FreeCinema

Follow us

Η ΦΑΜΙΛΙΑ (2015)

(EL CLAN)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Πάμπλο Τραπέρο
  • ΚΑΣΤ: Γκιγέρμο Φρανσέγια, Πίτερ Λανσάνι, Λίλι Πόποβιτς, Γκαστόν Κοκιαράλε
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ / SEVEN FILMS

Στο Μπουένος Άιρες των αρχών της δεκαετίας του 1980, μία οικονομικά άνετη οικογένεια αστών στήνει μία άκρως επικερδή επιχείρηση απάγοντας τους πλουσιότερους γείτονές της και, στη συνέχεια, ζητώντας λύτρα από τις οικογένειές τους. Το καλύτερο; Αυτή είναι μια πραγματική ιστορία.

Είναι πολύ ύπουλος ο τρόπος που ο Τραπέρο σκηνοθετεί το οικογενειακό γκανγκστερικό του δράμα: τονίζοντας την οπτική της «οικογένειας» (μια ιδιότητα που υπερτερεί σε αυτή την περίπτωση από εκείνη του «θύτη»), τοποθετώντας την ιστορία σε ένα ευρύτερο κοινωνικό μετα-δικτατορικό καθεστώς (η περίοδος της δικτατορίας μπορεί να έληξε το 1981, οι πρακτικές και οι κανόνες της, όμως, φάνηκαν να παραμένουν ριζωμένες στα ανθρώπινα υπολείμματα αυτής), επιλέγοντας φαινομενικά άσχετα rock τραγούδια για να ντύσει κάθε εγκληματική σκηνή (όπως τα «Sunny Afternoon» των Kinks και «Just a Gigolo» του Ντέιβιντ Λι Ροθ) και, κυρίως, χρησιμοποιώντας τα χαρακτηριστικά tracking shots του, από την πρώτη μέχρι και την τελική, εξαιρετικά εντυπωσιακή σκηνή (ειδικά η σκηνή όπου βλέπουμε την πρώτη απαγωγή με το αυτοκίνητο αλλά και η κυριολεκτικά τελική σκηνή αποτελούν highlights ολόκληρης της ταινίας) για να κρατάει αδιάκοπη την ενέργεια χωρίς τις παρεμβάσεις του μοντάζ (όπως ακριβώς συνέβη και στον «Λευκό Ελέφαντά» του).

Ακριβώς για αυτούς τους λόγους, η «Η Φαμίλια» δεν είναι η παραδοσιακή γκανγκστερική ταινία, ούτε εκείνο το φιλμ που ενδιαφέρεται αποκλειστικά για τις πρακτικές ή τη δύναμη του «ήρωά» της. Αντιθέτως, είναι μια κοινωνική μεταφορά σε ένα μικρότερο εύρος χαρακτήρων, μία παραβολή για τα φαντάσματα του παρελθόντος και τις παλιές πρακτικές που δεν λένε να φύγουν μέσα από τον άνθρωπο και μια αληθινή ιστορία που μοιάζει φανταστική αλλά δείχνει να θέλει να φτάσει πιο βαθιά από την ιστορική επιφάνεια. Σε αυτή την ιστορία, υπάρχουν οι καλοί, οι κακοί και εκείνοι που βρίσκονται στη θολή περιοχή ανάμεσα, όμως ο Τραπέρο αρνείται να μπει στη διαδικασία να τους κατηγοριοποιήσει παρά επιθυμεί να εξερευνήσει τις μεταξύ τους δυναμικές αλλά και εκείνες τις αντιθέσεις που έκαναν μια τυπική αστή οικογένεια να δειπνεί έχοντας στο υπόγειό της κλειδωμένους χωρίς οίκτο τους ίδιους τους γείτονές της. Ο βαθμός στον οποίο το κάθε μέλος τής οικογένειας εμπλέκεται στην εγκληματική δραστηριότητα δεν είναι πάντα σαφής, όμως δίνει την ευκαιρία στον Τραπέρο να βυθιστεί σε γκρίζους ηθικούς κώδικες (η μητέρα παραμένει ένα ερωτηματικό μέχρι το τέλος, παρουσιάζοντας μάλλον τον πιο ενδιαφέροντα διττό χαρακτήρα της ταινίας) ή να αντιπαραβάλει αποτελεσματικά την αθωότητα (των νεαρών κοριτσιών της φαμίλιας) με τον πιο περίπλοκο εσωτερικό διχασμό (του Άλεξ, του ενός γιου που δέχεται περισσότερο την πίεση του πατέρα Αρκίμεντες).

Η σχέση πατέρα – γιου είναι και εκείνη που αποτελεί τον κυριότερο δραματικό άξονα της ταινίας και εκείνο το μέσο που εφαρμόζεται για να παρουσιαστεί καλύτερα η σύγκρουση των παλιών πρακτικών με το τώρα και να εξερευνηθούν οι τρόποι διαφυγής από το παρελθόν και όλα όσα αυτό εκφράζει. Ο Άλεξ παρουσιάζεται τόσο ως συνεργός όσο και ως ένα ακόμα θύμα της σιδηράς γροθιάς του πάτερ φαμίλια, η οποία δεν του επιτρέπει να ακολουθήσει την αθλητική επαγγελματική καριέρα που ονειρεύεται αλλά και τον αναγκάζει να βλέπει τους φίλους του με πιθανό… «επαγγελματικό» οικογενειακό ενδιαφέρον. Η ζωή που ονειρεύεται να έχει αυτός, σε αντίθεση με εκείνη που η φαμίλια θέλει να του ορίσει, αντιπαραβάλλεται ιδανικά όταν ο Τραπέρο αποφασίζει να παρουσιάσει με παράλληλο μοντάζ την εγκληματική δραστηριότητα του πατέρα με την πρώτη ερωτική βραδιά που ο Άλεξ περνάει με τη φιλενάδα του, φυσικά υπό την ηχητική συνοδεία μιας ακόμα απρόβλεπτης μουσικής επιλογής (όπως δηλαδή συμβαίνει και στην υπόλοιπη διάρκεια της ταινίας). Ο θυμός, το μίσος αλλά και η αδυναμία διαφυγής που νιώθει ο Άλεξ είναι που κάνουν τόσο αποτελεσματικό το φινάλε της ταινίας, ανεξάρτητα από τον τρόπο που ο Τραπέρο αποφασίζει να το κινηματογραφήσει (ο οποίος είναι, έτσι κι αλλιώς, καθηλωτικός).

Όπως είναι απαραίτητο σε μια τόσο προσωποκεντρική ταινία, οι ερμηνείες χτυπούν άριστα (αν και το σενάριο ατυχώς δεν φροντίζει να εμβαθύνει εξίσου σε όλους τους εμπλεκόμενους της ιστορίας), το οικογενειακό δράμα εσωτερικών τριβών προκύπτει χωρίς αστείες υπερβολές, οι δρόμοι διαφυγής τονίζονται πολύ διακριτικά χωρίς να αμβλύνουν την κλειστοφοβική αίσθηση (αλλά αποτελώντας και ένα ακόμα επιπλέον σχόλιο σχετικά με το τι μερίδιο ευθύνης φέρει κάθε μέλος της οικογένειας) και η σιδηρά γροθιά του αρχι-μαφιόζου πατέρα του δίνει διαστάσεις αυθεντικού villain, ιδιαίτερα πίσω από την ψυχρή αλλά τόσο πολυεπίπεδη ματιά τού Γκιγέρμο Φρανσέγια, ο οποίος φαίνεται να αξιοποιεί τόσο το κωμικό τηλεοπτικό του παρελθόν όσο και τις δραματικές αξιώσεις που ήγειρε στο «Μυστικό στα Μάτια της», το οποίο ήταν και το φιλμ που τον σύστησε στο παγκόσμιο κοινό. Τα πισωγυρίσματα στον χρόνο αποσυντονίζουν το χτίσιμο της έντασης και οι τελικές, τυπικά «βιογραφικές» καρτέλες αποφορτίζουν άτσαλα την ταινία, όμως, στο σύνολό της, τούτη η «Φαμίλια» αποτελεί μια άκρως εθιστική εμπειρία, που τη χαίρεσαι από την αρχή μέχρι το τέλος της. Ίσως και να την απολαμβάνεις λίγο περισσότερο από όσο θα έπρεπε, λαμβάνοντας υπόψη τη θεματολογία της…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το ισπανόφωνο καλοκαίρι συνεχίζει ακάθεκτο, από Αργεντινή μεριά αυτή τη φορά, με οικογενειακό γκανγκστερικό δράμα που δεν είναι «δήθεν», δεν είναι πολύ βαρύ, δεν είναι πολύ πολιτικό, δεν είναι ιδιαίτερα βίαιο. Ωστόσο, παρά την προσεκτική (έως και παράδοξη αποτύπωση), «Η Φαμίλια» του Πάμπλο Τραπέρο είναι αποτελεσματική, είναι διασκεδαστική (στον βαθμό που επιτρέπει το θέμα της), είναι γεμάτη ένταση και είναι και αφοπλιστική στη φύση της (είναι μια πραγματική ιστορία, διάολε!). Δύσκολα θα ξεχάσεις μετά το τέλος της προβολής τη ματιά του Γκιγέρμο Φρανσέγια, η οποία συνδυάζει το απειλητικά ψύχραιμο με το υπόγεια βίαιο. Αν επιθυμείς κάτι για να «ανάψουν τα αίματα», προχώρα ακάθεκτος. Αν επιθυμείς κάτι ρομαντικό για το καλοκαίρι, δυστυχώς, θα αναγκαστείς να ψάξεις αλλού.


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.