάθησε να γυρίσει μια κοινωνική / ταξική σάτιρα, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά αδύναμο και αποτελεί χάσιμο χρόνου για τους καλούς ηθοποιούς της – και για εμάς. Το παλιομοδίτικο καταστασιακό δεν ανανεώνεται σε κανένα σημείο και οι χαρακτήρες παραμένουν επίπεδοι και επιφανειακοί.
Η Ανν και ο Μπομπ, Αμερικανοί που επιφανειακά τουλάχιστον τον έχουν τον τρόπο τους, ζουν σε ένα μεγάλο παλιό σπίτι στο Παρίσι. Υπάρχουν ωστόσο και κάποια οικονομικά προβλήματα, που αναγκάζουν τον Μπομπ να πουλήσει ένα πίνακα του Καραβάτζιο. Μέσα σε ένα κλίμα λίγο κοινωνικό αλλά και λίγο προώθησης συμφερόντων, το ζευγάρι διοργανώνει ένα δείπνο για ομάδα διεθνών φίλων – συνεργατών και ενδεχόμενων αγοραστών. Όταν διαπιστωθεί ότι οι καλεσμένοι έχουν φτάσει τους 13, η Ανν θα βρεθεί σε πανικό θεωρώντας το γρουσουζιά και άρον-άρον θα αναγκάσει την Ισπανίδα οικονόμο Μαρία να ντυθεί «κυρία» και να κάτσει σε μια καρέκλα, με σαφείς οδηγίες να κρατήσει όσο το δυνατόν το στόμα της κλειστό.
Το κρασάκι, όμως, ρέει στο τραπέζι και η γλώσσα της ταπεινής οικονόμου αρχίζει να τρέχει ροδάνι, αφενός φέρνοντας σε απελπισία την Ανν, αφετέρου γοητεύοντας τον Ντέιβιντ, έναν Βρετανό έμπορο έργων τέχνης. Το flirt που αρχίζει στο δείπνο συνεχίζεται και εξελίσσεται, σπάζοντας τα νεύρα της Ανν, που έχει να διαχειριστεί την «πλούσια» ζωή της, μια οικογένεια λίγο χύμα και τη σχέση της με τον Μπομπ η οποία είναι επίσης ρευστή. Άλλωστε και οι δυο τους ξενοκοιτάνε. Εν τω μεταξύ, η Μαρία με την αθωότητα που τη διακρίνει πιστεύει ότι έχει βρει τον έρωτα. Μέχρι να διαψευστούν οι προσδοκίες της.
Αν η ταινία είχε γυριστεί πριν από 30 – 40 χρόνια, ίσως και να μπορούσε να σταθεί ως κομεντί ηθών. Σήμερα, όμως, πλοκή και χαρακτήρες μοιάζουν εντελώς ψεύτικοι και εκτός εποχής. Η Μαρία είναι σαν τις αθώες παραδουλεύτρες απ’ το χωριό των παλιών ελληνικών ταινιών (αν και ακόμη κι εκείνες είχαν μια πονηριά), η Ανν έχει κάτι από Τασσώ Καββαδία (εντελώς χωρίς λόγο) και ο Μπομπ είναι της φιλοσοφίας «αφήστε με ήσυχο». Τι μένει; Το «τίποτα» που λέγαμε στην αρχή. Μόνο η φιλοτιμία των ηθοποιών. Ο αυθορμητισμός της Ρόσι ντε Πάλμα που κάνει ένα χαριτωμένο ζευγάρι με τον Μάικλ Σμάιλι και ο επαγγελματισμός της Τόνι Κολέτ σε έναν ρόλο απολύτως εκτός της γκάμας της. Α, παίζει και ο Χάρβεϊ Καϊτέλ, περιφερόμενος με το ύφος που έχουν οι περισσότεροι ηθοποιοί στις τουριστικές ταινίες ύστερης περιόδου του Γούντι Άλεν.