FreeCinema

Follow us

ΣΤΟ ΣΩΜΑ ΤΗΣ (2019)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαχαρίας Μαυροειδής
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ

Ένα εκκλησιαστικό έθιμο στη φτωχιά γειτόνισσα της Σαντορίνης (θα μπορούσε να) μιλάει για πολλά. «Δεν πρέπει να βασίζεσαι στο θαύμα» (Ταλμούδ).

Η Θεοτόκος. Η Θηρασιά. Η γυναίκα. Η πρώτη, παρθένος και Θεομήτωρ, δοξάζεται. Η δεύτερη, άγονη γραμμή και γη, εγκαταλείπεται. Η τρίτη, σε φυσιολογική ηλικιακή παρακμή αλλά με πίστη στον εαυτό της και στην προστάτιδα δύναμη, αντέχει με θυμήσεις. Αυτό είναι το αφήγημα που παλεύει με τα κύματα παρατηρητικών καταγραφών και κεκαλυμμένων συνεντεύξεών του να καθελκύσει και να κρατήσει στον αφρό των ημερών, στο πρώτο του ντοκιμαντέρ για τη μεγάλη οθόνη, ο δημιουργός τού «Ο Ξεναγός» (2011) και του αναμενόμενου σε μερικούς μήνες «Απόστρατος». Κάπου ανάμεσα στο «Πάρβας Άγονη Γραμμή» (2008) του Γεράσιμου Ρήγα, το «Περάσματα απ’ τον Παράδεισο» (2005) του Γιάννη Λάμπρου και «Το Κουτί» (2004) της Εύας Στεφανή, βρίσκει (αισθητικά κυρίως) το στασίδι του, αλλά μ’ ένα μόνο ανά στιγμές επιβλητικό τέμπλο μικροκόσμου ενώπιον του οποίου ποτέ δεν ανάβεις κεράκι.

Το πρώτο αμάρτημα υποπίπτει στην αντίληψή σου με τον όρθρο: στον περιστασιακό ελληνικό υποτιτλισμό, ο Μαυροειδής έχει πάρει την απόφαση να μεταφράσει αυθαίρετα την καθαρεύουσα γλώσσα των ύμνων, όπως ακούγονται από τον παπά ή τις κυράδες, σε δημοτική, πιστεύοντας ότι έτσι φέρνει το νόημά τους κοντύτερα στον θεατή και παράλληλα νοηματοδοτεί το a posteriori σχεδίασμα του σεναρίου του (όσον αφορά π.χ. τις ιδιότητες του ενός σκέλους του, της υμνούμενης Παρθένου Μαρίας). Και μεθοδολογικά σφάλλει και αυτό ελάχιστα εισφέρει κατά τις προθέσεις του. Βλέπετε, προτού έρθουν αντιμέτωποι με το τι και πώς θα το πουν στο μοντάζ, ο πρωτευουσιάνος και το mini συνεργείο του έχουν ροβολήσει με περιέργεια στο κατσάβραχο της νότιας Θηρασιάς για να «τραβήξουν» μια προς εξαφάνιση πραγματικότητα μιας άλλης και ίσως άγνωστης, περασμένης αλλά καθόλου ξεχασμένης, Ελλάδας: για τις δύο εβδομάδες που προηγούνται του Δεκαπενταύγουστου, η εκεί σφαλιστή Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου αναβιώνει χάρη σε ολιγάριθμους προσκυνητές, που εκπληρώνοντας τάμα επιστρέφουν, οι περισσότεροι ετησίως, για να ετοιμάσουν τον ναό για τον εορτασμό. Όσοι «δεκαπεντίζουν», κυρίως γηγενείς και το μόνο κατ’ όνομα αδύναμο φύλο, καθημερινά προσευχόμενοι (το πρωί υπέρ αναπαύσεως των νεκρών και το βράδυ υπέρ υγείας των ζώντων οικείων τους) χοροστατούντος του ντόπιου ιερωμένου, φιλοξενούνται στα λιλιπούτεια κελιά. Ποιοι είναι, γιατί το κάνουν, τι άλλο συμβαίνει εκεί;

Χωρίς να έχει στα χέρια του αρχείο ή να (επιδιώκει να) αποσπά(σει) περαιτέρω πληροφορίες για το λαογραφικό της περίπτωσης, είναι ξεκάθαρο ότι ο Μαυροειδής έχει πλήρη επίγνωση του ότι κάνει μια εθνογραφική ταινία με φιλοδοξίες εστίασης στη σχεδόν διαστάσεως ρετρό χρονοκάψουλας ανθρωπολογία τού χώρου. Η Αγία Τράπεζά του είναι, με πολύτιμο αριστερό ψάλτη την dp Ζωή Μαντά και δεξιό το post, το αταλάντευτα στατικό viseur που αφανές μ’ εξαίρεση 2-3 στιγμές (η μία, όπου το υποκείμενο χαριτολογεί για την παρουσία της κάμερας, δεν μπορεί να σταθεί ως τσαλίμι ντοκουμέντου τον 21ο αιώνα) σκέπει φροντισμένο και με φροντίδα το ποίμνιο και τις δραστηριότητές του. Εκεί επιχειρείται, και δεν επιτυγχάνεται, να κλαπεί το παγκάρι των εντυπώσεων. Το μεσημεριανό φαγητό, η κωδωνοκρουσία, από ένα αγοράκι κι έναν οιονεί αβδελιωδικής κοψιάς έφηβο, η λάτρα στο οίκημα, η ίδια η θρησκευτική λειτουργία στις ποικίλες εκφάνσεις της (το σαν άλλο «Δόξα Σοι» άτυπο leitmotiv), κάποια χαρακτηριστικά των κατόχων ελάχιστα αντικείμενα κρεμασμένα στους τοίχους των κελιών, μια αρχαιολογική ομάδα που ανασκάπτει σε παρακείμενο χώρο μεταλαμβάνονται το ένα μετά το άλλο ως κλικ διαρκείας με τα καλά τους μεν, εν πολλοίς απρόσφορα για ένα long story κινηματογραφικής κατάνυξης δε, ακόμα κι όταν στο ποίμνιο επιχειρείται να συναδελφωθούν ένα άπλωμα ρούχων με ένα ποίημα του Σεφέρη.

Οι μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού εξαιρέσεις, εννοείται, γίνονται ευπρόσδεκτα το δικό σου μετόχι, ιδίως όταν για πρώτη και μοναδική φορά το γύρισμα κατεβαίνει στο λιμάνι του Κόρφου για να δούμε τον πάτερ να πουλάει ακομπλεξάριστα… souvenir στους τουρίστες ή όταν το «Απρίλη μου» του Θεοδωράκη απ’ τον Μπιθικώτση παίζει απ’ τη μικροφωνική ανήμερα της Παναγίας προτού πλακώσει ο κοσμάκης. Εξάλλου, για να ευλογήσουμε τα γένια του, η τεχνική τού (πιθανότατα γνώστη της ένδειας της σκήτης υλικού, κι αυτό του δίνει ένα ακόμα συγχωροχάρτι) Μαυροειδή να φιλμάρει από καιρού εις καιρόν αποκλειστικά απ’ τη μέση και κάτω τον ομιλούντα, και προσφέρει ανάσες στον ρυθμό και στέκεται ως εικαστικό ασκητήρι. Ο ούτως ή άλλως άμβωνας του πάσα ένα σ’ αυτή τη γωνιά του Αιγαίου, αυτός στον οποίο απέμενε στο φιλμ για να αγιάσει, γίνεται εντούτοις, δυστυχώς, ένα εξομολογητήριο για ουσιαστικά μόνο δύο απ’ τις πρωταγωνίστριες, με τη μία να κλέβει την παράσταση.

Τω όντι όταν η παρακατιανή τσαούσα (που βλέπει «Πακέτο»!) της παρέας αρχινήσει τα κατά μόνας απολυτίκια για το πώς έφτιαξε με τρεις χαμαλοδουλειές σπίτια για την ίδια και τις κόρες της, με άρρωστο άντρα, που είδε σαν ζωντανό στον ύπνο της μετά θάνατον, τα «πώς περνάει η ζωή», «θυμάσαι…» κι «ένα όνειρο μένει» της γίνονται η θυμόσοφα, δημωδώς ποιητική Εκατονταπυλιανή τού Μαυροειδή – που δευτερώνει όμορφα, έξυπνα μ’ ένα καράβι περαστικό στο βάθος ν’ αφήνει το άσπρο χνάρι του στο νερό. Κατά τα λοιπά, αν θες ν’ ακούσεις ποια είναι η διαφορά ανάμεσα στα καούνια και στα κατσούνια (και τι είναι το καθένα φυσικά) ή τη λυμένη ενώπιον του φακού ανύπαντρη 70+ έτερη να τραγουδάει δηλώνοντας καλύτερη απ’ την Τζένη Βάνου, την παραστατικότητά της την έχει η… φάση. Αλλά Φραντσέσκο Ρόζι δεν είναι ο δημιουργός – με όχι κεφαλαίο δ. Ο ρασοφόρος που μιλάει για την πολύφερνη Οία κι οι ιστορίες για τα κουνέλια που αφάνισαν τη χλωρίδα δε βαφτίζουν μια ελεγεία τής πελαγίσιας πατρίδας μας που χάνεται, ούτε οι «εμπειρίες» υπό το κράτος της Παναγίας και η συναισθηματική ανάγκη των προς αυτήν τιμών ένα έμφυλα αντίστροφο μικρο-ισοδύναμο του αβάτου της Αθωνικής Πολιτείας, ούτε η μεγάλαυχη αναμνησιολογία doc εναλλακτική σπουδή στο ρωμέικο girl power συλλογικό ασυνείδητο. Είναι στον δρόμο τού καλού ο χριστιανός, στο είδος και γενικά, αλλά κατά τας γραφάς (της) αυτή είναι μια ουσιωδώς μακριά από οσία ταινία. Τέκνον Ζαχαρία, πρόσχωμεν τη ση χάριτι…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όχι λόγος λαϊκού προσκυνήματος, εκτός αν λατρεύεις το genre ή κατάγεσαι απ’ τη συγκεκριμένη γεωγραφία των Κυκλάδων – εν τοιαύτη περιπτώσει, μπορεί μέχρι και να το ευλογήσεις. Αν φοβάσαι τα εγχώρια ή/και την τεκμηρίωση όπως ο διάβολος το λιβάνι, θα ψέλνεις.


MORE REVIEWS

RICH FLU: ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ

Ιός που πλήττει μονάχα τους… πολυεκατομμυριούχους μετατρέπεται σε επιδημία και προκαλεί κοινωνική αστάθεια σε ολόκληρο τον πλανήτη! Το να έχεις τεράστια περιουσία, ξαφνικά, γίνεται… ο θάνατός σου!

ΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ

Η αφαίρεση ενός μενταγιόν από έναν τόπο ταφής «ανασταίνει» το σαπισμένο πτώμα του Τζόνι, που ζητά εκδίκηση για ένα φρικτό έγκλημα ηλικίας εβδομήντα ετών. Θα την «πληρώσει» μια παρέα νεαρών που… ατυχώς εκδράμει στην δασώδη περιοχή.

ΣΚΥΛΑΚΙΑ ΣΤΗΝ ΟΠΕΡΑ

Καλόκαρδος σκύλος του αλωνιού βοηθά σκυλίτσα του σαλονιού να εντοπίσει έγκαιρα την πολύτιμη τιάρα της prima ballerina αφεντικίνας της, η οποία εκλάπη από τα καμαρίνια της Μητροπολιτικής Όπερας της Νέας Υόρκης, λίγο πριν τη μεγάλη πρεμιέρα της «Κάρμεν». Η αυλαία ετοιμάζεται να σηκωθεί. Θα προλάβουν;

ΟΛΑ ΘΑ ΠΑΝΕ ΚΑΛΑ

Ο ξαφνικός θάνατος της συντρόφου της φέρνει την 60χρονη Άντζι αντιμέτωπη με την οικογένεια της εκλιπούσας, για μια σειρά θεμάτων που άπτονται κληρονομικών δικαιωμάτων και ηθικής. Ο Νόμος, εντούτοις, ζητά αποδείξεις και όχι αγάπη.

THE BRUTALIST

Στα 1947, ένας ουγγρικής καταγωγής μοντερνιστής αρχιτέκτονας της σχολής Bauhaus μεταναστεύει στις ΗΠΑ, αναζητώντας ένα καλύτερο αύριο για εκείνον και τη σύζυγό του που αγωνίζεται ακόμη να βρει τρόπο διαφυγής από την Αυστρία. Ένας μεγιστάνας βιομήχανος θα γίνει ο πάτρονάς του και θα του αναθέσει τη δημιουργία ενός μνημειώδους κτηρίου.