ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΜΑΣ ΧΡΟΝΙΑ (2015)
(TROIS SOUVENIRS DE MA JEUNESSE)
- ΕΙΔΟΣ: Αισθηματικό Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αρνό Ντεπλεσάν
- ΚΑΣΤ: Καντάν Ντολμέρ, Λου Ρουά-Λεκολινέ, Ματιέ Αμαλρίκ, Φρανσουάζ Λεμπρίν, Πιέρ Αντρό
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Καθώς ο μεσήλικας ακαδημαϊκός Πολ Ντενταλούς ετοιμάζεται να φύγει από το Τατζικιστάν για να επιστρέψει μόνιμα στο Παρίσι, μια σειρά από γεγονότα τον σπρώχνουν να ξαναθυμηθεί τις ιστορίες της παιδικής κι εφηβικής του ηλικίας που σημάδεψαν και καθόρισαν τη ζωή του.
Αν το όνομα του κεντρικού χαρακτήρα φαίνεται σε κάποιους γνωστό, αυτό συμβαίνει γιατί η ταινία είναι ενός είδους prequel της επιτυχημένης «Comment Je Me Suis Disputé… (ma Vie Sexuelle)» (1996) του ιδίου σκηνοθέτη. Σχεδόν μια εικοσαετία αργότερα, ο Ντεπλεσάν επανεπισκέπτεται τον ήρωά του σε δύο διαφορετικές στιγμές της ζωής του, το παρόν, του 45άρη λόγιου με την ακόμα έντονη ερωτική ζωή αλλά και τα πικρά, κρυμμένα απωθημένα, και του νεαρού Πολ, του χαρισματικού έφηβου με την επίσης έντονη ερωτική ζωή αλλά και τα «φαντάσματα» της παιδικής του ζωής. Το αποτέλεσμα; Ένα αφηγηματικό χάος.
Καταρχάς, η ταινία ξεκινά με την αμυδρή μεν αλλά σοβαρή σεναριακή «υπόσχεση» μιας ευρωπαϊκής, arthouse εκδοχής ενός είδους… «Τζέιμς Μποντ», με τον Ματιέ Αμαλρίκ (που έχει, παρεπιπτόντως, υποδυθεί έναν εκ των κακών σε ταινία του 007) σε ένα εξωτικό μέρος (το Τατζικιστάν μετράει χαλαρά ως «εξωτικό», καθότι ευρέως ανεξερεύνητο κινηματογραφικά), στην αγκαλιά μιας όμορφης γυναίκας που τον κοιτά με λατρεία καθώς διεκπεραιώνει τις τελευταίες ετοιμασίες για τη μόνιμη επιστροφή του στη Γαλλία. Και ενώ ο Πολ Ντενταλούς γίνεται το αντικείμενο του ενδιαφέροντος των μυστικών υπηρεσιών στο αεροδρόμιο, ο Ντεπλεσάν κόβει σε κάτι απρόσμενα flashback, σχεδόν gothic horror αισθητικής, με τον ήρωά του ως παιδί να απειλεί την ψυχικά άρρωστη μητέρα του με μαχαίρι αν τολμήσει να ξαναμπεί στο δωμάτιο που μοιράζεται με την αδελφή του! Μετά από αυτό, η δράση επιστρέφει στο σήμερα και σ’ ένα μυστικό ανακριτικό δωμάτιο του αεροδρομίου, καθώς ένα – προφανώς ανώτερο – μέλος των μυστικών υπηρεσιών ανακρίνει – πολιτισμένα – τον Ντενταλούς, αναγκάζοντάς τον να ξαναθυμηθεί ιστορίες της εφηβείας του, κυρίως εκείνη στην οποία μπλέκεται σε μια επικίνδυνη αποστολή στη… Σοβιετική Ένωση!
Και καθώς η ιστορία μοιάζει να μπαίνει σε ενδιαφέρον terrain, ο Ντεπλεσάν αποφασίζει ξαφνικά να… ξεχάσει την ταινία που έχει ώς εκείνη τη στιγμή και να μοντάρει πάνω της μιαν άλλη! Έτσι, η ιστορία από εκεί και πέρα ξεχνά εντελώς (και μέχρι την τελευταία σκηνή της ταινίας) τον μεσήλικα Πολ και το σχεδόν κατασκοπικό της ύφος, κοτσάρει κι έναν άσχετο αφηγητή (έως τότε ήταν ο ίδιος ο Πολ που αφηγείτο την ιστορία του σε πρώτο πρόσωπο), κι εστιάζεται στα εφηβικά του χρόνια και την πρώτη περίοδο της ταραγμένης, αλλά παθιασμένης σχέσης του με την Εστέρ (η βασική συν-ηρωίδα στην ταινία του ’96), μετατρέποντάς τη σε μια νοσταλγική ιστορία ενηλικίωσης. Η 16χρονη Εστέρ γίνεται το αντικείμενο του πάθους του Πολ, αλλά και το συναισθηματικό επίκεντρο της ταινίας, και η ταραχώδης σχέση αλληλεξάρτησης του νεαρού ζευγαριού είναι συναρπαστικά μελαγχολική.
Ο Ντεπλεσάν, μάλλον έχοντας δει τον εαυτό του ως συνεχιστή της nouvelle vague, ίσως και ως νέο… Τριφό (ακόμα κι ο – πολύ καλός – νεαρός πρωταγωνιστής, Καντάν Ντολμέρ, μοιάζει «ύποπτα» στον Ζαν-Πιερ Λεό, διαχρονικό πρωταγωνιστή των ταινιών του Τριφό), χρησιμοποιεί κάθε κινηματογραφικό «φόρο τιμής» και κάθε κινηματογραφικό τρικ για να κάνει την ταινία του «cool / σοφιστικέ» – και, στην πλειοψηφία τους, αποτυγχάνει να την κάνει κάτι περισσότερο από συμπαθή, αλλά ανισόρροπη. Έχοντας χωρίσει την πλοκή σε τρία κεφάλαια (τα οποία δεν πολυβγάζουν νόημα, αλλά τον βοηθά στο «λογοτεχνικό ύφος» που ονειρεύεται για την ταινία του), κατά καιρούς πετάει κάνα-δυο split screens, χρησιμοποιεί αφειδώς και αδικαιολόγητα το πλάνο – ίριδα (όταν η κάμερα «κυκλώνει» με μαύρο φόντο μόνο έναν χαρακτήρα, σαν να τον βλέπεις μέσα από κλειδαρότρυπα), και σπάει τον 4ο τοίχο όταν οι δυο νεαροί εραστές διαβάζουν τα γράμματα που στέλνουν μεταξύ τους. Την ίδια στιγμή, οι διάλογοι υποφέρουν από «ψευτο-διαννοουμενισμό» και μεγαλοστομίες, ειδικά όταν βάζει στα στόματα εφήβων επαρχιακής εργατικής τάξης (ενδεικτικό παράδειγμα: καθώς η παρέα παρακολουθεί την πτώση του βερολινέζικου Τείχους, ο Πολ, κατηφής, σχολιάζει «Είμαι λυπημένος, βλέπω την εφηβεία μου να τελειώνει»…), ενώ κάποιες δευτερεύουσες ιστορίες, εκτός του ότι δεν βγάζουν ιδιαίτερο νόημα, μένουν παντελώς αχρησιμοποίητες κι έτσι είναι απλώς χάσιμο χρόνου (π.χ. ο νεαρότερος αδελφός του κάνει μικροκλοπές από μικρός, αλλά ταυτόχρονα παθιάζεται και με τη θρησκεία, αλλά σχεδιάζει στο άσχετο και μια ληστεία με τους φίλους του!).
Ωστόσο, παρά τα πολλά – κι εκνευριστικά – αρνητικά, είναι η ιστορία του Πολ και της Εστέρ που αφήνει μια όμορφη αίσθηση μετά το τέλος της ταινίας, και μας προκαλεί να (ξανα)δούμε τη «συνέχειά» της στην ταινία του 1996, πάλι με πρωταγωνιστή τον Αμαλρίκ που, παρά την «εξαφάνισή» του μετά το πρώτο κεφάλαιο, καθίσταται η απαιτούμενη σεβαστή κινηματογραφική παρουσία.