ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΜΙΑΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ (2015)
(CHRONIC)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μίτσελ Φράνκο
- ΚΑΣΤ: Τιμ Ροθ, Σάρα Σάδερλαντ, Μάικλ Κρίστοφερ, Ρόμπιν Μπάρτλετ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 93'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21
Ο Ντέιβιντ είναι ιδιωτικός νοσηλευτής. Η ζωή του είναι ουσιαστικά η καθημερινότητα των ανθρώπων που με υπομονή φροντίζει. Το παρελθόν του, όμως, είναι ένα ερωτηματικό και ίσως κρύβει περισσότερο σκοτάδι από όσο ο ίδιος θέλει να αποκαλύψει. Ποιος είναι πραγματικά ο Ντέιβιντ;
Υπάρχει μια πολύ λεπτή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη λιτή υπαινικτική αφήγηση και την ουσιαστική έλλειψη… περιεχομένου – αλλά ο Μίτσελ Φράνκο δεν φαίνεται να μπορεί καν να την αναγνωρίσει. Γιατί το «Χρονικό Μιας Αθωότητάς» του χαρακτηρίζεται από μια σχηματική ιστορία, πομπώδη ανάπτυξη, εκνευριστικό αυτοθαυμασμό και, τελικά, την απλή δήλωση του προφανούς, γεγονός που οδηγεί τη θεωρητικά αιχμηρή ιστορία τού φιλμ σε απλοϊκά μονοπάτια και μερικά εξοργιστικά τελευταία δευτερόλεπτα που σε κάνουν να αναρωτιέσαι αν ο σκηνοθέτης έχει διάθεση για… τρολάρισμα!
Στην αρχή, ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο τραγικά. Ο φακός τού Φράνκο συναντά τον νοσηλευτή τού Τιμ Ροθ σε μια σειρά επεισοδίων που φαινομενικά έχουν στόχο να ρίξουν φως στην καθημερινότητά του, να δείξουν τον χαρακτήρα του (ή και την έλλειψη αυτού) μέσα από τις συναναστροφές με τους ασθενείς του και να αποδείξουν πως η σιωπή του ίσως είναι ο καλύτερος σύμμαχος στην προσπάθεια επανένταξης αυτών των ανθρώπων σε μια όσο το δυνατόν φυσιολογική καθημερινότητα. Η κάμερα του Φράνκο παραμένει στατική, η διάρκεια των σκηνών αρκετά εκτενής για να σε βυθίσει σε μια αργοκίνητη πραγματικότητα και μια ελαφριά αίσθηση ευαισθησίας δημιουργεί ένα έστω μικρό δείγμα προσωπικότητας, που περισσότερο υπονοείται παρά παρουσιάζεται πραγματικά.
Εκεί, όμως, σταματά οποιοδήποτε θετικό στοιχείο καταφέρνει να εμφανίσει το φιλμ. Η έλλειψη προσανατολισμού τής αφήγησης είναι η κυριότερη απόδειξη ότι κάτι δεν πάει καλά. Πιο συγκεκριμένα, το πρώτο μισό τής ταινίας δεν φαίνεται να έχει καμία σχέση με το δεύτερο μισό. Υπόνοιες σχετικά με τον σφετερισμό τής προσωπικής ζωής των ασθενών (που κλείνουν το μάτι στις λανθιμικές «Άλπεις») εγκαταλείπονται τελείως για να δώσουν θέση σε έναν «εύκολο» προβληματισμό περί ευθανασίας, στοιχεία τού χαρακτήρα από το παρελθόν εισάγονται απλά για το σοκ τού πράγματος σε μια υποτονική κατά τα άλλα αφήγηση και ολόκληρες σκηνές στερούνται λόγου ύπαρξης πέρα από την προσπάθεια χειραγώγησης του θεατή προς ένα ξαφνικό φινάλε που – θεωρητικά προωθεί τη ματαιότητα και την ειρωνεία αλλά – μοιάζει βγαλμένο κατευθείαν από το εγχειρίδιο των πιο φτηνών b-movies.
Χρειάζεται ταλέντο για να πάρει κανείς τόσες πολλές λάθος δημιουργικές αποφάσεις σε μία ταινία και ένας τίμιος ερμηνευτικά Τιμ Ροθ δεν μπορεί να κάνει τίποτα για να αναστρέψει την πορεία προς την καταστροφή. Ο Φράνκο αποδεικνύει ότι τα κινηματογραφικά όπλα που εμφάνισε «Μετά τη Λουτσία» ήταν… τα μόνα όπλα στην κατοχή του, χωρίς να μπορεί να τα «μεταφράσει» οργανικά σε μία νέα ιστορία ή να κρίνει πότε είναι αναγκαία η χρήση τους και πότε όχι. Ακόμα χειρότερα, δείχνει ότι δεν μπορεί καν να αφηγηθεί μια ιστορία με αρχή – μέση – τέλος παρά μόνο ως αποσπάσματα μιας διαδρομής που παρουσιάζεται ως σπουδαία, όσο γκρεμίζεται πίσω από την απλοϊκότητά της. Ακόμα και η ελληνική απόδοση του τίτλου δεν βγάζει καν νόημα, υπογραμμίζοντας άθελά της ακόμα περισσότερο την άγνοια της ταινίας σχετικά με τη σωστή ανάπτυξης μιας ιστορίας! «Το Χρονικό Μιας Αθωότητας» δεν είναι απλά μια απογοήτευση αλλά μια εκνευριστική αποτυχία – όχι λόγω των αρχικών προσδοκιών αλλά επειδή θα τεστάρει τα όρια και τα νεύρα του θεατή.