ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΜΙΣΟΣ (2022)
(FRÈRE ET SOEUR)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αρνό Ντεπλεσάν
- ΚΑΣΤ: Μαριόν Κοτιγιάρ, Μελβίλ Πουπό, Γκολσιφτέ Φαραχανί, Μπενζαμέν Σικσού, Πατρίκ Τιμσίτ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 108'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Επιτυχημένη ηθοποιός του θεάτρου μισεί θανάσιμα τον επίσης επιτυχημένο συγγραφέα αδελφό της και τούμπαλιν. Το πολύ σοβαρό τροχαίο ατύχημα των γονιών τους, ίσως μπορέσει ν’ ανοίξει το παράθυρο της επανασύνδεσης. Εκείνοι, όμως, μισιούνται. Σταθερά.
Δυόμιση μόλις λεπτά είχε χρειαστεί ο Morrissey στο single του 1992 «We Hate it When our Friends Become Successful», για να περιγράψει με το γνωστό του σαρκαστικό ύφος το μίσος που ενίοτε γεννά η επιτυχία. Ο Γάλλος auteur Αρνό Ντεπλεσάν σπαταλά σχεδόν ένα δίωρο για να κάνει περίπου το ίδιο, αν και στην πορεία εμφανώς… το ξεχνά, αρχίζοντας ν’ αραδιάζει επεισοδιακού τύπου υποπλοκές που περισσότερο φέρνουν σε τρικυμία εν κρανίω, παρά σε κινηματογραφική ταινία. Και αυτό είναι μονάχα ένα από τα αναρίθμητα προβλήματα που έχει τούτο το φιλμ. Διότι το «Αγάπη και Μίσος» αποτελεί μία από εκείνες τις σπάνιες περιπτώσεις όπου, ειλικρινά, δεν ξέρεις από που να το πρωτοπιάσεις!
Το ξεκίνημα είναι πένθιμο και μίζερο (όσο δεν πάει!), θέτοντας τις βάσεις γι’ αυτό που νομίζεις πως θα ακολουθήσει. Ο Λουί πετά με τις κλωτσιές έξω από το σπίτι του την αδελφή του, Αλίς, όταν η τελευταία καταφθάνει εκεί ώστε να τον συλλυπηθεί για τον θάνατο του εξάχρονου γιου του. Πενταετές άλμα στον χρόνο και το θανατικό ξαναχτυπά, μέσω ενός τροχαίου των γονιών τους, οι οποίοι βρίσκονταν καθ’ οδόν για τη θεατρική πρεμιέρα της Αλίς. Η εισαγωγή μπαμπά και μαμάς στην εντατική, με τις ζωές τους να κρέμονται από μια κλωστή (ειδικά της δεύτερης), αφενός ξεκαθαρίζει πως τα τελευταία δεκαπέντε περίπου χρόνια τα δύο αδέλφια δεν είχαν επαφή για κανέναν απολύτως λόγο, αφετέρου δημιουργεί τη διαφαινόμενη αίσθηση ενός οικογενειακού δράματος συγχώρεσης και επανασύνδεσης (όπου ο από αμφότερους αγαπητός μικρότερος τρίτος αδελφός αποτελεί τον μεταξύ τους συνδετικό κρίκο), με κερασάκι ένα κάποιο μυστήριο που πλανάται στην ατμόσφαιρα, σχετικά με τις αιτίες του άσβεστου μίσους. Καθώς η «αποκάλυψη» σε ότι αφορά το τελευταίο έρχεται πολύ νωρίς στο φιλμ (κάντε μια εύκολη παράφραση του τίτλου του τραγουδιού της πρώτης παραγράφου και κερδίστε πλούσια δώρα!), από τη μία άρχισα ν’ αναρωτιέμαι εάν όλο αυτό, τελικά, δεν είναι δράμα αλλά… φάρσα, ενώ από την άλλη έχασα κάθε ενδιαφέρον για τα τεκταινόμενα. Ήταν φανερό, πλέον, πως το μίσος της Αλίς για τον Λουί (και αντιστρόφως) δεν ήταν για τον Ντεπλεσάν τίποτα περισσότερο από μία αφελή αφορμή για να καταπιαστεί μ’ ένα σωρό άλλα θέματα, τα οποία, όμως, ξεπετά τόσο βιαστικά λες κι αποτελούσαν εισαγωγικά στιγμιότυπα πιλότου από TV series, που θα αναλύονταν σε βάθος σε κάποια επόμενα επεισόδια.
Η ματαιότητα του σεναρίου, που υπογραμμίζεται από τους τραγελαφικούς ενίοτε διαλόγους (το συναπάντημα του μεθυσμένου Λουί με τους αστυνομικούς, καθώς και το επεισόδιο της Αλίς με τον φαρμακοποιό εμπεριέχουν μυθικές στιχομυθίες), δένει τέλεια με την απερίγραπτη απόδοση ερμηνειών σύσσωμου του καστ (και πρωτίστως της Κοτιγιάρ), δίνοντας στο φιλμ έναν (λανθάνοντα) αέρα κινηματογραφικής καρικατούρας. Τα όσα συμβαίνουν εδώ, όμως, είναι στην πραγματικότητα απολύτως σοβαρά (ατυχώς, από μία άποψη). Οι προβληματισμοί που ο Ντεπλεσάν είχε καταθέσει και στο προηγούμενό του φιλμ που διανεμήθηκε στη χώρα μας («Τα Χρυσά μας Χρόνια»), περί του τέλους της αθωότητας, των οικογενειακών νουθεσιών, της λογοτεχνίας και του χαμένου έρωτα, επανέρχονται στο «Αγάπη και Μίσος» (ξανά μανά μέσω του μοτίβου των flashback), εμπλουτισμένοι με άφθονη μιζέρια, gay πινελιές, μεταναστευτική ένδεια, ευθανασία, ναρκωτικά, αυτοκτονικές τάσεις, ψυχοθεραπεία και μερικά ακόμη που μπορεί να μου διέφυγαν. Στο επίκεντρο όλων, βέβαια, (υποτίθεται πως) βρίσκεται το μίσος των δύο βασικών ηρώων. Πώς, όμως, να πάρεις όλη αυτή την οργή στα σοβαρά, όταν η σκηνή της απαρχής του «κακού» (στο πλαίσιο παρουσίασης ενός βιβλίου του Λουί) είναι αυτή που είναι; Και τι να πεις για το λιποθυμικό επεισόδιο της Αλίς στον διάδρομο του νοσοκομείου, που θα κοβόταν ακόμα και από το «Καλημέρα Ζωή»; Δικαιωματική εύφημος μνεία ασφαλώς και οφείλεται ν’ αποδοθεί στη φάση με τη Ρουμάνα θαυμάστρια της Αλίς, που αν και δεν έχει να φάει, πληρώνει κάθε βράδυ εισιτήριο για να την δει στο σανίδι («Όλα για την Εύα» στο πιο ξεμαλλιασμένο του), ενώ η έννοια της αγάπης (όπως εμπεριέχεται στον ελληνικό τίτλο, ως αντιδιαστολή στο μίσος) φαίνεται να εννοείται (προς το φινάλε του φιλμ) με τρόπο που δεν μπορεί παρά να σε αφήσει με το στόμα ανοιχτό. Ευτυχώς, δεν το προχωρά το θέμα ο Ντεπλεσάν, μια υπόνοια, όμως, τη δημιουργεί. Όχι πως θα είχε κάποια επιπλέον σημασία για το σενάριο, αφού πολύ συχνά το μελόδραμα εδώ μοιάζει να μπαίνει στα νερά της… επιστημονικής φαντασίας! Τόσο εξωπραγματικά είναι τα όσα συμβαίνουν σε τούτο το φιλμ.