ΑΓΡΑΦΟΣ ΝΟΜΟΣ (2023)
(IN THE LAND OF SAINTS & SINNERS)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Περιπέτεια
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Λορέντζ
- ΚΑΣΤ: Λίαμ Νίσον, Κέρι Κόντον, Τζακ Γκλίσον, Κίαραν Χάιντς, Σάρα Γκριν, Κολμ Μίνεϊ, Ντέσμοντ Ίστγουντ, Νίαμ Κιούζακ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 106'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Ιρλανδία, 1974. Πληρωμένος εκτελεστής που συνδυάζει «δουλειά» και γαλήνη σε απομονωμένο χωριό της επαρχίας, βλέπει αμφότερες τις συνθήκες αυτές να μεταβάλλονται όταν ο δρόμος του διασταυρώνεται μ’ εκείνον μιας ομάδας μαχητών του IRA, οι οποίοι επιλέγουν την περιοχή ως προσωρινό τους καταφύγιο, μετά από βομβιστική επίθεση που κόστισε τις ζωές αθώων.
Εδώ και περίπου μια δεκαετία, ο Λίαμ Νίσον είναι πιθανότατα ο πιο σκληρά εργαζόμενος ηθοποιός του κινηματογράφου. Η action πλευρά του χαρακτήρα του, την οποία λάνσαρε (αρχικά κάπως δειλά) έπειτα από το σουξέ της «Αρπαγής» (2008), σταδιακά εξελίχθηκε σε κανονική γραμμή παραγωγής που σκοπό μοιάζει να έχει να προμηθεύει τις αίθουσες με τον έναν τίτλο πίσω από τον άλλον. Η είδηση πως μία «περιπέτεια με τον Λίαμ Νίσον» βγαίνει στους κινηματογράφους έχει πάψει προ πολλού ν’ αποτελεί κάτι το (έστω) αξιοπερίεργο, με τη μοναδική (πλέον) απορία να είναι… κατά πόσο η επόμενη φορά θα στέκει στα τίμια επίπεδα μιας «Μνήμης του Δολοφόνου» (2022) ή αν θα πρόκειται για κάποια τρελή φόλα στα πρότυπα του «Μεσάζοντα» (2022). Ο «Άγραφος Νόμος» ανήκει (ευτυχώς) στην κατηγορία του τίμιου, που με ένα κάπως πιο προσεγμένο σενάριο θα μπορούσε να πετύχαινε το κάτι παραπάνω (κατά τη γνώμη μου, από όλες τις ταινίες που λογίζονται ως «του σωρού» για τον Νίσον, μόνο «Το Μονοπάτι του Θανάτου» έχει καταφέρει να ξεχωρίζει).
Η υπόσχεση που αφήνει ο «Άγραφος Νόμος», πως θα πρόκειται περί θρίλερ που φέρνει στο προσκήνιο το άλυτο ιρλανδικό πρόβλημα κατά την περίοδο των Ταραχών, επί της ουσίας δικαιώνεται μονάχα στην εναρκτήρια σεκάνς της βομβιστικής ενέργειας, αφού η πορεία που το στόρι παίρνει κατά την κλιμάκωσή του παραπέμπει ευθέως σε προσωπική vendetta, η οποία διόλου αφορά τα πάθη καθολικών και προτεσταντών στην Ιρλανδία της εποχής. Από τη μία μεριά της σύγκρουσης στέκει ο Φίνμπαρ Μέρφι του Νίσον, ένας επί πληρωμή hitman ο οποίος έχει πείσει τους πάντες, στο ήσυχο χωριό όπου κατοικοεδρεύει (ακόμα και τον πιο καλό του φίλο κι αρχηγό της Αστυνομίας), πως βιοπορίζεται μέσω της… εμπορίας βιβλίων. Το δίπολο της προσωπικής κόντρας χτίζεται με την άφιξη της Ντίραν ΜακΚαν της Κέρι Κόντον, άτυπης αρχηγού πυρήνα κρούσης του IRA η οποία επιλέγει την περιοχή ως ιδανικό κρησφύγετο, έως ότου κοπάσει η μπόρα του βομβιστικού χτυπήματος που εκτέλεσε στο Μπέλφαστ. Σταδιακά, η παρουσία της ομάδας της γίνεται άκρως ενοχλητική για συγκεκριμένους ανθρώπους του χωριού, με τον Φίνμπαρ ν’ αναγκάζεται (λόγω ιδιοσυγκρασίας) να αναλάβει δράση ώστε να διορθώσει με έργα αυτά που οι «μουσαφίρηδες» δεν παίρνουν από λόγια. Το φυτίλι της σύγκρουσης ανάβει σιγά-σιγά, τα όπλα βγαίνουν από τις θήκες τους και οι σκέψεις για απόσυρση από το βρώμικο επάγγελμα του εκτελεστή πάνε (προσωρινά;) περίπατο.
Όπως πράττει το σύνολο σχεδόν των ανάλογων ταινιών του Νίσον, έτσι κι αυτή εδώ θέτει τον βασικό της ήρωα εντός ενός γκρίζου πεδίου δράσης, όπου τα όρια μεταξύ καλού και κακού μοιάζουν δυσδιάκριτα. Το άκρως ανήθικο επάγγελμα του επί πληρωμή δολοφόνου μετασχηματίζεται στον (περίπου) ηθικά αποδεκτό ρόλο του προστάτη μιας ολόκληρης κοινότητας, με τρόπο που φαίνεται να λειτουργεί ως καθαρτικός για όλες τις αμαρτίες του παρελθόντος (του). Το ερώτημα σχετικά με το τι ακριβώς χρειάζεται ένας hitman σαν και του λόγου του σε μια κουκίδα του χάρτη, όπου όλοι μοιάζουν να είναι φίλοι με όλους, μένει σταθερά αναπάντητο, όπως και οτιδήποτε αφορά είτε τον πρότερο βίο του, είτε τον ποιόν του εργοδότη που του πασάρει τους στόχους (τον υποδύεται ο Κολμ Μίνεϊ), είτε το πολιτικό πλαίσιο της εποχής. Το δίδυμο των γραφιάδων του «Άγραφου Νόμου» δεν στέκεται σε τέτοιες «ασήμαντες» λεπτομέρειες, στοχεύοντας αποκλειστικά στο τώρα της εν δυνάμει και ωσάν βγαλμένης μέσα από ιστορίες της Άγριας Δύσης vendetta, επιδεικνύοντας τη βεβαιότητα πως η ενδελεχής ανάλυση προθέσεων και χαρακτήρων σε κάτι τέτοια μάλλον… βλάπτει!
Ο σκηνοθέτης Ρόμπερτ Λορέντζ (στη δεύτερη συνεργασία του με τον Νίσον, έπειτα από τον «Προστάτη») εκμεταλλεύεται στο έπακρο την άγρια ομορφιά του τοπίου, πατώντας σε σταθερά κλισέ τιμής, υπεράσπισης και ιρλανδικής «ανεμελιάς» (με επιρροές σε καταστάσεις και διαλόγους από το ύφος του Μάρτιν ΜακΝτόνα), δίχως το όλο πράγμα να του ξεφεύγει σε άνευ γυρισμού δρόμους γραφικότητας. Το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής του διαθέτει αμέτρητη εμπειρία σε τέτοιου είδους ρόλους μετρά ως μέγα συν στην τελική σούμα, όπως και η παρουσία της Κόντον, που καταθέτει αλήτικο τσαγανό σε μια τσαμπουκαλεμένη (και αβανταδόρικη) εμφάνιση. Κάτι περισσότερο βαθυστόχαστο δεν μπορεί να ειπωθεί για τον «Άγραφο Νόμο». Αναμένοντας την επόμενη «περιπέτεια με τον Λίαμ Νίσον», το μόνο που μπορούμε να ευχηθούμε είναι εκείνη να διαθέτει τουλάχιστον την τιμιότητα τούτης εδώ, διότι ελπίδες για κάτι σημαντικά διαφορετικό από τον Ιρλανδό ηθοποιό δεν νομίζω πως μπορούμε να έχουμε πλέον…