ΜΠΛΕ ΒΑΛΤΟΣ (2021)
(BLUE BAYOU)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζάστιν Τσον
- ΚΑΣΤ: Τζάστιν Τσον, Αλίσια Βικάντερ, Μαρκ Ο’Μπράιεν, Λιν Νταν Παμ, Σίντνεϊ Κοβάλσκι, Βόντι Κέρτις-Χολ, Έμορι Κοέν, Τζεραλντίν Σίνγκερ, Τόμπι Βιτράνο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 117'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TULIP
Κορεάτης που υιοθετήθηκε από αμερικανική οικογένεια και μεγάλωσε στα bayou της Λουιζιάνα, κινδυνεύει με απέλαση, ενώ η γυναίκα του περιμένει να γεννήσει το παιδί τους. Από δίπλα, ο πρώην σύζυγός της και αστυνομικός βάζει διαρκώς εμπόδια στη ζωή τους, διεκδικώντας τη μικρή κόρη που είχε αποκτήσει μαζί της προ ετών.
Όταν δεν έπαιζε σε ταινίες όπως το franchise του «The Twilight Saga», ο Τζάστιν Τσαν ενίοτε ασχολείτο και με τη σκηνοθεσία, γυρίζοντας δραματάκια με χαρακτήρες από εθνικές «μειονότητες» που… κανείς δεν έπαιρνε χαμπάρι. Μέχρι σήμερα. Ο «Μπλε Βάλτος» έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στο Φεστιβάλ των Καννών (!) κι έτσι ο δημιουργός του μπορεί να υπερηφανεύεται για μια πιο σοβαρή (καλλιτεχνικά) καριέρα, εκμεταλλευόμενος (προφανώς) το ρεύμα των ημερών μας, το οποίο πριμοδοτεί «δημιουργούς» με βάση το… χρώμα ή το φύλο τους. Δεν γίνεται να δεχτώ διαφορετικά το αγκάλιασμα τούτου του άγριου μελοδράματος.
Οι αρχικές προθέσεις είναι καλές και το θέμα πρωτοτυπεί, καθώς δανείζεται την ιδέα του από το πραγματικό πρόβλημα που αντιμετωπίζουν πολλοί Αμερικανοί πολίτες οι οποίοι γεννήθηκαν σε ξένη χώρα, μα μεγάλωσαν στις ΗΠΑ από θετούς γονείς. Μέσω νομοθεσίας (το περίφημο Child Citizenship Act του 2000), άνθρωποι κάθε ηλικίας που ουσιαστικά δεν είχαν άλλη ζωή σε τούτο τον κόσμο, υποχρεώθηκαν να εγκαταλείψουν την Αμερική και να βρεθούν στον τόπο γέννησής τους, που ήταν γι’ αυτούς ένας κυριολεκτικά ξένος τόπος (σε κάποιες περιπτώσεις, ανίκανοι ακόμη και να επικοινωνήσουν με κάποιον, καθώς δεν ήξεραν τη γλώσσα!).
Ο Αντόνιο δείχνει ξένος (σαν «σχιστομάτης»), μα αισθάνεται όπως ένα γνήσιος Αμερικανός, καθώς βρέθηκε να υιοθετείται από οικογένεια εκεί στα πρώτα χρόνια της ζωής του. Χωρίς άλλους συγγενείς, πια, ενήλικας, και με ποινικό μητρώο όχι ακριβώς καθαρό (είχε κλέψει μοτοσυκλέτες στο παρελθόν), έχει ανακαλύψει την αληθινή αγάπη στο πρόσωπο της Κάθι, μιας χωρισμένης γυναίκας με ανήλικο παιδί, η οποία προσπαθεί να κρατήσει μακριά από την καθημερινότητά τους τον πρώην σύζυγο της, έναν ανεύθυνο αστυνομικό που τους εγκατέλειψε προ ετών. Ο Αντόνιο δουλεύει σ’ ένα τατουατζίδικο και δεν βγάζει αρκετά για ν’ αναλάβει τις ευθύνες του ως πατέρας του παιδιού που περιμένει η Κάθι, η πεθερά του τον κοιτάζει με «μισό μάτι», η κοινωνία τον αντιμετωπίζει σαν ένα «απόβλητο».
Οι δυσκολίες που βιώνει ο ήρωας θα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο, ειδικά κατόπιν ενός βίαιου επεισοδίου σε supermarket, όπου ο Αντόνιο ξυλοκοπεί συνάδελφο του πρώην της Κάθι, ο οποίος τον προκαλεί, για να αποκαλυφθεί πως εξαιτίας της άνωθεν νομοθεσίας, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να απελαθεί! Το ζευγάρι θα απευθυνθεί σε δικηγόρο για ν’ ασκήσει κάποιου είδους έφεση, αλλά ο Δικαστής που θα κρίνει την τελική απόφαση θα έχει μπροστά του έναν άνδρα με άσχημο μητρώο, που δε μπορεί να θρέψει και να φροντίσει την οικογένειά του, χωρίς καν την υποστήριξη δικών του γονέων. Η ανάγκη για χρήματα θα τον οδηγήσει ξανά στον «λάθος δρόμο» κι από εκείνο το σημείο κι έπειτα η αφήγηση του «Μπλε Βάλτου» κατρακυλά προς τη συμφορά και το κάκιστου timing melo, με την ιστορία να εκβιάζει τα πάντα για να βγάλει κλάμα.
Η υποπλοκή με την Βιετναμέζα καρκινοπαθή που συμπονά τον Αντόνιο δεν εξυπηρετεί σε τίποτα (στην τελική), τα flashback του ήρωα από την απόπειρα εγκατάλειψής του (ή και παρολίγον πνιγμού του) από τη νεαρή μάνα του στην Κορέα του μακρινού παρελθόντος χαρακτηρίζονται από έναν επιτηδευμένο λυρισμό που δεν ακολουθεί πιστά το υπόλοιπο σκηνοθετικό στυλ της ταινίας, ενώ ο Τσαν διαπράττει και το μέγιστο ατόπημα να παρουσιάζει (και) σκόρπιες φιλμικές στιγμές στις οποίες «παθαίνει» Γουόνγκ Καρ Γουάι. Γιατί έτσι! Προσωπικά, έχασα εντελώς την υπομονή μου στη σεκάνς του φινάλε, όσο (δικαιολογημένα) στενάχωρη αλήθεια και να βγάζουν οι κάρτες με ρεαλιστικά, παρόμοια παραδείγματα ανθρώπων, οι οποίοι βρέθηκαν στα καλά καθούμενα εκτός ΗΠΑ, σχεδόν χωρίς ζωή – και μέλλον, ίσως. Πολύ κρίμα, το έργο να καταντά προσβλητικά λαϊκίστικο απέναντι σε ένα τέτοιο ζήτημα.