ANTEBELLUM: Η ΕΚΛΕΚΤΗ (2020)
(ANTEBELLUM)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέραρντ Μπους, Κρίστοφερ Ρενζ
- ΚΑΣΤ: Τζανέλ Μονέι, Έρικ Λαντζ, Τζένα Μαλόουν, Τζακ Χιούστον, Γκαμπορέι Σιντιμπέ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ΣΠΕΝΤΖΟΣ
Οι ζωές μιας μαύρης σκλάβας σε βαμβακοφυτεία του Νότου στον 19ο αιώνα και μιας μαύρης κοινωνιολόγου και διακεκριμένης συγγραφέως στο παρόν πρόκειται να συναντηθούν με έναν (ελαφρώς) αναπάντεχο τρόπο.
Είναι προφανές ότι η δημιουργική ομάδα και οι παραγωγοί του «Antebellum» είχαν στο μυαλό τους να γυρίσουν μια ταινία εφάμιλλη του (πραγματικά ουσιαστικού και ευρηματικού) «Τρέξε!» (2017), ένα σχεδόν «υβριδικής» αφήγησης θρίλερ με αναπάντεχη εξέλιξη στην πλοκή του και background το τραυματικό παρελθόν της αμερικανικής Ιστορίας σε σχέση με τη σκλαβιά των μαύρων. Το αποτέλεσμα, ατυχώς, είναι ένα έργο το οποίο θα έπρεπε να θαφτεί στο… μαύρο σκοτάδι!
Η ταλαντούχα entertainer Τζανέλ Μονέι αναλαμβάνει τον κυριολεκτικά δύσκολο ρόλο να αποδώσει με σοβαρότητα και πειθώ τις δύο ηρωίδες του φιλμ, οι οποίες κινούνται σε δύο εντελώς διαφορετικά σύμπαντα, χρονικά και κοινωνικά. Η Ίντεν είναι η δούλα / παλλακίδα ενός Συνομοσπονδιακού στρατηγού, που τη μέρα εργάζεται σκληρά σε μια βαμβακοφυτεία του 19ου αιώνα, ενώ η Βερόνικα είναι ένα role model κοινωνιολόγου / συγγραφέα για τη μαύρη κοινότητα του σήμερα. Ο τρόπος που συνδέονται οι δύο γυναίκες είναι το βασικό clue / εύρημα του φιλμ, που ίσως είναι καλύτερο να μην γνωρίζεις πριν παρακολουθήσεις το «Antebellum». Από την άλλη, όμως, σε τι έχεις φταίξει για να δεις αυτό το πράγμα;
Σαφώς επαναπαυμένοι στην «ανατρεπτική» εξυπνάδα του σεναρίου τους, οι Τζέραρντ Μπους και Κρίστοφερ Ρενζ χρησιμοποιούν ένα μείγμα «επικής» εικονοποιίας σε συνδυασμό με την πιο γραφική σκληρότητα ρατσιστικής βίας, καταλήγοντας να πέφτουν στην παγίδα του κραυγαλέου μελοδραματισμού που σε αφήνει να μειδιάς με αμηχανία, μέχρι το φιλμ να μεταπηδήσει «αινιγματικά» από το παρελθόν στο παρόν. Για ελάχιστη ώρα, η αφήγηση μοιάζει με μια κάποια σπαζοκεφαλιά που μοιάζει να σε καλεί να την «αποκωδικοποιήσεις». Άπαξ και αντιληφθείς τι συμβαίνει, η κατηφόρα που παίρνει το έργο είναι μνημειώδης! Και το γέλιο αρχίζει να γίνεται πιο ηχηρό…
Το τελευταίο μέρος του φιλμ είναι μια (λανθάνουσα) παρωδία που σε κάνει να εύχεσαι να έβλεπες ξανά (και καλύτερα, εννοείται) το… «Μπότες, Σπιρούνια και Καυτές Σέλλες» (1974) του Μελ Μπρουκς, βουτηγμένη σε αλλοπρόσαλλες απιθανότητες και εξωφρενικές σεκάνς «συμβολιστικής» σημασίας, με αποθέωση την καβάλα σε άλογο (κραδαίνοντας τσεκούρι!) διαφυγή της (όποιας) ηρωίδας εν μέσω μάχης Βορείων και Νοτίων, με λεπτομέρεια εξ ουρανού που σε κάνει να γελάς ακόμη περισσότερο. Κι όμως, ενώ ξεκινούν τα end credits, οι «επεξηγηματικές» συλλήψεις των δημιουργών, ένεκα χιουμοριστικού κοινωνικοπολιτικού σχολίου (;), πιστοποιούν τον απόλυτο πάτο του εγχειρήματος, το οποίο περισσότερο προσβλητικό προς τα διαχρονικά διαφυλετικά προβλήματα κοινής διαβίωσης στις ΗΠΑ είναι, παρά τα θίγει ανοίγοντας το έδαφος για εποικοδομητικό διάλογο. Δεν έχω λόγια…