ΚΟΚΟΜΠΛΟΚΟ (2018)
(BLOCKERS)
- ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κέι Κάνον
- ΚΑΣΤ: Κάθριν Νιούτον, Τζον Σένα, Λέσλι Μαν, Άικ Μπάρινχολτζ, Γκίντιον Άντλον, Τζέραλντιν Βισγουάναθαν, Γκρέιαμ Φίλιπς, Μάιλς Ρόμπερτς, Τζίμι Μπέλιντζερ, Ραμόνα Γιανγκ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP
Τρεις κολλητές φίλες σχεδιάζουν να χάσουν την παρθενιά τους στο prom night του σχολείου τους. Οι γονείς τους θα πάρουν χαμπάρι και θα επιχειρήσουν να τις σταματήσουν, παρακολουθώντας κάθε βήμα τους και, φυσικά, προκαλώντας σωρεία καταστροφικών επεισοδίων.
Παρατηρείται έντονα τον τελευταίο καιρό αυτή η τάση προς την πιο vulgar κωμωδία με γυναικεία θέματα ή ηρωίδες, λες και πρέπει να υπάρξει κάποιας μορφής «ισότητα» και στο κακό χιούμορ! Σαν να λέμε ότι «αφού οι άνδρες πέσανε μέσα στα σκατά, ας τους ακολουθήσουμε κι εμείς, γιατί πρέπει να είμαστε ίσοι». Ελάχιστοι τίτλοι αυτού του είδους ξεχωρίζουν. Πριν γίνει trend, το Χόλιγουντ είχε σχεδόν σοκαριστεί με το «The Sweetest Thing» (2002), μια σαφή εμπορική αποτυχία στις ΗΠΑ που κατάφερε να διασωθεί από το international box-office και τα σεξιστικά του αστεία παραμένουν αμείλικτα ξεκαρδιστικά ή απόλυτα ξεδιάντροπα. Οι «Φιλενάδες» (2011) ήταν ο πιο… decent τίτλος για το genre, με σκατολογικές (κυριολεκτικά!) δόσεις χιούμορ, δυνατό σενάριο και καλοδουλεμένους χαρακτήρες, όμως από εκεί κι έπειτα ξεκίνησε μια τεράστια κατηφόρα που οδήγησε σε κάκιστα κρούσματα όπως τα περσινά «Πάρτι Γυναικών» και «Girls Trip», τα οποία κόπιαραν με… εντελώς λάθος τρόπους το αντίστοιχο δικαίωμα των γυναικών να παρτάρουν άγρια στο δικό τους bachelor, δίνοντας μια «girl power» απάντηση στο franchise του «The Hangover».
Το starting point του θέματος στο «Κοκομπλόκο» όχι μόνο είναι γυναικείο, αλλά σκηνοθετείται (ως ντεμπούτο) και από γυναίκα, η οποία έχει μακρά πείρα στην παραγωγή τηλεοπτικών σειρών («30 Rock») και ταινιών (το franchise του «Pitch Perfect»). Με αυτό το βιογραφικό, θα περίμενε κανείς κάτι πραγματικά ευπρόσωπο από την Κέι Κάνον. Αντ’ αυτού, η περίπτωση της κοριτσίστικης απώλειας της παρθενιάς γίνεται ένα αποτροπιαστικό θέαμα που ακόμη κι όταν προσπαθεί να περάσει κάποια σωστά μηνύματα (σεξουαλικότητας, για παράδειγμα), το αποτέλεσμα λειτουργεί αντίστροφα και ίσως πιο συντηρητικά από αυτό που σκόπευε να στηλιτεύσει.
Τα τρία κορίτσια που βάζουν σκοπό της ζωής τους να πηδηχτούν για πρώτη φορά στο prom night διχάζονται μέσα από συζητήσεις ανώριμες (της ηλικίας τους, δηλαδή…) γύρω από την αξία της παρθενίας και το πώς επιλέγεις τον γκόμενο στον οποίο θα τη «χαρίσεις», αν πρέπει να συνδυάζεται το σεξ με τον έρωτα, πώς θέλεις να το θυμάσαι ή… πώς λες στις φίλες σου ότι το σαλάκι στάζει κάθε φορά που συναντάς εκείνη την Ασιάτισσα από το σχολείο σου! Ενώ, λοιπόν, τα παιδιά δείχνουν τόσο ελευθέρια και… φυσιολογικά, οι γονείς τους φρικάρουν εντελώς όταν συνειδητοποιούν (μέσω μιας από τις ελάχιστες πραγματικά αστείες σκηνές του φιλμ, με τα emoji) πως τα «μπουμπουκάκια» τους πρόκειται να… διακορευτούν, και ξεκινάνε εκστρατεία παρακολούθησης των κοριτσιών ώστε να σαμποτάρουν κάθε απόπειρά τους να… ξεβρακωθούν μπροστά σε «ξαναμμένο» αγόρι!
Η ιδέα υπόσχεται πολλά, όμως η ιστορία παραπαίει ανάμεσα σε νεο-συντηρητικές ακρότητες του σήμερα και τόση κακογουστιά στο «χιούμορ τουαλέτας» που κάνει ακόμη κι εκείνον τον πρώτο διδάξαντα στο genre, το «Πάρτι για Εργένηδες» (1984), να μοιάζει με… Τζέιμς Άιβορι! Οι ενήλικες αναφορές στο σεξ δηλώνονται με έναν «απαγορευτικά» (και καλά) kinky τρόπο (στη σκηνή που οι γονείς γίνονται κατά λάθος «ματάκηδες» και ανακαλύπτουν τα ιδιωτικά βίτσια γνωστού τους ζευγαριού), ενώ οι εφηβικές δοκιμασίες «διασκέδασης» στις οποίες ενίοτε καλούνται να συμμετάσχουν για να μην χαλάσει το «camouflage» τους σε χώρους όπου δεν επιτρέπεται η παρουσία γονέων, φτάνει μέχρι τη σκηνή του «alcohol enema» (!), το οποίο εύκολα καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει, απλά απορεί με το γιατί μπορεί κάποιος θεατής να γελάσει με αυτό…
Παραδόξως, το «Κοκομπλόκο» αν και μιλά περισσότερο στο νεανικό κοινό, σπαταλά την πλειοψηφία της διάρκειάς του όχι με το τι κάνουν τα παιδιά (τίποτε το ενδιαφέρον ή καλογραμμένο σε διάλογο, εδώ που τα λέμε) αλλά με το τι… θυμούνται και χαίρονται οι γονείς τους, αφήνοντας μια ακόμη ευκαιρία, του να γίνει ένα κάπως πιο κοριτσίστικο «Superbad» (για παράδειγμα), να πάει χαμένη. Ακόμη και η προσπάθεια να δώσει κάποιο ηθικό δίδαγμα σχετικά με τη σεξουαλική «διαφορετικότητα» δείχνει στείρα και (με έναν τρόπο) «ασφαλής», καθώς μια λεσβιακή σχέση είναι συχνότερα αποδεκτή (αν όχι και… raunchy) από το ανδρικό κοινό (για ευνόητους λόγους).
Στην τελική, ίσως η σκηνή που με ενόχλησε περισσότερο να ήταν εκείνη με τους… ψηφιακούς (!) εμετούς μέσα στη λιμουζίνα. Μαζί με το γεγονός ότι δεν γέλασα καθόλου. Στενοχωρήθηκα για μερικούς από τους (καλούς) κωμικούς που συμπεριλαμβάνει το καστ. Και δεν κατάλαβα γιατί αυτό το πράγμα μπορεί να ιδωθεί (και) ως περίπτωση «φεμινιστικού» φιλμ, όταν τα πάντα απεικονίζονται σαν θλιβερή καρικατούρα. Σακούλα, κανείς;